Του
Νικόλα Σεβαστάκη
Νικόλα Σεβαστάκη
Ο θόρυβος δεν λέει να κοπάσει. Η λέξη ανομία καιροφυλακτεί στα πρωτοσέλιδα και σε τρομαγμένες επιφυλλίδες. Στοιχειώνει έντυπα αφιερώματα και διαδικτυακές έριδες. Η λέξη συνοδεύεται από τις κατάλληλες εικόνες και υποβάλλει σκοτεινούς συνειρμούς χάους και κοινωνικής διάλυσης. Και όλος αυτός ο θόρυβος τείνει πια να επιβάλει ως πόρισμα του κοινού νου την εξής, μάλλον απλή, ιδέα: σε αυτό τον τόπο δεν υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας αλλά πρόβλημα καταχρηστικής, «αποχαλινωμένης» δημοκρατίας. Η κρίση που ζούμε, λένε, δεν είναι μήπως αποτέλεσμα μιας υπερτροφικής σώρευσης δικαιωμάτων εις βάρος των υποχρεώσεων; Δεν είναι και αυτή καρπός της περιφρόνησης προς νόμους και κανόνες από μια ανώριμη κοινωνία που δεν απαλλάχτηκε ποτέ από τις νοοτροπίες της αρχαίας μας διαφθοράς;
Με αυτές τις βεβαιότητες εμφανίζεται μια νέα αφήγηση της συλλογικής ενοχής, της συλλογικής τιμωρίας και της εθνικής αποθεραπείας. Και το δεύτερο πόρισμα που βγαίνει από αυτή την αφήγηση είναι ότι σχεδόν τα πάντα μπορεί να βαφτίζονται «συμπτώματα ανομίας». Ο φοροφυγάς μεγαλογιατρός και αυτός που δεν πληρώνει εισιτήριο στο λεωφορείο συστεγάζονται στην ίδια κοινωνική παθολογία. Με τα ίδια ερμηνευτικά γυαλιά κρίνονται οι άνθρωποι του Δεν Πληρώνω και οι βανδαλισμοί οπαδών, τα κρούσματα διαφθοράς στις δημόσιες υπηρεσίες και οι υψηλόφωνες διαμαρτυρίες κατά μελών του πολιτικού προσωπικού. Στο ίδιο γένος κατατάσσεται η έντονη πολιτική απόρριψη και το απλό εκτονωτικό ανάθεμα.
Τι προσφέρει αυτή η τέχνη της ισοπέδωσης; Στην ουσία φαίνεται ότι επιδιώκει να συσκοτίσει και να διαστρέψει τους όρους της συζήτησης. Να υποκαταστήσει το κριτικό βλέμμα στις αντιφάσεις και στις κοινωνικές ρωγμές που εκτρέφει η συγκεκριμένη πραγματικότητα με μια δικαστική ετυμηγορία αν όχι με την αστραπιαία αστυνομική κλήτευση.
Υπάρχει πλέον μια ανάγνωση του ‘ελληνικού προβλήματος’ που σταχυολογεί καθημερινές τραυματικές εμπειρίες και τις εξισώνει με τα δομικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού συστήματος. Έτσι, για παράδειγμα, το έλλειμμα παιδείας του Έλληνα οδηγού στο δρόμο ή οι κακές πρακτικές πολλών ως προς τη φροντίδα για το περιβάλλον λογαριάζονται περίπου ως οι αιτίες των περιβαλλοντικών αδιεξόδων του συγκεκριμένου προτύπου «ανάπτυξης» που δομήθηκε εδώ και πολλές δεκαετίες. Σα να μην έχει πλέον τόση σημασία η ασκούμενη πολιτική και οι μεγάλες αποφάσεις αλλά μόνο η εφαρμοσμένη ηθική των ατόμων. Όμως οι όροι με τους οποίους εκπαιδεύονται και αναπαράγονται οι ατομικές προτιμήσεις και συμπεριφορές είναι κοινωνικοί και πολιτικοί. Και φυσικά είναι αυτοί οι όροι που προσδιορίζουν, σε σημαντικό βαθμό, τους τρόπους της κοινωνικής δράσης, τις κουλτούρες της διαμαρτυρίας και τη σχέση των ανθρώπων με τους νόμους.
Η φιλολογία περί ανομίας συνοδεύει ωστόσο τη μετατόπιση των ελίτ προς έναν νεοφιλελευθερισμό της «τάξης», προς μια αντίληψη για τη δημοκρατία ως εκ των άνω μεταρρυθμισμού για την αναγκαστική εμπέδωση στο κοινωνικό σώμα μιας νέας συλλογικής ηθικής. Στο επίκεντρο αυτής της προσέγγισης είναι η αποκοπή της πολιτικής από τον «λαϊκισμό», όρος ο οποίος χρησιμοποιείται πλέον ως γενικός αφορισμός κάθε λαϊκής αντίρρησης σε προαποφασισμένες λύσεις και συνταγές θεραπείας. Με άλλα λόγια, η έμφαση στα «φαινόμενα ανομίας» υποδηλώνει τη στροφή των κυρίαρχων δυνάμεων από την κοινωνική νομιμοποίηση στην κρατική νομιμότητα, από την αντιπροσώπευση στην επιβολή του μονόδρομου με έκτακτα διατάγματα.
Το ερώτημα δεν είναι έτσι αν υφίστανται και αν αυξάνονται τα φαινόμενα αντιθεσμικής οργής και αντιπολιτικού ατομικισμού. Δεν είναι επίσης το αν υπάρχουν, πράγματι, φαινόμενα ενός λαϊκισμού των ιδιωτικών συμφερόντων και των αυταρχικών πειρασμών. Ποιος θα το αρνηθεί; Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά τα φαινόμενα γίνονται ένα εργαλείο για εκείνο το επιχείρημα που βλέπει τον εξορθολογισμό του συστήματος με τους όρους της ακραίας νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης.
Η έλλογη πολιτικοποίηση των αντιστάσεων και της ανυπακοής είναι μια σύνθετη και πολύ δύσκολη ιστορία. Δοκιμάζεται, συχνά με αποτυχίες, μέσα σε συνθήκες διάχυτων φόβων και συλλογικής κατάθλιψης. Μέσα σε συγκυρίες «απομάγευσης» του κόσμου της πολιτικής. Αλλά κάθε αντίσταση και έκφραση ανυπακοής δεν συνιστά, όπως λένε οι διανοούμενοι του «Μνημονίου ως ευκαιρίας», ένα συναισθηματικό και αμυντικό ψυχόδραμα. Μπορεί να είναι συγχρόνως και το πεδίο της δυνατότητας για μια νέα επινόηση της δημοκρατίας και της λαϊκής υποκειμενικότητας. Το πεδίο εντέλει για την ανάπτυξη νέων μορφών κοινωνικής συνεργασίας και λαϊκής αλληλεγγύης. Για αυτό ακριβώς τον λόγο δεν έχει νόημα έχει να ζητάς εχέγγυα ορθολογισμού και ανεπίληπτης πολιτικότητας από κάθε μορφή συλλογικής δράσης.
Από μια άποψη, όσοι επιμένουν στον κίνδυνο της ανομίας φαίνεται να έχουν «λύσει» μια και καλή το πρόβλημα: σπεύδουν να διαγνώσουν πίσω από κάθε σύγκρουση μια κοινωνική ανωμαλία, έναν ψυχοπαθολογικό ανορθολογισμό και μια αντικοινωνική ιδιοτέλεια. Ο λόγος τους μοιάζει εντέλει να μεταφέρει στο παρόν τα κλασικά ολιγαρχικά στερεότυπα περί της «χυδαιότητας του όχλου». Και όταν αυτά τα ολιγαρχικά στερεότυπα συνδυάζονται με την υποκριτική ρητορική περί σεβασμού στους θεσμούς, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ανησυχητικά…
Τι προσφέρει αυτή η τέχνη της ισοπέδωσης; Στην ουσία φαίνεται ότι επιδιώκει να συσκοτίσει και να διαστρέψει τους όρους της συζήτησης. Να υποκαταστήσει το κριτικό βλέμμα στις αντιφάσεις και στις κοινωνικές ρωγμές που εκτρέφει η συγκεκριμένη πραγματικότητα με μια δικαστική ετυμηγορία αν όχι με την αστραπιαία αστυνομική κλήτευση.
Υπάρχει πλέον μια ανάγνωση του ‘ελληνικού προβλήματος’ που σταχυολογεί καθημερινές τραυματικές εμπειρίες και τις εξισώνει με τα δομικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού συστήματος. Έτσι, για παράδειγμα, το έλλειμμα παιδείας του Έλληνα οδηγού στο δρόμο ή οι κακές πρακτικές πολλών ως προς τη φροντίδα για το περιβάλλον λογαριάζονται περίπου ως οι αιτίες των περιβαλλοντικών αδιεξόδων του συγκεκριμένου προτύπου «ανάπτυξης» που δομήθηκε εδώ και πολλές δεκαετίες. Σα να μην έχει πλέον τόση σημασία η ασκούμενη πολιτική και οι μεγάλες αποφάσεις αλλά μόνο η εφαρμοσμένη ηθική των ατόμων. Όμως οι όροι με τους οποίους εκπαιδεύονται και αναπαράγονται οι ατομικές προτιμήσεις και συμπεριφορές είναι κοινωνικοί και πολιτικοί. Και φυσικά είναι αυτοί οι όροι που προσδιορίζουν, σε σημαντικό βαθμό, τους τρόπους της κοινωνικής δράσης, τις κουλτούρες της διαμαρτυρίας και τη σχέση των ανθρώπων με τους νόμους.
Η φιλολογία περί ανομίας συνοδεύει ωστόσο τη μετατόπιση των ελίτ προς έναν νεοφιλελευθερισμό της «τάξης», προς μια αντίληψη για τη δημοκρατία ως εκ των άνω μεταρρυθμισμού για την αναγκαστική εμπέδωση στο κοινωνικό σώμα μιας νέας συλλογικής ηθικής. Στο επίκεντρο αυτής της προσέγγισης είναι η αποκοπή της πολιτικής από τον «λαϊκισμό», όρος ο οποίος χρησιμοποιείται πλέον ως γενικός αφορισμός κάθε λαϊκής αντίρρησης σε προαποφασισμένες λύσεις και συνταγές θεραπείας. Με άλλα λόγια, η έμφαση στα «φαινόμενα ανομίας» υποδηλώνει τη στροφή των κυρίαρχων δυνάμεων από την κοινωνική νομιμοποίηση στην κρατική νομιμότητα, από την αντιπροσώπευση στην επιβολή του μονόδρομου με έκτακτα διατάγματα.
Το ερώτημα δεν είναι έτσι αν υφίστανται και αν αυξάνονται τα φαινόμενα αντιθεσμικής οργής και αντιπολιτικού ατομικισμού. Δεν είναι επίσης το αν υπάρχουν, πράγματι, φαινόμενα ενός λαϊκισμού των ιδιωτικών συμφερόντων και των αυταρχικών πειρασμών. Ποιος θα το αρνηθεί; Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά τα φαινόμενα γίνονται ένα εργαλείο για εκείνο το επιχείρημα που βλέπει τον εξορθολογισμό του συστήματος με τους όρους της ακραίας νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης.
Η έλλογη πολιτικοποίηση των αντιστάσεων και της ανυπακοής είναι μια σύνθετη και πολύ δύσκολη ιστορία. Δοκιμάζεται, συχνά με αποτυχίες, μέσα σε συνθήκες διάχυτων φόβων και συλλογικής κατάθλιψης. Μέσα σε συγκυρίες «απομάγευσης» του κόσμου της πολιτικής. Αλλά κάθε αντίσταση και έκφραση ανυπακοής δεν συνιστά, όπως λένε οι διανοούμενοι του «Μνημονίου ως ευκαιρίας», ένα συναισθηματικό και αμυντικό ψυχόδραμα. Μπορεί να είναι συγχρόνως και το πεδίο της δυνατότητας για μια νέα επινόηση της δημοκρατίας και της λαϊκής υποκειμενικότητας. Το πεδίο εντέλει για την ανάπτυξη νέων μορφών κοινωνικής συνεργασίας και λαϊκής αλληλεγγύης. Για αυτό ακριβώς τον λόγο δεν έχει νόημα έχει να ζητάς εχέγγυα ορθολογισμού και ανεπίληπτης πολιτικότητας από κάθε μορφή συλλογικής δράσης.
Από μια άποψη, όσοι επιμένουν στον κίνδυνο της ανομίας φαίνεται να έχουν «λύσει» μια και καλή το πρόβλημα: σπεύδουν να διαγνώσουν πίσω από κάθε σύγκρουση μια κοινωνική ανωμαλία, έναν ψυχοπαθολογικό ανορθολογισμό και μια αντικοινωνική ιδιοτέλεια. Ο λόγος τους μοιάζει εντέλει να μεταφέρει στο παρόν τα κλασικά ολιγαρχικά στερεότυπα περί της «χυδαιότητας του όχλου». Και όταν αυτά τα ολιγαρχικά στερεότυπα συνδυάζονται με την υποκριτική ρητορική περί σεβασμού στους θεσμούς, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ανησυχητικά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.