Η δολοφονία του Οσάμα μπιν Λάντεν, με τα αναπάντητα ερωτήματα που την περιβάλλουν και τις ενστάσεις που διατυπώνουν ακόμη και πολιτικοί σαν τον Χέλμουτ Σμιτ (προαποφασισμένη εκτέλεση ενός αόπλου, παραβίαση του διεθνούς δικαίου με την εισβολή στο έδαφος ανεξάρτητης χώρας), ερεθίζει σε πρώτο χρόνο τα αντιαμερικανικά αντανακλαστικά μιας κάποιας μερίδας του μουσουλμανικού κόσμου. Μεσοπρόθεσμα, όμως, πιθανόν να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς προσφέρει στον Μπαράκ Ομπάμα την ευκαιρία να απαγκιστρωθεί από το Αφγανιστάν, διακηρύσσοντας ότι «νίκησε» και να κλείσει το κεφάλαιο του «πολέμου κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας», που εγκαινίασε ο Τζορτζ Μπους στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Πρόκειται για μια πολιτική στρατηγική που βασίστηκε στη δαιμονοποίηση συλλήβδην του πολιτικού Ισλάμ και στην υποστήριξη των απολυταρχικών, αραβικών καθεστώτων, τύπου Μπεν Αλι, Μουμπάρακ και Καντάφι, τα οποία εμφανίζονταν ως κυματοθραύστες του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Ουσιαστικά, η στρατηγική αυτή είχε ήδη οδηγηθεί σε χρεοκοπία από το ντόμινο των αραβικών εξεγέρσεων. Η Αμερική και η νέα γαλλοβρετανική «Αντάντ», ποιούσες την ανάγκην φιλοτιμίαν, παραιτήθηκαν από την ατελέσφορη προσπάθεια να κρατήσουν στην εξουσία τις διεφθαρμένες τυραννίες της Βόρειας Αφρικής και προσπάθησαν να προσεταιρισθούν ή τουλάχιστον να συγκρατήσουν σε ανεκτά όρια την εξέγερση. Για τον σκοπό αυτόν ενθάρρυναν έναν ιστορικό συμβιβασμό του στρατού με το μετριοπαθές Ισλάμ, όπως τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο και την Αναγέννηση στην Τυνησία. Αν και αυτά τα ιστορικά μουσουλμανικά κόμματα δεν έπαιξαν ηγετικό ρόλο στις εξεγέρσεις, αντίθετα αρχικά τις αντιμετώπισαν με καχυποψία, είναι βέβαιο ότι θα αναδειχθούν ισχυρά από τις επικείμενες εκλογές, αναγκαίοι εταίροι σε κάθε προσπάθεια συντεταγμένης μεταπολίτευσης. Η σύμπραξη στρατού – Αδελφών Μουσουλμάνων κατά το πρόσφατο δημοψήφισμα της Αιγύπτου αποτέλεσε μια πρώτη, σημαντική ένδειξη.
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να δει κανείς τη σημαντική συμφωνία συμφιλίωσης των δύο αντιμαχόμενων παλαιστινιακών οργανώσεων, της κοσμικής Φατάχ και της ισλαμικής Χαμάς, στο Κάιρο. Ασφαλώς, ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας δεν πρόκειται να γεφυρώσει αυτομάτως το μεγάλο ρήγμα ανάμεσα στη Ραμάλα και τη Γάζα και στον ένα χρόνο που υπολείπεται μέχρι τις γενικές εκλογές πολλά μπορούν να συμβούν. Οπως συνέβησαν το 2007, όταν την αντίστοιχη συμφωνία συμφιλίωσης που υπεγράφη στη Μέκκα διαδέχθηκαν οι αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις στη Γάζα. Γεγονός παραμένει ότι από τότε έχουν αλλάξει πολλά: Ενώ η κυβέρνηση Μουμπάρακ συνεργαζόταν με ΗΠΑ και Ισραήλ για την υπονόμευση της Χαμάς, η σημερινή Αίγυπτος τερματίζει τον αποκλεισμό της Γάζας και πιέζει για την αποκατάσταση της παλαιστινιακής ενότητας. Οπως η Φατάχ έχασε, όμως, τον Μουμπάρακ, έτσι και η Χαμάς κινδυνεύει να χάσει το καθεστώς Μπάαθ στη Συρία, γεγονός που αναγκάζει και τα δύο στρατόπεδα να βάλουν νερό στο κρασί τους. Πολύ περισσότερο που το τελευταίο διάστημα, υπό την επίδραση της «αραβικής άνοιξης», αναπτύσσονταν διαδηλώσεις (με πρωταγωνιστή το νεανικό «Κίνημα 15ης Μαρτίου») σε Γάζα και Ραμάλα, εναντίον του εθνικού διχασμού και των ηγεσιών που τον συντηρούν.
Η αντίδραση του Ισραήλ ήταν ένα κράμα οικονομικής πειρατείας και πολιτικής υστερίας. Η κυβέρνηση Νετανιάχου προσπαθεί να εκβιάσει τον Αμπάς, κατακρατώντας αυθαίρετα πόρους που προορίζονται για την Παλαιστινιακή Αρχή, και καλεί τη διεθνή κοινότητα να τη σαμποτάρει αν η Χαμάς δεν αναγνωρίσει το Ισραήλ. Μια αξίωση υποκριτική, όταν διατυπώνεται από ένα κράτος που σφετερίζεται κάθε μέρα παλαιστινιακή γη, και παράλογη, καθώς η αναγνώριση θα έρθει μόνο από τη στιγμή που θα έχουν καθοριστεί τα σύνορα του Ισραήλ, με την ίδια διεθνή συνθήκη που θα θεσπίζει το ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Πάντως, το ισραηλινό κατεστημένο έχει καλούς λόγους να χάνει τον ύπνο του: Οι μεγάλες ανατροπές στην περιοχή υποχρεώνουν την κυβέρνηση Ομπάμα όχι μόνο να επιστρέψει σε μια πιο ενεργητική πολιτική στο παλαιστινιακό (πιθανώς, με την επιβολή μιας λύσης στην κατεύθυνση που είχε επιδιώξει ο Μπιλ Κλίντον στην Τάμπα, το 2000), αλλά και να υιοθετήσει μια πιο ισορροπημένη πολιτική στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, προς όφελος των νέων αραβικών κυβερνήσεων.
Πέραν του Ισραήλ, οι ανατροπές στον αραβικό κόσμο θέτουν δύσκολα ερωτήματα και στην Τουρκία. Το δίδυμο Ερντογάν – Νταβούτογλου εκμεταλλεύθηκε αριστοτεχνικά την πολιτική έκλειψη της υποταγμένης Αιγύπτου του Μουμπάρακ, ώστε να εμφανιστεί ως προστάτιδα δύναμη των Παλαιστινίων, ενώ έριξε γέφυρες στη Συρία και το Ιράν και πραγματοίησε μεγάλες επενδύσεις στη Λιβύη. Η επαναφορά της Αιγύπτου στην καρδιά του αραβικού κόσμου περιορίζει σημαντικά τα διπλωματικά περιθώρια της Τουρκίας, ενώ ο κλονισμός του Ασαντ και του Καντάφι (τον οποίο μόλις προχθές εγκατέλειψε ο Ερντογάν) απειλεί να επιφέρει σημαντικές οικονομικές και κυρίως πολιτικές ζημιές στην Αγκυρα. Είναι νωρίς να προβλέψει κανείς πώς θα προσπαθήσει η Τουρκία να αντισταθμίσει αυτές τις επαπειλούμενες ζημιές, αλλά δεν είναι νωρίς να αρχίσει να το σκέφτεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.