Με ένα ποσό χαμηλότερο των 9,7 δισ. ευρώ (μιλάμε πλέον για μονοψήφιο αριθμό δισεκατομμυρίων...) τιμολογούσε χθες το Χρηματιστήριο την αξία των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών. Με τέτοιους θλιβερούς αριθμούς, που παραπέμπουν σε εποχές πριν την υποτίμηση της δραχμής για την ένταξη στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ισοτιμιών το 1998, γράφεται το οδυνηρό τέλος της ελληνικής τραπεζικής «φούσκας» και στο μυαλό όλων των παραγόντων της τραπεζικής αγοράς έρχονται τρεις... κακές λέξεις: Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Σε αυτό το κλίμα, οι δηλώσεις του Απ. Ταμβακάκη χθες από τα Ιωάννινα μπορεί να κατέληξαν σε ένα αισιόδοξο μήνυμα («είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρουμε»), δύσκολα όμως κρυβόταν η δραματική τους διάσταση:
n «Η αναδιάρθρωση του χρέους (haircut) δεν αποτελεί εναλλακτική, διότι συνεπάγεται την καταστροφή της χώρας, την επιστροφή της δεκαετίες πίσω».
n «Οι συγχωνεύσεις είναι μονόδρομος για την ανασύνταξη του πιστωτικού συστήματος. Η χώρα χρειάζεται ισχυρές τράπεζες που θα παραμείνουν ελληνικές», είπε μεταξύ άλλων ο κ. Ταμβακάκης.
Παρά την αισιοδοξία των τραπεζιτών, ότι η κρίση μπορεί να ξεπερασθεί, η αγορά φαίνεται ότι θεωρεί το σενάριο της αποτυχίας του σταθεροποιητικού προγράμματος που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε πρόωρη αναδιάρθρωση του χρέους αρκετά πιθανό.
Ακόμη, όμως, και αν επαληθευθεί το λιγότερο «μαύρο» σενάριο για τη χώρα, δύσκολα φαίνεται ότι θα αποφευχθεί η «προγραμματισμένη» από τους Γερμανούς αναδιάρθρωση του χρέους το 2013, ως απαράβατος όρος για τη χορήγηση ενός ακόμη διεθνούς δανείου, που θα αποτρέψει μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας.
Στην αγορά δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα έστω και ένας αναλυτής, που περιμένει ότι το 2012 η Ελλάδα θα επανέλθει στις αγορές, το 2013 θα βγει από το μνημόνιο χωρίς νέο διεθνές δάνειο και η χώρα θα ζήσει καλά και... οι πιστωτές της ακόμη καλύτερα.
Αυτά τα σενάρια έχουν βαρύνει αποφασιστικά στη διαμόρφωση του χρηματιστηριακού κλίματος για τις τράπεζες, που αποτελεί μια σημαντική παράμετρο, αν και όχι αρκετά συζητημένη, των σημερινών προβλημάτων του τραπεζικού συστήματος και της επίδρασής τους στην πραγματική οικονομία και στις δυνατότητες της χώρας να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά, ώστε να καταστεί βιώσιμο το χρέος:
- Με κεφαλαιοποίηση 9,68 δισ. ευρώ βάσει του χθεσινού κλεισίματος στο ΧΑ και ίδια κεφάλαια (λογιστική αξία) λίγο πάνω από τα 26 δισ. ευρώ το 2010, οι τέσσερις κορυφαίες ελληνικές τράπεζες βλέπουν πλέον την αγορά να τις αποτιμά αρκετά χαμηλότερα και από το 40% της λογιστικής τους αξίας.
- Δεν πρόκειται εν προκειμένω για αριθμούς με θεωρητική μόνο αξία, ή έστω με αξία μόνο για κάποιους αναλυτές και διαχειριστές χαρτοφυλακίων. Πρόκειται για αριθμούς που οδηγούν σε ένα εξαιρετικά σημαντικό συμπέρασμα: η αγορά λέει στις ελληνικές τράπεζες «κεφάλαια, τέλος», αφού με τη σημερινή σχέση κεφαλαιοποιήσεων και λογιστικής αξίας είναι αδιανόητη κάθε προσπάθεια νέας κεφαλαιακής τους ενίσχυσης από την αγορά, εκτός αν υπάρξει μια θεαματική αλλαγή στο κλίμα και τις κεφαλαιοποιήσεις. Ακόμη και η ισχυρότερη κατά τεκμήριο ελληνική τράπεζα, η Εθνική, διαπραγματεύεται σε τιμή χαμηλότερη και της ονομαστικής.
Το «κεφάλαια τέλος» που λέει το ΧΑ συμπίπτει με το «δανεικά τέλος» που έχει πει από καιρό η ΕΚΤ -η διατραπεζική αγορά έχει πει από καιρό το δικό της «όχι». Από όλες τις πλευρές διαφαίνεται «ασφυξία» του τραπεζικού συστήματος, που μεταδίδεται στην πραγματική οικονομία και καθιστά ακόμη δυσκολότερη την εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος, δημιουργώντας έναν επικίνδυνο φαύλο κύκλο.
Οι τραπεζίτες εμφανίζονται δημόσια «άνετοι» κάθε φορά που μιλούν για την κεφαλαιακή επάρκεια των ιδρυμάτων τους, αλλά στην πραγματικότητα γνωρίζουν καλά ότι αργά ή γρήγορα θα χρειασθούν σημαντικές ενέσεις νέων κεφαλαίων για να συνεχίσουν, ακόμη και αν η χώρα συνεχίσει να «σέρνεται» χωρίς να επαληθεύονται τα χειρότερα σενάρια πρόωρης αναδιάρθρωσης του χρέους.
Τι θα συμβεί, λοιπόν, στην επόμενη «στροφή», που δεν μοιάζει να βρίσκεται πολύ μακριά, όπου μία ή περισσότερες από τις μεγάλες τράπεζες της χώρας θα χρειασθούν νέα κεφάλαια; Το πρώτο σενάριο που θα εξετάσουν σε αυτή την περίπτωση οι τραπεζίτες θα είναι κάποιοι «γάμοι ανάγκης», που θα συγκαλύψουν το πρόβλημα με το «πάντρεμα» μιας ισχυρότερης και μιας ασθενέστερης τράπεζας.
Στο σημείο που οδηγήθηκε όμως η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα είναι πια αμφίβολο αν αυτή η λύση, που οι «υπερήφανοι και αυτόνομοι» μεγάλοι τραπεζίτες της χώρας ως τώρα πασχίζουν να αποφύγουν, θα αποδειχθεί επαρκής για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα φερεγγυότητας που έχει πια το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Πολύ απλά, χωρίς μια γενναία ενίσχυση των κεφαλαίων οι ελληνικές τράπεζες σήμερα δεν είναι σε θέση ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των αγορών, απλώς ανακυκλώνοντας με διαφορετικά εταιρικά σχήματα μια συνολικά ασθενή βάση κεφαλαίων.
Οι συντάκτες του μνημονίου είχαν προνοήσει για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για το οποίο ουδείς ισχυρός τραπεζίτης θέλει να ακούει, έχει «προικισθεί» με 10 δισ. ευρώ από το δάνειο των 110 δισ. ευρώ, προκειμένου να ενισχύσει τις τράπεζες σε ώρα ανάγκης. Η ενίσχυση αυτή θα δοθεί με προνομιούχες μετοχές και με αυστηρό καθεστώς εποπτείας, για την προώθηση βίαιων σχεδίων αναδιάρθρωσης των τραπεζών.
Ως τώρα οι τραπεζίτες έχουν αποφύγει με κάθε θυσία το Ταμείο, προσπαθώντας να μαζέψουν κεφάλαια από την αγορά και να συρρικνώσουν τους ισολογισμούς τους, για να ενισχυθεί και με αυτό τον τρόπο ο συντελεστής κεφαλαιακής επάρκειας. Όμως, όσο περνά ο καιρός χωρίς να βελτιώνεται η οικονομική κατάσταση της χώρας, όλα αυτά τα μέτρα εξαντλούν τα όριά τους. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν αναπόφευκτη την ενεργοποίηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ίσως και μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2011, γι’ αυτό και ελάχιστοι επενδυτές ρισκάρουν να πλησιάσουν σήμερα τις τραπεζικές μετοχές, ακόμη και με τις τρέχουσες, εξευτελιστικές τους κεφαλαιοποιήσεις.
Αυτή είναι η θέαση του προβλήματος από τη σκοπιά των τραπεζιτών και της αγοράς. Για την πραγματική οικονομία της χώρας και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο ίσως τα πράγματα να είναι πολύ διαφορετικά: πολλοί επισημαίνουν -και από τις εξελίξεις φαίνεται ότι δικαιώνονται- ότι η κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος και η τρόικα φέρουν βαρύτατες ευθύνες, γιατί επέτρεψαν στις τράπεζες να προσπαθήσουν να λύσουν τα προβλήματά τους χωρίς να ενεργοποιηθεί νωρίτερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ώστε να δοθεί μια γρήγορη λύση στο πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών (έστω και επώδυνη για τους τραπεζίτες και τους μετόχους τους) και να αποκατασταθούν γρηγορότερα οι αναγκαίες ροές ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Προς χάριν των τραπεζικών διοικήσεων και των μετόχων τους, η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει πολύ να δώσει τις λύσεις που το ίδιο το μνημόνιο προέβλεπε για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Δυστυχώς, οι λύσεις αυτές φαίνεται ότι θα καταστούν επιβεβλημένες από την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά όταν αποφασισθούν ίσως να είναι πολύ λίγες και πολύ αργά για τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.