Συγγραφέας: Τζιούμπας Θανάσης
Το πρόβλημα των μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα είναι γνωστό από παλιότερα. Είναι ακριβές ότι το ποσοστό εθελοντών δοτών οργάνων είναι από τα χαμηλότερα, ούτε 1% του πληθυσμού, όπως χαμηλά είναι και τα ποσοστά εθελοντών αιμοδοτών και αιμοπεταλιοδοτών. Είναι ακριβές επίσης ότι συνάνθρωποι μας που χρειάζονται μεταμόσχευση για να βιώσουν μια αξιοπρεπή ποιότητα ζωής ή ακόμη περισσότερο για να μην πεθάνουν, δεν βρίσκουν τα μοσχεύματα που χρειάζονται. Οι αιτίες γι αυτό είναι πολλές, είναι αιτίες που αναφέρονται στην κοινωνική στάση που προάγει ο νεοελληνικός «πολιτισμός» αλλά και αιτίες που σκιαγραφούν την αποτυχία των πολιτικών ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης του κοινού, ώστε να επιλέξει κάποιος να γίνει δωρητής.
Καταλήξαμε στο σημείο να έχουμε ως συνειρμική εικόνα της έννοιας του δώρου μόνο αυτή του χρηματικού δώρου των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, αυτού που θα ξοδευτεί για να συντηρήσει τον αέναο κύκλο της κατανάλωσης. Άλλο δώρο δεν ευδοκιμεί σε έναν κόσμο ανταλλαγής εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Ακόμη κι αυτός ο εθελοντισμός ενδύθηκε το ρούχο των ΜΚΟ ή της αντιπαροχής βεβαιώσεων απλήρωτης εργασίας, αναγκαίο συμπλήρωμα του βιογραφικού για την διεκδίκηση μιας θέσης πληρωμένης τέτοιας. Το οπτικό πεδίο της κοινωνικής ματιάς συρρικνώθηκε στον κύκλο της οικογένειας, ενίοτε ούτε και αυτής, ο «άλλος» είναι στην καλύτερη περίπτωση «αδιάφορος άλλος» και στην συνήθη «εχθρικός άλλος». Αυτό είναι το πρόταγμα που καλλιεργούν οι μηχανισμοί «κοινωνικοποίησης», η παιδεία, τα ΜΜΕ, οι άρρητοι όσο και μεταδοτικοί κανόνες του καθημερινού βίου: εδώ δεν δίνουμε την θέση μας στο λεωφορείο στον ηλικιωμένο, θα δώσουμε αίμα ή όργανα;
Σε ένα τέτοιο τοπίο οι καλόγουστες ή κακόγουστες τηλεοπτικές προσκλήσεις για δωρεά, όσες καλές προθέσεις κι αν εκφράζουν, είναι αντιφατικές με την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα ή εν πάσει περιπτώσει αναποτελεσματικές για να την αλλάξουν. Θα χρειαζόταν κάτι πολύ περισσότερο και βαθύτερο, μια δουλειά σε βάθος χρόνου, με κύριο πεδίο επικοινωνίας την παιδεία ώστε να μεγαλώσει μια γενιά ανθρώπων με την αλληλεγγύη ως αξία, κι αυτή η γενιά να πιέσει και τους μεγαλύτερους για αντίστοιχες στάσεις. Θα χρειαζόταν κι οι επώνυμοι συμπολίτες μας, αυτοί που λειτουργούν εκ των πραγμάτων ως κοινωνικά πρότυπα, να κληθούν να υιοθετήσουν το μήνυμα της αξίας του να δωρίζεις. Ψιλά γράμματα; Οπωσδήποτε ναι, για μια κοινωνία με τέτοιους κυβερνώντες και τέτοιους κυβερνώμενους. Και μπροστά στην αδυναμία επίλυσης του προβλήματος της έλλειψης δωρητών οργάνων, οι κυβερνώντες επιλέγουν να αποσείσουν την ευθύνη τους, επιστρατεύοντας τα «χοντρά» γράμματα, την κοινωνική επιβολή δια της νομοθεσίας: Όλοι είμαστε δωρητές μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Αυτό ακούγεται καλό για όσους περιμένουν με αγωνία το σωτήριο μόσχευμα. Όμως δεν είναι αυτή η μόνη πλευρά. Δεν θέλω να σταθώ σε δογματικά θέματα όπως η ταφή ακέραιων σωμάτων ώστε να εγερθούν ακέραια κατά την Δευτέρα Παρουσία, ούτε μπορώ να ξέρω πότε η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα για να ορίσω έτσι την στιγμή του θανάτου. Μπορώ μόνο να προσεγγίσω το θέμα με βάση κάποιες παραδοχές της ηθικής, ή ειδικότερα της βιοηθικής. Το σώμα μας είναι ότι πιο δικό μας υπάρχει, είναι μια ιδιοκτησία που δεν αμφισβητήθηκε από κανένα αντι – ιδιοκτησιακό σύστημα σκέψης. Η συναίνεση για τους «ζώντες δότες» οργάνων και μάλιστα η διασφάλιση (μέσω της συγγένειας) ότι η συναίνεση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει προϊόν αγοραπωλησίας αποτέλεσε την νομική διατύπωση της αρχής της αυτοδιάθεσης του σώματος. Για τους «πτωματικούς δότες» η ίδια αρχή αποτυπώθηκε στην νομική ρύθμιση που απαιτούσε την συγκατάθεση, ρητή από τον ίδιο τον απελθόντα όταν ζούσε, ή στην περίπτωση που δεν υπήρχε τέτοια η «δι αντιπροσώπου», των συγγενών που για τον Νομοθέτη μπορούσαν να μιλήσουν εξ’ ονόματος του μεταφέροντας την βούληση του. Οι γιατροί, χωρίς βέβαια κάποια ειδική εκπαίδευση, ήταν αυτοί που έπρεπε να κινητοποιήσουν τους συγγενείς για να δεχτούν την αφαίρεση οργάνων για μεταμόσχευση. Ήταν, με όλες τις αδυναμίες της, μια στιγμή επικοινωνίας προσώπων και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι συγγενείς του δότη γνώριζαν τον λήπτη. Τώρα τι αλλάζει; Στο νομοσχέδιο που κοινοποίησε το Υπουργείο Υγείας, στο άρθρο 9 παρ. 2 του οποίου (Δωρεά και Μεταμόσχευση Οργάνων και άλλες διατάξεις) αναφέρεται: «η αφαίρεση ενός ή περισσότερων οργάνων από ενήλικο θανόν πρόσωπο πραγματοποιείται εφόσον, όσο ζούσε, δεν είχε εκφράσει την αντίθεσή του». Επιχειρείται με δυο λόγια να εισαχθεί η αρχή της «εικαζόμενης συναίνεσης» όπως και της «αντικειμενικής αλληλεγγύης». Κι εδώ μπαίνουμε σε ολισθηρά πεδία. Ποιος θα εικάσει για την συναίνεση όταν αυτή δεν μπορεί να δηλωθεί αυτοπρόσωπα; Και μην μου πείτε «να έκανε δήλωση άρνησης στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων». Αν η παράλειψη της άρνησης θεωρείται κατάφαση, τότε η ελληνική κοινωνία συναινεί στο μνημόνιο όπως συναινούσε κάποτε στον Παπαδόπουλο και τον Πατακό ή η αποχή από την εκλογική διαδικασία είναι αποδοχή των πολιτικών της εξουσίας, όπως ακούσαμε στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές. Ταυτό χρονα και η αλληλεγγύη γίνεται «αντικειμενική», όχι ένα προϊόν ελεύθερης βούλησης και κοινωνική στάση που πάνω της θεμελιώνεται η κοινωνική συνοχή, αλλά νομική υποχρέωση, που αξιολογείται ως υπέρτερη της ελευθερίας επιλογής και αυτοδιάθεσης του σώματος. Μπορεί να υπάρξει κοινωνική συνοχή που δεν εδράζεται σε κοινά αποδεκτές αξίες και συμπεριφορές αλλά μόνο στον νόμο και, μοιραία, την επιβολή του; Για ποιόν ακριβώς φασιστικό πολιτισμό μας προετοιμάζουν με τέτοια αξιακά προτάγματα;
Θα αντιτείνει κάποιος: «μα μιλάμε για νεκρούς». Ακόμη όμως κι αν ο νεκρός δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο, είναι «πράγμα»; Είναι πολλοί ανθρωπολόγοι που ορίζουν ως μετάβαση από τον ζωώδη κατάσταση στην ανθρώπινη την αλλαγή στην μεταχείριση των νεκρών, την απόδοση σεβασμού και τιμών. Αν ο νεκρός θεωρηθεί «πράγμα» και απόθεμα εξαρτημάτων διαθέσιμων στην ζήτηση, αν ο σεβασμός απέναντι του δεν είναι σεβασμός στην εκφρασμένη του βούληση αλλά η βούληση είναι υποκείμενη σε εικασίες στο όνομα της «αντικειμενικής αλληλεγγύης», τότε θα μπορούσε κάποιος να νομιμοποιηθεί σε αντίστοιχες εκτιμήσεις της «εικαζόμενης βούλησης» του Υπουργείου Υγείας. Όπως για παράδειγμα της βούλησης εκποίησης των σωμάτων νοούμενων ως δημόσιων υλικών σε καιρούς όπως οι σημερινοί, όπου όλα εκποιούνται υπέρ της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Και το «δωράκι» της πρόσβασης στην διαδικασία μεταμοσχεύσεων οργάνων στον ιδιωτικό τομέα (Άρθρο 13 παρ. 1) δεν καθησυχάζει, αντίθετα μπορεί από μόνο του να ενισχύσει τις υποψίες, παρανοϊκές ή μη.
Θα ήθελα να με αφήσουν ήσυχο. Να με αφήσουν να είμαι δωρητής οργάνων επειδή το επέλεξα κι έτσι έχει αξία για μένα. Κι αν θέλουν να κάνουν κάτι για την δωρεά οργάνων ας ξεκινήσουν μια διαδικασία κοινωνικής ευαισθητοποίησης ώστε να αλλάξει η αδιαφορία. Υποθέτω ότι όλοι οι εθελοντές δωρητές θα μπορούσαν να συμβάλλουν σ’ αυτό.
Τζιούμπας Θανάσης
Δωρητής Οργάνων
Α.Μ. ΕΟΜ: 001-24928
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.