Αυτό το ερώτημα ετίθετο πριν ένα μήνα και η απάντηση ήταν θετική. Ότι ναι, η Ευρωζώνη θα επιβιώσει επειδή ο συνδυασμός των οικονομικών συμφερόντων και της πολιτικής βούλησης θα διαφυλάξουν το ενιαίο νόμισμα παρά τις υπαρκτές δυσκολίες.
Σήμερα ανακύπτει ένα νέο ερώτημα: οι πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αρκούν για την επίλυση της κρίσης της Ευρωζώνης; Η απάντηση είναι αρνητική. Αναμφίβολα υπήρξε πρόοδος. Αλλά χρειάζονται πολύ περισσότερα και σε διανοητικό και σε θεσμικό επίπεδο. Το πιθανότερο είναι ότι οι περαιτέρω κλυδωνισμοί θα δώσουν ώθηση και σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις.
Το ευρώ αντιπροσωπεύει ένα μοναδικό πρόγραμμα. Για τη συμμετοχή διαφορετικών εθνικών κρατών σε ένα ενιαίο νόμισμα απαιτείται αλληλεγγύη και πειθαρχία. Όσο πιο πολύ διαφέρουν οι οικονομίες που συγκροτούν το ενιαίο νόμισμα και όσο πιο πολύ αποκλίνει η αποδοτικότητά τους, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για αλληλεγγύη αλλά τόσο λιγότερη αλληλεγγύη επιδεικνύεται. Τουλάχιστον αυτό αποδείχτηκε μέχρι στιγμής. Για να επιβιώσει μακροπρόθεσμα η Ευρωζώνη απαιτείται η ενίσχυση της πολιτικής ένωσης και της οικονομικής ευελιξίας. Μόνο μέσα σε μια κρίση θα δούμε αν η Ευρωζώνη μπορεί να ανταποκριθεί στους όρους επιβίωσης της. Η κρίση αυτή αντιπροσωπεύει τη μεγάλη δοκιμασία της.
Το επιχείρημα αυτό διατύπωνε σε μια συναρπαστική πρόσφατη ομιλία του ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. «Η Ευρώπη εξελίσσεται, αναπτύσσεται, συνεχίζει στο δρόμο της ολοκλήρωσής της», σημείωνε ο κ. Σμάγκι. «Αυτό όμως δεν συμβαίνει σύμφωνα με κάποιο προσδιορισμένο και συμφωνηθέν σχέδιο, αλλά καθώς η Ένωση προσπαθεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει και που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πιθανό να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της». Η παρούσα κρίση είναι μια τέτοια πρόκληση. Ενέχει υψηλούς κινδύνους αλλά μέχρι στιγμής τουλάχιστον το όλον πράγμα λειτουργεί.
Η ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα των κινδύνων και των ανταμοιβών αυτής της προσέγγισης. Η κρίση βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη. Ορισμένοι είχαν αναγνωρίσει τους κινδύνους που απέρρεαν από τις μεγάλες εσωτερικές ανισορροπίες και τον ανεύθυνο δανεισμό προς τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Ελάχιστοι συνειδητοποιούσαν ωστόσο ότι αυτά τα φαινόμενα μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν με μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική καταστροφή και να οδηγήσουν σε μια τριπλή κρίση – κρίση τραπεζική, κρίση δημόσιου χρέους και κρίση ανταγωνιστικότητας – μέσα στην Ευρωζώνη.
Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν την κρίση οι Ευρωπαίοι ηγέτες προχώρησαν σε θεαματικές καινοτομίες. Μέσα σε ένα χρόνο ενέκριναν ένα πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα ύψους 110 δις ευρώ σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εισήγαγαν έναν νέο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ύψους 440 δις ευρώ, αποφάσισαν να τροποποιήσουν τις ιδρυτικές συνθήκες για να δημιουργήσουν έναν μόνιμο μηχανισμό διάσωσης, ανανέωσαν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης προκειμένου να ενισχύσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία και δημιούργησαν ένα νέο σύστημα μακροοικονομικής εποπτείας.
Η Γερμανία αποδέχτηκε ιδέες που οι πολίτες της απεχθάνονται. Οι πληττόμενες χώρες αποδέχτηκαν μια λιτότητα που οι πολίτες τους απεχθάνονται. Είδαμε πολλές διαμάχες και ακούσαμε πολλές κραυγές. Αλλά η παράσταση συνεχίζεται.
Ό,τι κι αν έκανε όμως η Ευρωζώνη θα πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα. Αντιμετωπίζει τρεις προκλήσεις.
Καταρχήν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα καθεστώς ικανό να αποτρέψει ή να διαχειριστεί τις ενδεχόμενες κρίσεις. Είναι αλήθεια ότι έχουν επιτευχθεί συμφωνίες σε σημαντικά πεδία. Μια εξ αυτών αφορά την βούληση για εποπτεία και προώθηση της ανταγωνιστικότητας, ιδίως στις αγορές απασχόλησης. Δίχως ευελιξία στις αγορές απασχόλησης ένα ενιαίο νόμισμα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Άλλη μια περιοχή προόδου αφορά την εστίαση στην μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Άλλη μια είναι η απόφαση για νομοθεσία σχετικά με τις τράπεζες. Άλλη μία αφορά το σχέδιο για εποπτεία του χρέους των τραπεζών, των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών εταιριών. Παρόλα αυτά παραμένουν μεγάλα κενά. Το πιο σημαντικό κενό στα σχέδια οικονομικού συντονισμού έχει να κάνει με την απροθυμία για αναγνώριση της σύνδεσης ανάμεσα στα εξωτερικά πλεονάσματα των χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα και την ευάλωτη δημοσιονομική θέση της περιφέρειας. Η εστίαση παραμένει στη δημοσιονομική απειθαρχία, που ωστόσο δεν υπήρξε η αιτία της κρίσης για την Ιρλανδία και την Ισπανία.
Εν τω μεταξύ το μεγαλύτερο πρόβλημα στο σχέδιο για το μόνιμο μηχανισμό σταθερότητας είναι ότι τα διαθέσιμα κονδύλια του – της τάξης των 500 δις ευρώ – δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των κρίσεων ρευστότητας των μεγαλύτερων χωρών. Συν τοις άλλοις, η χρηματοδότησή του εξαρτάται από χώρες που μπορεί να χρειαστούν διάσωση.
Κατά δεύτερον, είναι ασαφές αν οι χώρες που αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες θα καταφέρουν να βγουν από την κρίση με διαχειρίσιμο πολιτικό κόστος. Οι χώρες αυτές μόλις ξεκίνησαν να βαδίζουν σε κάτι που σίγουρα θα αποδειχθεί μια μακρόχρονη και οδυνηρή διαδικασία προσαρμογής. Επί του παρόντος η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία βρίσκουν απαγορευτικά ακριβή την πρόσβασή τους στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Είναι ασαφές πότε και πώς θα καταφέρουν να ξανακερδίσουν φτηνή πρόσβαση. Κι όμως δεν έχουν άλλη εύκολη εναλλακτική λύση. Οι προβληματικές χώρες αντιμετωπίζουν μεγάλα διαρθρωτικά πρωτογενή δημόσια ελλείμματα – που δεν περιλαμβάνουν δηλαδή το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους. Επομένως η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους τους από μόνη της δεν αποτελεί πανάκεια. Ένα ακόμη ερώτημα έχει να κάνει με το αν οι χώρες αυτές θα μπορέσουν να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους δίχως να καταστήσουν το ήδη υψηλό χρέος τους σε ευρώ ακόμη λιγότερο διαχειρίσιμο. Επί του παρόντος, οι χώρες που δείχνουν πιο ικανές να βγουν από την παρούσα κατάσταση είναι η Ιρλανδία και η Ισπανία. Αλλά εξίσου πιθανά είναι και τα περαιτέρω πολιτικά και οικονομικά σοκ.
Τρίτον, η Ευρωζώνη απέτυχε να κόψει τον γόρδιο δεσμό που συνδέει τη δημοσιονομική με τη χρηματοπιστωτική κρίση. Η κυρίαρχη άποψη σήμερα είναι ότι οι κάτοχοι senior τραπεζικών ομολόγων πρέπει να πάρουν τα λεφτά τους στο ακέραιο και πως οι κυβερνήσεις πρέπει να αποφύγουν την αναδιάρθρωση του χρέους τους. Ο συνδυασμός αυτών των δύο θέσεων όμως συγκροτεί ένα μηχανισμό που φορτώνει το κόστος των αστόχαστων δανείων του παρελθόντος στους φορολογούμενους των χωρών που ο ιδιωτικός τους τομέας υπερχρεώθηκε.
Πρόκειται, δυστυχώς, για μια ‘ένωση μεταβιβάσεων’. Αλλά αυτές οι μεταβιβάσεις έγιναν πριν πολλά χρόνια, όταν χορηγούνταν τα δάνεια. Θα ήταν χρήσιμο – και έντιμο – από την πλευρά της γερμανικής κυβέρνησης και των κυβερνήσεων των άλλων κρατών πιστωτών να πουν στους λαούς τους ότι σώζουν τις δικές τους αποταμιεύσεις υπό το μανδύα της διάσωσης των περιφερειακών κρατών. Η εναλλακτική τους λύση θα ήταν η διαγραφή των δανείων και η απευθείας χρηματοδότηση της αποκατάστασης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών τους. Για να παραδεχτούν όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει να παραδεχτούν ότι και οι δικές τους πολιτικές ενείχαν λάθη. Αυτό σίγουρα θα βοηθήσει.
Πράγματι, η Ευρώπη μπορεί να πάει ακόμα μακρύτερα και να αναγνωρίσει ότι σφάλματα έγιναν τόσο από τους οικονομικά ‘ενάρετους’ όσο και από τους οικονομικά ‘αμαρτωλούς’. Αυτή η παραδοχή μπορεί να αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την διατήρηση της πολιτικής βούλησης που θα στηρίξει την ενίσχυση του ευρωπαϊκού συστήματος. Μπροστά μας υπάρχουν μεγάλες προκλήσεις. Είναι πιο εύκολο να πιστέψουμε ότι η Ευρώπη θα καταφέρει να τις ξεπεράσει αν όλοι αναγνωρίσουν το μερίδιο της ευθύνης τους στην σημερινή κρίση. Και αυτοί που δάνεισαν τόσο άφρονα και αυτοί που δανείστηκαν τόσο άφρονα συμμετείχαν σε αυτό.
Όπως παρατήρησε η Γαλλίδα Υπουργός Οικονομικών, Κριστίν Λαγκάρντ, «το ταγκό χρειάζεται δύο». Πράγματι, έτσι είναι. Το ταγκό της Ευρωζώνης είναι δαιμονικά πολύπλοκο. Αλλά ο χορός συνεχίζεται. Και θα συνεχιστεί αν υπάρχει η πολιτική βούληση των κρατών να παραμείνουν μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.