Τα ευρωπαϊκά κράτη αυτοπαγιδεύονται σ' ένα νόμισμα, το ευρώ, του οποίου ενώ παραμένουν εκδότες, εν τούτοις απεμπολούν τη ρυθμιστική χρήση του εκδοτικού προνομίου τους. Η Ευρώπη απειλείται σήμερα με «κυριαρχικά» χρέη, που οφείλουν σε ευρώ Ευρωπαίοι προς Ευρωπαίους. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην οικονομική ιστορία. Στην Ιαπωνία, το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 200% του ΑΕΠ, όμως ουδείς ανησυχεί, καθ' όσον οφείλεται σε γεν. Ομοίως το αμερικανικό ομοσπονδιακό χρέος δεν εμπνέει ανησυχίες, εφόσον οφείλεται στο νόμισμα της οφειλέτριας χώρας. Ούτε απειλείται το δολάριο με τα χρέη που συνάπτονται σε αυτό από τις Πολιτείες των ΗΠΑ. Θα ήταν διαφορετικά, εάν το δημόσιο χρέος οφειλόταν σε συνάλλαγμα.
Μέχρι το 1930 οι ιδιωτικοί αξιολογικοί οίκοι δεν βαθμολογούσαν δημόσια χρέη, στο μέτρο που οι εκδότες τους ήσαν ταυτόχρονα και τελικοί πιστωτές για τα ιδιωτικά χρέη, εξασφαλίζοντας ρευστότητα, ώστε να αποσοβούνται οι χρεοκοπίες. Αυτό είναι το περιεχόμενο της λαϊκής κυριαρχίας. Η κατάσταση ήταν διαφορετική για χρέη σε συνάλλαγμα, στα οποία το κράτος-οφειλέτης παρέμενε ανίσχυρο. Οταν άρχισαν από το 1931 να βαθμολογούν τα εξωτερικά χρέη, η κρίση, αντί να απομακρυνθεί, επισπεύσθηκε.
Στην εποχή μας οι ιδιωτικοί αξιολογητές ξαναχτυπούν, από τη στιγμή που τα ευρωπαϊκά κράτη αποποιούνται κάθε έννοια κυριαρχίας και συμπεριφέρονται ως ιδιώτες, ακόμη και για χρέη σε νόμισμα που υποτίθεται ότι προνομιακά διαχειρίζονται. Κι όμως, τα κυρίαρχα κράτη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οφείλουν να εξασφαλίζουν θεσμικό πλαίσιο, εντός του οποίου λειτουργούν οι αγορές, όχι να συμμετέχουν αυτών, όπως συμβαίνει σήμερα. Οταν τα κράτη αναζητούν φερεγγυότητα εις βάρος της κοινωνικής συνοχής και της λαϊκής κυριαρχίας, οσάκις τα κράτη συμπεριφέρονται ως ιδιώτες και όχι ως θεσμοί, τότε κανείς δεν κερδίζει, ούτε οι τράπεζες που χρηματοδοτούν δημόσια χρέη.
Σήμερα τα δημόσια χρέη στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης αποτελούν ταυτόχρονα επισφαλείς τοποθετήσεις για ιδιωτικές τράπεζες του ευρωπαϊκού κέντρου. Σύμφωνα με τον Μπάρι Αϊκενγκριν από το Μπέρκλεϊ, το πρόβλημα είναι οξύτερο για τις πιστώτριες ευρωπαϊκές τράπεζες, από ό,τι για τις οφειλέτριες χώρες. Εκτός αυτού, τα ευρωπαϊκά προγράμματα λιτότητος αποδεικνύονται «αντιπαραγωγικά»: συρρικνώνουν τα εισοδήματα και διογκώνουν τα χρέη, ώστε η αποπληρωμή αποβαίνει αδύνατη.
Αντί λιτότητος, θα μπορούσαν τα κράτη από τις πιστώτριες χώρες να αγοράσουν τα περιφερειακά «κουρελόχαρτα» και να μετατρέψουν τις δημόσιες ενισχύσεις σε κρατική συμμετοχή στην ανεπαρκή κεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζικών τομέων. Οταν οι γερμανικές τράπεζες αναλαμβάνουν υψηλούς κινδύνους, γιατί άραγε να διασώζονται με χρήμα των οφειλετών τους, οι οποίοι στο μεταξύ έχουν φτάσει σε εξαθλίωση, και όχι με χρήμα των Γερμανών φορολογουμένων, οι οποίοι έχουν με ελαφρότητα επενδύσει στις επισφαλείς περιφερειακές πιστώσεις; Η δεύτερη λύση φαίνεται λογικότερη και ασφαλέστερη από την πρώτη. Πολύ περισσότερο, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι οι γερμανικές τράπεζες παραμένουν από τις ασταθέστερες του κόσμου· λόγω του ότι οι ίδιοι πόροι τους κινούνται στο 1% των χορηγήσεών τους, το πλασματικό χρήμα είναι 100 φορές το πραγματικό.
Ο Μάρτιν Γουλφ από τη Βρετανία θεωρεί αθέμιτο και αντιπαραγωγικό ότι το κόστος της ανευθυνότητος των γερμανικών τραπεζών επιρρίπτεται σήμερα, χωρίς ελπίδα αποπληρωμής, στους φορολογούμενους των οφειλετριών χωρών. Τα κράτη των πιστωτών οφείλουν να εξηγήσουν στους πολίτες τους ότι στηρίζοντας τις οφειλέτριες χώρες στην ουσία διασώζουν τις δικές τους αποταμιεύσεις και μάλιστα με σοβαρά κέρδη.
Η «Μοντ» σημειώνει ότι η ΕΚΤ είναι η μόνη στον κόσμο που αποφεύγει να αγοράζει δημόσια χρέη και ταυτόχρονα η μόνη που επιδιώκει ανατίμηση του νομίσματός της, ενώ όλες οι άλλες και χρηματοδοτούν τις δημόσιες δαπάνες και διολισθαίνουν τα νομίσματά τους, προκειμένου να βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα των τιμών τους, αλλά και να πληθωρίζουν τα συσσωρευμένα χρέη τους.
Το «Σπίγκελ» και η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» συμφωνούν ότι έτη φωτός χωρίζουν τη γερμανική και ευρωπαϊκή κατανόηση του προβλήματος του κρατικού υπερδανεισμού από την αντίστοιχη αμερικανική και αγγλοσαξονική. Στο πεδίο του νεοφιλελευθερισμού, ο Ευρωπαίος μαθητευόμενος μάγος ξεπέρασε σε ακεραιοφροσύνη και αδιαλλαξία τον Αγγλοσάξονα δάσκαλο, ο οποίος αποδεικνύεται τελικά πολύ λιγότερο δογματικός και ανελαστικός, ασύγκριτα πιο πραγματιστής και ευπροσάρμοστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.