Στα δεξιά της λεωφόρου Συγγρού, όπως την κατεβαίνουμε φουριόζοι προς τα λαμπρά ολυμπιακά ακίνητα που θα γίνουν λέει αύριο μεθαύριο εσπλανάδες και λιμανάκια στη φαληρική Μεσοποταμία και πάρκα τέτοια που δεν έχει όλη η Ευρώπη, και σχεδόν απέναντι από το ένδοξο σκέλεθρο του Φιξ, που κι αυτό αύριο μεθαύριο θα γίνει ένα μουσείο που όμοιό του δεν έχει όλη η Ευρώπη, υπάρχει ένα άλλο σκέλεθρο· άσημο αυτό, κανέναν χαρακτήρα αρχιτεκτονικό δεν διασώζει, καμιά ιστορία δεν του δίνει ιδιαίτερη αξία. Είναι η Νομαρχία Αθηνών ή μάλλον ήταν κάποτε κτίριο της Νομαρχίας Αθηνών, οι υπηρεσίες της οποίας άλλαξαν έδρα εν τω μεταξύ. Κι απέμειναν πάνω στην τζαμαρία κάποιες μεγάλες φωτογραφίες με χαμογελαστά πρόσωπα και κάμποσα συνθήματα, σαν μνημείο ενός παρελθόντος που δεν έγινε ποτέ παρόν. Το ίδιο που συμβαίνει δηλαδή με δεκάδες συνθήματα, κάθε χρώματος και κόμματος, που ακόμα υπάρχουν σε δρόμους των πόλεων και στις εθνικές οδούς: μισοσβησμένα από τον καιρό, έμειναν σαν μνημόσυνο διαρκείας ενός υπεσχημένου κόσμου που δεν ήρθε ποτέ. Εκεί είναι η «Αλλαγή», εκεί ο «Εκσυγχρονισμός», η «Επανίδρυση», η «Νέα Εποχή» και η «Νέα Ελλάδα», η μία μετά την άλλη· μετρημό δεν έχουν.
Τα συνθήματα στην τζαμαρία της Νομαρχίας μιλούν για απλούστερα πράγματα, αλλά στον ίδιο πάντοτε γενναιόδωρα υποσχετικό τόνο. Στάθηκα να τα αντιγράψω, βγάζοντας το εσωτερικό χαρτί από το πακέτο των τσιγάρων. Οι περαστικοί (όλο και πιο γρήγορα μου φαίνεται ότι περπατάμε πια, με το κεφάλι ακόμα πιο σκυφτό και με τα χέρια πάντοτε στις τσέπες, αμυντικά) με κοιτούσαν παραξενεμένοι, μπορεί και με καχυποψία. Ενιωθα περίπου σαν αρχαιολόγος που πέφτει πάνω σε επιτύμβιες στήλες και, καθαρίζοντας τη σκόνη του χρόνου, αντιγράφει το σήμα της μαρμάρινης πλάκας, με τη γνώση ότι τα αισθήματα που είχαν χαραχθεί εκεί, όσο θερμά κι αν ήταν και ειλικρινή, ηττήθηκαν από τον καιρό και σίγησαν. «Υπηρεσίες και εργαζόμενοι στο πλευρό των πολιτών» δίνει τη διαβεβαίωσή του το πρώτο επίσημο σύνθημα, ποιος ξέρει από ποιανού το μυαλό γεννημένο, νομάρχη, κομματικού προπαγανδιστή ή έμμισθου διαφημιστή. «Ανασυγκρότηση υποδομών για την παιδεία, φροντίδα για κοινωνική ευημερία» εξειδικεύει το χαρμόσυνο άγγελμά του το δεύτερο. Το τρίτο ποντάρει σε άλλη μαγική λέξη, την «αναβάθμιση», και μάλιστα τη «διαρκή», κατά πόδας προφανώς της διαρκούς επανάστασης (γενικώς η πρόθεση «ανά», ως δηλωτική ωραίων προθέσεων που ουδέποτε υλοποιούνται, είναι η αγαπημένη της πολιτικής συνθηματολογίας και των κομματικών διακηρύξεων: αναγέννηση, αναμόρφωση, αναδόμηση, ανασύνταξη, ανανέωση): «Διαρκής αναβάθμιση στην οργάνωση και τις υπηρεσίες που αφορούν σε θέματα υγείας και πρόνοιας», λοιπόν. Αλλη μια φορά: «Αναβάθμιση της σχέσης μας με τους πολίτες».
«Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών είναι βασική μας προτεραιότητα» ορκίζεται το πέμπτο σύνθημα, παρέχοντας τη γνωστή «κάθετη» δέσμευση» που έχει λημματογραφηθεί πια στα λεξικά στα συνώνυμα της πολιτικής ψευδολογίας. Το έκτο σύνθημα, που μπορεί και να ’ρχεται από την ίδια εποχή και την ίδια μήτρα μ’ εκείνο το παραμυθητικό «Μη σε νοιάζει, Χασάν, μη σε νοιάζει», είναι ένα συνοπτικό ευαγγέλιο φιλοξενίας και αλληλεγγύης: «Η Νομαρχία μαζί με τους μετανάστες για μια νέα κοινωνία των πολιτών». Αφού δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να δώσουμε το λίγο, το ελάχιστο, γιατί να μην τάξουμε το πολύ, το άπαν. Υιοθετούμε, δηλαδή, μια λογική ακριβώς αντίθετη από εκείνη που όριζε ο Πυθαγόρας: «Πράττε μεγάλα μη υπισχνούμενος μεγάλα», έλεγε ο σοφός. Κι εμείς, αναποδογυρίζοντάς τον, περίπου όπως ο Μαρξ τον Χέγκελ αλλά δίχως το προαπαιτούμενο της γνώσης, υποσχόμαστε ότι θα πράξουμε τα πολύ πολύ μεγάλα, και δεν πράττουμε καν τα μικρά, έτσι όπως μας έχει μπλοκάρει το σύνδρομο μεγαλείου που μας δέρνει.
Δεν μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολο να πάρει κάποιος ένα ένα τα έξι προαναφερθέντα συνθήματα, να τα αντικρίσει στην πραγματικότητα, αυτή που μας απογοητεύει στη δυστοπική καθημερινότητά μας, και να αποδείξει ότι όχι απλώς δεν πραγματώθηκαν αλλά δεν υπήρξε ποτέ σκέψη και σχέδιο πραγμάτωσής τους. Ανήμπορη και πριν από το ασφυκτικό για τα οικονομικά της Μνημόνιο, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, μια γκρίζα γραφειοκρατία αποκομμένη από την «κοινωνία των πολιτών» την οποία συνθηματολογικά και απολύτως προσχηματικά επικαλείται (ακόμα και όπου η απόσταση με την τοπική κοινωνία ήταν μικρή, μεταβλήθηκε σε χάσμα με τον μηχανισμό του «Καποδίστρια», πρώτου και δεύτερου), ήταν απλώς ένα από τα καλύτερα εδάφη για την καλλιέργεια πελατειακών σχέσεων και τη σπορά κομματικών μικροσυμφερόντων (είτε επρόκειτο για την πρόσληψη ημετέρων που, στριμωγμένοι ανά πέντε σε γραφεία του ενός, σπανίως έπρατταν ό, τι όριζε η σύμβασή τους, είτε για την καιροσκοπική και ακριβότατη εκμίσθωση των υπηρεσιών ποικίλων αστέρων και ημιαστέρων της δημοσιογραφίας). Οσο για τη διαφθορά, ορισμένες από τις υπηρεσίες των δήμων και των νομαρχιών διεκδικούν με καλές ελπίδες τα πρωτεία από υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού.
Ο, τι υπέστησαν, στο μικροεπίπεδό τους, οι αυτοδιοικητικές εξαγγελίες, τη νοηματική τους ακύρωση δηλαδή, το υπέστησαν βέβαια και οι μείζονες επαγγελίες των κομμάτων εξουσίας. Μια θάλασσα τα εύηχα «θα» που δεν συναντήθηκαν ποτέ με τον ενεστώτα τους, κι ένα βουνό τα «όχι» και τα «δεν» που δεν αποδείχθηκαν τόσο ανένδοτα όσο φαινόταν την ώρα που εκστομίζονταν: τα «δεν θα μειωθούν οι μισθοί», «δεν θα θιγούν οι συντάξεις», «δεν θα υπάρξουν απολύσεις» τα ακούγαμε και προεκλογικά και μετεκλογικά, τα ακούμε την ίδια ακριβώς στιγμή που συμβαίνουν, σάμπως οι λέξεις και οι έννοιες να είναι καμωμένες από αέρα. Προέκυψε έτσι αλυσίδα ολόκληρη ακυρωμένου πολιτικού λόγου, οι κρίκοι της οποίας είναι διαψεύσεις με ονοματεπώνυμο, «Αλλαγή», «Απαλλαγή», «Αλλαγή στην Αλλαγή» κ. ο. κ.
Μολονότι χώρα αρχαιοβριθής, αλλά και σιτιζόμενη εν πολλοίς χάρη στα αρχαία της, οι καθαυτό αρχαιολόγοι δυσκολεύονται επαγγελματικά και πολλοί μαραζώνουν στην ανεργία ή τη λεγόμενη ετεροαπασχόληση, κι αυτή ευκαιριακή. Ισως τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για μια κάποια Πολιτική Αρχαιολογία, δηλαδή για έναν κλάδο που θα ασχολείται με την ανασκαφή και τη μελέτη των ερειπίων της πολιτικής ρητορικής, την ταξινόμηση των ευρημάτων κατά βαθμό ελαφρότητας ή αλαζονείας, τον εντοπισμό των συχνότερων (και συχνότερα ακυρωνόμενων) συνθημάτων, τον προσδιορισμό όσων επαγγελιών περνούν εύκολα από το ένα εξουσιόφιλο κόμμα στο άλλο (κι ας υποτίθεται πως είναι ιδεολογικώς αντίθετα) κτλ. Δεν είναι δύσκολη η δουλειά, άλλωστε το Διαδίκτυο παρέχει πλέον και βιντεοσκοπημένα ντοκουμέντα αυτοδιαψευδόμενων ηγετών. Θα μπορούσε μάλιστα το όλο εγχείρημα να στεγάζεται υπό τη σοφή λαϊκή παροιμία «Αλλα ο κυρ-λόγος κι άλλα ο κυρ-έργος» ή, εφόσον πρόκειται για αρχαιοδιφική υπόθεση, υπό τη ρήση ενός αρχαίου, του Δημόκριτου: «Λόγος έργου σκιή»: σκιά του έργου ο λόγος.
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.