του Θαναση Αλεξιου
Τις περισσότερες φορές, μορφές διαμαρτυρίας που αποκλίνουν από τα κυρίαρχα πρότυπα απαξιώνονται και χαρακτηρίζονται παράνομες. Κατά τον ίδιο τρόπο χαρακτηρίζονται ενέργειες που αμφισβητούν εμπράκτως κυρίαρχες αξίες για το κράτος και την ιδιοκτησία. Μάλιστα η αμφισβήτηση στο «μονοπώλιο της φυσικής βίας από το κράτος» (M. Weber), το οποίο ως κυρίαρχος ορίζει την εξαίρεση, άρα και την παραβίαση του νόμου (C. Schmitt),1 αξιολογείται ως τρομοκρατία. Πραγματικά, η θετικιστική αντίληψη του ζητήματος που διατρέχει την κυρίαρχη ορίζει την παραβίαση ενός νόμου ως παρανομία. Ωστόσο, μια άλλη προσέγγιση (ερμηνευτική) σχετικοποιεί το δίκαιο του νόμου, καθώς ορίζει μια πράξη (ως σύννομη ή μη) ανάλογα με την αντίδραση (κοινωνική) που αυτή προκαλεί.2 Εδώ τίθεται και το ζήτημα ποιος έχει τη δύναμη ορισμού της πραγματικότητας, δηλαδή ποιος ορίζει τι είναι δίκαιο, τι άδικο, τι νόμιμο, τι παράνομο κ.ο.κ.
Έχοντας υπόψη αυτές τις σκέψεις, μπορούμε τώρα να δούμε αν πραγματικά οι κυρίαρχες αξίες για την ιδιοκτησία, την κοινωνική ανέλιξη, τη δημόσια ασφάλεια κ.ά. είναι αντιπροσωπευτικές για ολόκληρη την κοινωνία ή είναι αποδεκτές μόνο από εκείνα τα στρώματα της κοινωνίας που έχουν ιδιοκτησία, δύναται να ανελίσσονται και χρειάζονται γι’ αυτό ένα ασφαλές πλαίσιο για να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους. Με μια πρώτη ματιά φαίνεται πως τα λαϊκά και τα εργατικά στρώματα «αποδέχονται», στο βαθμό που αισθάνονται κοινωνικά ενσωματωμένα, δηλαδή έχουν εργασία, ή πρόσβαση σε δημόσια αγαθά (εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση, στέγαση κ.λπ.), τις κυρίαρχες αξίες. Εντούτοις, όταν οι συνθήκες εργασίας και ζωής τους επιδεινώνονται, όπως συμβαίνει σήμερα, οι κυρίαρχες αξίες κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτικές μπορεί να θεωρηθούν. Η εξέγερση των αστικών προαστίων το φθινόπωρο του 2005 στη Γαλλία, στην Ελλάδα τον Δεκέμβρη του 2008 κ.α. επιβεβαιώνουν το ξέφτισμα αυτών των αξιών. Αλλά και οι μεγάλες απεργίες τον Μάη και Ιούνιο αυτού του έτους, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες με αφορμή την οικονομική κρίση, δείχνουν ότι υπάρχει μια βαθιά αμφισβήτηση των βασικών καπιταλιστικών αξιών. Ουσιαστικά πρόκειται για μια κατάσταση ευρύτερης ανομίας όπου η διάχυτη δυσαρέσκεια εκδηλώνεται, επιβεβαιώνοντας την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στους νέους, ανάμεσα στην κοινωνία και τις κυρίαρχες αξίες.
Στους θλιβερούς χώρους των αμερικανικών γκέτο, στους άξενους χώρους των γαλλικών προαστίων, αλλά και στα υποβαθμισμένα προάστια των ελληνικών μητροπόλεων και στις γειτονιές των ανέργων, η ανομία μεταφράζεται σε ανημποριά, φαταλισμό και αδυναμία εκλογίκευσης των κοινωνικών σχέσεων. Η απογοήτευση και η αίσθηση του «χαμένου» είναι εκείνες που κυριαρχούν εδώ. Η δυσφορία αυτή επεκτείνεται και εκδηλώνεται πολλές φορές με πολύ πιο βίαιο τρόπο και στα μεσαία στρώματα που βιώνουν την αδυναμία κοινωνικής ανέλιξης (εξαιτίας της υποβάθμιση των τίτλων σπουδών τους ή της κοινωνικής τους έκπτωσης) ως διάψευση και ματαίωση σχεδίων ζωής.
Εντούτοις, μια προσέγγιση που θα έμενε μόνο στις αξίες, θα αγνοούσε τις κύριες αιτίες που οδηγούν στην κοινωνική διαμαρτυρία και στην εξέγερση. Και αυτές αφορούν τη βία που παράγεται από τις ίδιες τις δομές (structural violence, δομική βί), μια έννοια που εισήγαγε ο νορβηγός πολιτικός επιστήμονας J. Galtung.3 Η «δομική βία» διαπιστώνεται, σύμφωνα με τον γερμανό κοινωνιολόγο K. Lenk,4 από το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και τις χαμηλές φιλοδοξίες των κοινωνικών στρωμάτων που υστερούν σε μέσα και πόρους. Επομένως, αν σε μια κοινωνία το βιοτικό επίπεδο και οι αντίστοιχες προσδοκίες των ανώτερων στρωμάτων βρίσκονται πολύ υψηλότερα απ’ ό,τι των κατώτερων, τότε στην κοινωνία υπάρχει βία, έστω και αν οι δράστες δεν είναι ορατοί. Κοινωνικοί δείκτες που προσμετρούν τις επιπτώσεις της δομικής βίας στην κοινωνία είναι η υψηλή ανεργία, το χαμηλό εισόδημα, η επισφαλής εργασιακή σχέση, το ισχνό κοινωνικό κεφάλαιο, το χαμηλό προσδόκιμο ζωής, οι ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας και στέγασης, η επιβάρυνση της υγείας (ψυχικής και σωματικής) κλπ. Οι παράγοντες αυτοί πριονίζουν τις προσδοκίες μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και περιορίζουν τις εν δυνάμει δυνατότητες ολοκλήρωσής τους. Οι άδικες συνθήκες ζωής και η προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας διαμορφώνουν πάλι με τη σειρά τους το πλαίσιο (B. Moore),5 ώστε κατά κάποιον τρόπο ο καθένας να αισθάνεται νομιμοποιημένος να εξεγερθεί για να αρθεί η αδικία και να αποκατασταθεί η αξιοπρέπεια. Και επειδή η κοινωνία μας ευνοεί ή και επιβάλλει ακόμη να περνούν όλα (σχέσεις, βιώματα, ανέλιξη, επίδοση κλπ.) μέσα από το άτομο και τις επιθυμίες του, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει ούτε ο ατομικός χαρακτήρας αυτής της διαμαρτυρίας ούτε ο ανορθολογισμός και η βία που τη συνοδεύουν.
Συνεπώς, εδώ θα πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες και η έκταση του φαινομένου της «τρομοκρατίας», το οποίο σε συνθήκες Μνημονίου μάλλον θα διευρύνεται. Σε τελική ανάλυση, οι κοινωνικές και οικονομικές ελίτ αυτής της χώρας θα πρέπει να αντιληφτούν πως δεν είναι δυνατόν να τα θέλουν όλα δικά τους, «και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο». Η άνεση με την οποία περικόπτουν μισθούς και συντάξεις, ακόμη και από αναπήρους, και αφαιρούν πόρους από τις κοινωνικές δαπάνες για να τους χαρίσουν στις τράπεζες και στις μεγάλες επιχειρήσεις που παρανομούν (βλ. περαίωση), εξοργίζουν τον καθένα. Στο βαθμό μάλιστα που αυτά τα αισθήματα δεν διαμεσολαβούνται κοινωνικά, καθώς έχουν απαξιωθεί θεσμοί και κομματικές διαδικασίες, η «τρομοκρατία», αλλά και άλλα «αθέμιτα μέσα» (κλοπή, ληστείες κ.λπ.) (R. Merton)6 θα είναι στην ημερήσια διάταξη. Από την άλλη, ούτε το κράτος μπορεί να εμφανίζεται ως κάποιος ουδέτερος «τρίτος», που βρίσκεται έξω από την κοινωνική αντιπαράθεση, γιατί τη στιγμή που είναι αναποτελεσματικό να διασφαλίσει τα δημόσια αγαθά (υγεία, ασφάλεια, περιβάλλον, είσπραξη φόρων και ασφαλιστικών εισφορών από τους κατέχοντες κ.λπ.), γίνεται ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο να συλλέγει φόρους από τους μισθωτούς εργαζομένους, εξαντλώντας την αυστηρότητά του στους βιοπαλαιστές και στα λαϊκά στρώματα.
Εντούτοις η «τρομοκρατία», ως ατομική μορφή δράσης δεν απέχει και πολύ από την φιλελεύθερη ιδεολογία του ατομικισμού. Και στη μία και την άλλη περίπτωση το άτομο και οι νοηματοδοτήσεις του. Κατά τον ίδιο τρόπο η κλοπή, που θα μπορούσε να εννοηθεί επίσης και ως ατομική δράση για την ανάκτηση πλούτου που έχει υφαρπαχθεί, δεν είναι και τόσο μακριά από τον ατομικισμό που καλλιεργείται στο σχολείο και στην κοινωνία μας. Αντίθετα, μια μορφή δράσης που θα έθετε ως αίτημα την εκ νέου ιδιοποίηση του υφαρπαχθέντος κοινωνικού πλούτου και την κοινωνικοποίησή του (εδώ ανήκουν φυσικά και τα περίπου 60 δισεκατομμύρια ευρώ που δόθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια στο τραπεζιτικό κεφάλαιο), θα προσλάμβανε, εκ των πραγμάτων, τα χαρακτηριστικά συλλογικής δράσης, καθώς η άρση της αντίφασης ανάμεσα στην ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής και στις κοινωνικές ανάγκες που αυτά ικανοποιούν, προϋποθέτει συλλογικά υποκείμενα, δηλαδή κοινωνικές τάξεις, και όχι άτομα-ιδιώτες.
Ο Θανάσης Αλεξίου διδάσκει κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
1 C. Schmitt, Πολιτική θεολογία. Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, μετ.-σημ.-επίλογος, Παναγιώτης Κονδύλης, Λεβιάθαν, Αθήνα 1994.
2 Βλ. Η. Δασκαλάκης, Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1985.
3 J. Galtung, Strukturelle Gewalt, Rowohlt, Reinbek, 1975.
4 Κ. Lenk, Πολιτική κοινωνιολογία, μετ. Φώτης Κοκαβέσης, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990.
5 Β. Moore, Injustice. The Social Bases of Obedince and Revolt, M.E. Sharpe, Νέα Υόρκη 1978.
6 R. Merton, Social Theory and Social Structure, Free Press, Νέα Υόρκη 1957.
http://www.avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.