Το πρωτοσέλιδο του περιοδικού «The Economist» στις αρχές Ιανουαρίου προανήγγειλε την «επερχόμενη μάχη» μεταξύ κυβερνήσεων και συνδικάτων του δημόσιου τομέα. Η μάχη αυτή, σύμφωνα με το περιοδικό, εμφανίζεται πλέον όχι ως η κλασσική αντιπαράθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας αλλά σαν μια αντιπαράθεση ανάμεσα στους φορολογούμενους (taxpayers) και στους φορο-φάγους (tax-eaters).
Τα πεδία της μάχης είναι γνωστά: αμοιβές, συντάξεις και άλλες παροχές, δυνατότητα εκπροσώπησης και διαπραγμάτευσης. Όμως, η τελική μάχη φαίνεται ότι θα δοθεί για να χάσουν τα συνδικάτα την πολιτική τους δύναμη, τη δυνατότητα δηλαδή να υποστηρίζουν υποψήφιους και κόμματα μέσω των χρηματικών δωρεών αλλά και μέσω της συμμετοχής τους στην εκλογική διαδικασία[1].
Πολύ νωρίτερα από ότι θα περίμενε κανείς, η «επερχόμενη μάχη» που προφήτευε ο Economist άρχισε να εξελίσσεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο Ρεπουμπλικάνος Κυβερνήτης του Wisconsin Scott Walker, με αφορμή το έλλειμμα της πολιτείας του, προσπάθησε να περιορίσει όχι μόνο τις παροχές των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και να εξαφανίσει τη δυνατότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης των συνδικάτων τους. Με άλλο νόμο επέβαλε πλειοψηφία δύο τρίτων ή δημοψήφισμα για την παροχή πραγματικών – πέραν του πληθωρισμού – αυξήσεων. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη: τα συνδικάτα αντέδρασαν με κινητοποιήσεις και οι εκπρόσωποι των Δημοκρατικών στην πολιτειακή βουλή κατέφυγαν σε γειτονικές πολιτείες έτσι ώστε να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί η σχετική συνεδρίαση[2].
Στην πραγματικότητα τα συνδικάτα έχουν αποδεχθεί μεγαλύτερες συνεισφορές των δημοσίων υπαλλήλων στις συντάξεις τους και την υγειονομική περίθαλψη τους, τις οποίες ο Κυβερνήτης απέρριψε, αλλά δεν αποδέχονται τον περιορισμό της πολιτικής τους δύναμης είτε μέσω των συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε μέσω της ευρύτερης πολιτικής τους συμμετοχής.
Ειδικά στις ΗΠΑ όπου η επιρροή των μεγάλων επιχειρήσεων στις εκλογικές διαδικασίες, μέσω της χρηματοδότησης κομμάτων και υποψηφίων, είναι καθοριστική, η παρουσία των συνδικάτων και της αντίστοιχης πολιτικής επιρροής τους, εντάσσεται στο πλαίσιο των ελέγχων και ισορροπιών (check and balances) που χαρακτηρίζουν το Αμερικανικό πολιτικό σύστημα.
Οι νίκες των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου του 2010, τόσο σε τοπικό όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο, σε συνδυασμό με την αυξημένη δημοτικότητα των απόψεων των εκπροσώπων του Κόμματος του Τσαγιού (Tea Party) έχουν δρομολογήσει τις εξελίξεις για μια αναδιαπραγμάτευση των όρων συγκρότησης και λειτουργίας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Στη βάση αυτής της αναδιαπραγμάτευσης βρίσκεται η προσπάθεια τροποποίησης της σύστασης του εκλογικού σώματος μέσα από τον περιορισμό των δυνατοτήτων των Δημοκρατικών να αξιοποιούν τις σχέσεις τους με τα συνδικάτα και τους νέους ψηφοφόρους. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει o E. J. Dionne Jr. στην Washington Post[3], ο Κυβερνήτης του Wisconsin προσπαθεί μαζί με όλα τα άλλα να σταματήσει την εγγραφή σε εκλογικούς καταλόγους την ημέρα της ψηφοφορίας – πρακτική η οποία χρησιμοποιείται από νέους ψηφοφόρους οι οποίοι είναι πιο «προοδευτικοί» - και να επιβάλλει αυστηρή νομοθεσία ταυτοτήτων ώστε να αποτρέπει από τη διαδικασία της ψηφοφορίας άτομα με χαμηλό εισόδημα.
Ο P. Krugman είναι πιο σαφής: αυτό που συμβαίνει στο Wisconsin είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια εκμετάλλευσης της δημοσιονομικής κρίσης για να καταστραφεί το τελευταίο αντιστάθμισμα απέναντι στην πολιτική εξουσία των πλουσίων και των επιχειρήσεων[4].
Είναι σαφές ότι η εξέλιξη της «μάχης» στο Wisconsin και σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ θα δρομολογήσει αντίστοιχες εξελίξεις και στην Ευρώπη. Τα συνδικάτα, ειδικά του δημόσιου τομέα, αποτελούν και στην Ευρώπη το τελευταίο θεσμικό εμπόδιο στην εφαρμογή των πολιτικών περικοπών των κρατικών δαπανών και σφιχτών προϋπολογισμών στις οποίες προσανατολίζονται οι Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα όμως, τόσο η «μάχη» όσο και η δημόσια συζήτηση στην Ευρώπη κινείται σε άλλη κατεύθυνση. Η «μάχη» διεξάγεται ανάμεσα στις Κυβερνητικές αποφάσεις και σε «άτακτα» κομμάτια της κοινωνίας, τα οποία κατά περίπτωση μπαίνουν στη μάχη, ενώ στη δημόσια συζήτηση δεν εμφανίζονται επιχειρήματα για να συγκροτηθεί ένας αντίθετος πόλος ισχυρής πολιτικής δύναμης.
Τα συνδικάτα πρωταγωνιστούν σε κινητοποιήσεις αλλά δεν καταφέρνουν να συγκεντρώσουν την πολιτική δύναμη που διαθέτουν στην άλλη πλευρά του ατλαντικού. Σύμφωνα με τον Economist[5] θα είναι πολύ δύσκολο να κερδίσουν τα συνδικάτα αυτές τις μάχες καθώς δεν έχουν κινητοποιήσει την δημόσια αγανάκτηση, σε βαθμό ανάλογο με την ένταση των μέτρων και των περικοπών.
Το μεγάλο στοίχημα, ειδικά στην Ευρώπη, είναι εάν θα δημιουργηθεί γύρω από τα συνδικάτα μια πολιτική πρόταση που θα δυναμώσει την πολιτική τους ισχύ έτσι ώστε όχι μόνο να διαπραγματεύονται τους όρους και τις συνθήκες της εργασίας τους αλλά να λειτουργούν ως αποφασιστικοί θεσμοί ελέγχου και ισορροπιών σε ένα μονομερές, σχεδόν ολιγαρχικό, πολιτικό σύστημα.
[5] http://www.economist.com/node/17849199?story_id=17849199
Παραλλαγή του παρόντος άρθρου έχει δημοσιευθεί και στην Αυγή της προηγούμενης Πέμπτης 10 Μαρτίου
Σημείωση:
Οι εξελίξεις στη μάχη του Wisconsin είναι ραγδαίες. Με μια πολιτική «μανούβρα» τακτικής ο Κυβερνήτης Walker κατάφερε να περάσει το νόμο που περιορίζει τη δυνατότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης των συνδικάτων του Δημοσίου, χωρίς την παρουσία των Δημοκρατικών στο κοινοβούλιο της Πολιτείας[1]. Οι Δημοκρατικοί και τα Συνδικάτα σχεδιάζουν την αντεπίθεσή τους μέσω της προσπάθειας ανάκλησης τόσο των Ρεπουμπλικάνων εκπροσώπων όσο και του κυβερνήτη της Πολιτείας. Νομικά και διαδικαστικά αυτό είναι δυνατό να συμβεί. Είναι προφανές ότι η μάχη συνεχίζεται και γίνεται όλο και πιο πολιτική.
To be continued…
Παραλλαγή του παρόντος άρθρου έχει δημοσιευθεί και στην Αυγή της προηγούμενης Πέμπτης 10 Μαρτίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.