Έτσι τιτλοφορήθηκε το 1905 μία αμερικάνικη κινηματογραφική παραγωγή, σχετική με τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο και την ανοικοδόμηση των Η.Π.Α. Θεωρήθηκε πρωτοπόρα για τα κινηματογραφικά δεδομένα της εποχής της, προκάλεσε, όμως, και πολλές αντιδράσεις για την ερμηνεία της ιστορίας που προέβαλλε ( και κυρίως για την ηρωοποίηση της Κου Κλουξ Κλαν). Τον ίδιο τίτλο επέλεξε και το συγκρότημα Αλαφούζου για τη νέα τηλεοπτική υπερπαραγωγή 1821: η γέννηση ενός έθνους (προσθέτοντας, τελικώς, και τη λέξη «-κράτους»).
Το θλιβερό πρώτο επεισόδιο ακολούθησαν οι αναμενόμενες αντιδράσεις για την ερμηνεία της ιστορίας που προκρίνει –και προωθεί– η σειρά. Αναπαράγει όλα τα ιδεολογήματα της σημερινής κατεστημένης ιστορικής σκέψης: ωραιοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απόκρυψη των διωγμών των Ελλήνων, ανακήρυξη του έθνους σε φαντασιακή κατασκευή που επινόησαν οι αστοί διανοούμενοι του 18ου αιώνα, αποσιώπηση των καταστροφικών συνεπειών που είχε διαχρονικά η αποικιακή εξάρτηση της περιοχής μας από τις Μεγάλες Δυνάμεις και εν γένει αυθαίρετη, ανιστόρητη και σχηματική κατασκευή της ελληνικής ιστορίας, βάσει προτύπων που (σαν γνήσιοι μεταπράτες της διανόησης) αντέγραψαν από άλλες, ευρωπαϊκές, χώρες.
Κι αν οι επαναστάτες του 1821 χρησιμοποιούσαν διαρκώς λέξεις όπως ελευθερία, πατρίδα, θρησκεία, κ.λπ, για τον υπεύθυνο της σειράς, Θάνο Βερέμη, «Η μέγιστη προσφορά του 1821 είναι ότι συνιστά ένα εκσυγχρονιστικό γεγονός»…
Στη συζήτηση που ακολούθησε μετά το δεύτερο επεισόδιο, ο παρουσιαστής κύριος Τατσόπουλος απολογήθηκε για την απόκρυψη πολλών ιστορικών δεδομένων με το παιδαριώδες επιχείρημα ότι ο περιορισμένος χρόνος δεν επέτρεπε την παράθεση όλων των γεγονότων της Τουρκοκρατίας. Λες και η επιλογή των γεγονότων που θα προβληθούν έγινε τυχαία –με κληρωτίδα– και δεν υπαγορεύθηκε από συγκεκριμένες ιδεολογικές επιταγές.
Από το πρώτο επεισόδιο ο κύριος Τατσόπουλος μας είχε αποκαλύψει, με ύφος νάρκισσου ινστρούχτορα, πως «κάθε εποχή ξαναεφεύρει την ιστορία της και προβάλλει πάνω στην ιστορία τις εμμονές της, τις εμπάθειές της και τις επιδιώξεις της». Δεν μας είπε, όμως, ποιες εμμονές, εμπάθειες και επιδιώξεις έχει ο ίδιος, καθώς και οι υπόλοιποι συντελεστές της παραγωγής. Διότι, ως γνωστόν, οι «πεφωτισμένοι» καθηγητές μας σχετικοποιούν και ξαναγράφουν την ιστορία μας, ισχυριζόμενοι ότι είχε γραφεί με τρόπο που να εξυπηρετεί τις πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές αντιλήψεις της εκάστοτε εξουσίας. Αποφεύγουν όμως να προβάλουν αυτή την ανάλυση και στους εαυτούς τους…
Οι ιδιότητες του κυρίου Βερέμη (πρώην πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, συνεργάτης της Καθημερινής και μέλος του νεοφιλελεύθερου κόμματος «Δράση») καταδεικνύουν ότι η σειρά δεν αποτελεί ένα αδιάφορο ντοκυμαντέρ του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, αλλά μία τηλεοπτική παραγωγή με καταφανείς πολιτικές συνεπαγωγές. Είναι μία περίπτωση ανάλογη του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού της κυρίας Ρεπούση, του ιδρύματος CDRSEE. Οι θιασώτες της κατεστημένης ιστορικής σκέψης δεν μπορούν εύκολα να μας πείσουν ότι ο Τζ. Σόρος, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι θαμώνες της λέσχης Μπίλντεμπεργκ και οι υπόλοιποι χρηματοδότες του ΕΛΙΑΜΕΠ και του CDRSEE διέθεσαν τα χρήματά τους για να μας διδάξουν την ακριβή ημερομηνία έναρξης της ελληνικής Επανάστασης. Δεν πείθεται εύκολα κανείς ότι ο διεθνής κερδοσκόπος Τζ. Σόρος έχασε τον ύπνο του σκεπτόμενος ότι οι Έλληνες αγνοούν αν η Επανάσταση έγινε Τετάρτη ή Παρασκευή. Είναι προφανές ότι το ζήτημα βρίσκεται αλλού. Δεν πρόκειται απλώς για μια ακαδημαϊκή διαφωνία. Οι ίδιοι οι ιστορικοί αυτοί μας υπενθυμίζουν διαρκώς (όπως π.χ. όταν υπέγραφαν υπέρ του σχεδίου Ανάν) ότι τα κίνητρά τους δεν περιορίζονται στην ικανοποίηση της επιστημονικής τους περιέργειας.
Όπως επίσης δεν είναι εύκολο να μας πείσουν πως όποιος διαφωνεί μαζί τους είναι αγράμματος, γραφικός, εθνικιστής, housewife (sic) και ό,τι άλλο χαρακτηρισμό αποδίδουν σε όποιον αμφισβητήσει τα φαντασιόπληκτα ιδεολογήματά τους. Με όλο τον ελιτισμό και την αλαζονεία που διακρίνει τις ελληνικές ελίτ (πολιτική, οικονομική και κυρίως πνευματική) προσπαθούν να μας πείσουν πως οι μόνες πιθανές ερμηνείες της ιστορίας είναι αυτές των φραγκοπασαλειμμένων ελίτ από τη μία και των Λιακόπουλου και Άδωνη από την άλλη. Οι μόνοι που πείθονται, βέβαια, είναι όσοι ταυτίζονται ιδεολογικά μαζί τους, άντε –το πολύ- και ένα κομμάτι της μεταμοντέρνας αριστεράς, που υιοθετεί άκριτα τα ιδεολογήματα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, αρκεί να ικανοποιούν το «αντιεθνικιστικό» φετίχ της. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός πως η ίδια νοοτροπία και φρασεολογία διακρίνει και την πολιτική μας ελίτ. Όποιος διαφωνεί με το μνημόνιο είναι άσχετος, γραφικός, εθνικιστής κλπ. Η ίδια φρασεολογία επαναλαμβάνεται κάθε φορά που η πολιτική και η ιδεολογία του καθεστώτος γίνονται αντικείμενο κριτικής. Το εκβιαστικό δίλημμα «ΕΛΙΑΜΕΠ ή Λιακόπουλος» παραπέμπει εύστοχα στο δίλημμα «Μνημόνιο ή καταστροφή», για να μη θυμηθούμε το «Καραμανλής ή τανκς»… Και αποκαλύπτει τον χυδαίο ολοκληρωτισμό που χαρακτηρίζει τη νοοτροπία της εξουσίας, της κατεστημένης διανόησης και των θλιβερών παπαγάλων τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.