Νυχτερινές βάρδιες, προεκλογικές εκστρατείες, όπλα, πόρνες και προαγωγοί. Το σύμπαν του μπορεί να είναι σκοτεινό, η Νέα Υόρκη αλλοτριωμένη και απειλητική, αλλά ο «Ταξιτζής», τον οποίο υμνεί τώρα μια συλλεκτική έκδοση, αποτελεί μια κορυφαία στιγμή του σινεμά.
Ακόμη και για τα μέτρα μιας ταινίας του Μάρτιν Σκορσέζε της δεκαετίας του ’70 – προτού, με άλλα λόγια, ο σκηνοθέτης εισέλθει στην ελίτ του Χόλιγουντ και μετριάσει ελαφρώς την προκλητικότητά του – ο «Ταξιτζής» θεωρείται εξαιρετικά... αιματηρός. Τόσο αιματηρός ώστε ο δημιουργός του εξαναγκάστηκε να αλλάξει την παλέτα των χρωμάτων στις τελευταίες σκηνές, μειώνοντας την ένταση του κόκκινου, προκειμένου να μη χαρακτηριστεί το φιλμ «ακατάλληλο». Η περιπλάνηση ενός εκπληκτικού Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον λαβύρινθο της Νέας Υόρκης και ταυτόχρονα η περιδιάβαση στο τοπίο της πλήρους αποξένωσης και της προσωπικής του τρέλας προκάλεσαν θύελλα συζητήσεων για το δικαιολογημένο ή το αδικαιολόγητο της βίας, την εξύμνηση ή την καταδίκη της κουλτούρας των όπλων, το νόημα και τις προθέσεις του φιλμ. Με μόλις την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Σκορσέζε είχε πετύχει όχι μόνο να κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1976 και να συγκεντρώσει τέσσερις υποψηφιότητες για Οσκαρ, αλλά και να πετύχει εισπράξεις 28 εκατ. δολαρίων έναντι προϋπολογισμού 1,3 εκατ. και να καταγραφεί ως μείζων αμερικανός σκηνοθέτης. Το ότι πέρα από όλα αυτά η μνημειώδης πρόκληση «You talkin’ to me?» («σε μένα μιλάς;») του Ντε Νίρο προς τον καθρέφτη του αποτέλεσε έκτοτε κοινό τόπο για το ευρύ κοινό παγκοσμίως ήταν ένα επιπλέον κέρδος.
Η θεματική που ο Σκορσέζε και οι συνεργάτες του χώρεσαν στην ταινία ήταν πολλαπλή και πολυεπίπεδη. Από τεχνικής άποψης, αφετηρία στάθηκε η προβληματική του αναφορικά με τον κινηματογράφο ως εμπειρία παρόμοια με εκείνη των ονειρικών καταστάσεων ή της επήρειας ναρκωτικών. Σε αυτήν τη λογική παραπέμπουν, σύμφωνα με όσα λέει ο ίδιος στο βιβλίο «Scorsese on Scorsese», οι σκηνές σε αργή κίνηση και η αίσθηση μεταξύ ύπνου και πραγματικότητας που μοιάζει να διέπει την ταινία. Ο σεναριογράφος Πολ Σρέιντερ επέλεξε εξ αρχής να προσδώσει στον βασικό πρωταγωνιστή την ταυτότητα του βετεράνου του Βιετνάμ: Θεμελίωνε την ατομική παράνοια του ήρωα στο συλλογικό τραύμα της χώρας. Η αποξένωση του ταξιτζή Τράβις Μπικλ υποδείκνυε στους θεατές την κατάπτωση των παραδοσιακών αξιών που είχαν αποκαλύψει το αντιπολεμικό κίνημα, τα κοινωνικά ρήγματα και η στρατιωτική ήττα. Η προοπτική αυτή ταίριαζε απόλυτα με το όραμα του Σκορσέζε να παρουσιάσει τον Ντε Νίρο ως «εκδικητή άγγελο» ο οποίος αναζητεί τη λύτρωση: εξ ου και οι διάχυτοι θρησκευτικοί συμβολισμοί και οι σκηνές όπου ο σκηνοθέτης απεικονίζει τα όπλα και άλλα αντικείμενα του ήρωα από ψηλά με τον τρόπο που παραδοσιακά στον κινηματογράφο αποδίδονται ο ιερέας και η Αγία Τράπεζα. Οπωσδήποτε, η χριστιανική αντίληψη της λύτρωσης είναι διαφορετική του λουτρού αίματος με τον οποίο επέρχεται η λύση του δράματος στον «Ταξιτζή». Σύμφωνα όμως με τα λόγια του Χάρβεϊ Καϊτέλ στους «Κακόφημους δρόμους», την έτερη εμβληματική ταινία του Σκορσέζε για το νεοϋορκέζικο περιθώριο, «δεν επανορθώνεις για τις αμαρτίες σου στην εκκλησία, το κάνεις στους δρόμους».
Στους δρόμους της ταινίας αναδεικνύεται η υποδειγματική ερμηνεία του Ντε Νίρο, η ποιότητα της οποίας γίνεται ακόμη πιο θαυμαστή αν σκεφτεί κανείς ότι ακριβώς την ίδια περίοδο ο ηθοποιός συμμετείχε στα γυρίσματα ενός ακόμη φιλμ. Ενώ τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας βρισκόταν στη Ρώμη για το «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, κάθε Παρασκευή επέστρεφε αεροπορικώς στη Νέα Υόρκη για να ενταχθεί στο συνεργείο του Σκορσέζε. Προσεγγίζοντας τον ρόλο του Μπικλ με τη γνωστή του επιμέλεια, ο Ντε Νίρο φρόντισε να χάσει 18 κιλά, πήρε άδεια οδήγησης ταξί, ώστε να εκμεταλλεύεται τα διαλείμματα των γυρισμάτων και να οδηγεί στη Νέα Υόρκη, ενώ κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων διακοπών στη Ρώμη έκανε εκδρομές στη Βόρεια Ιταλία επισκεπτόμενος τις εκεί αμερικανικές βάσεις με σκοπό να μελετήσει την προφορά στρατιωτών από τις μεσοδυτικές Πολιτείες.
Η επίδραση του «Ταξιτζή» υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη: Συγκέντρωσε συνολικά 19 βραβεία την περίοδο 1976-1977, ενώ το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τη συμπεριέλαβε στις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι η επίδρασή της, ιδιαίτερα εκείνη του χαρακτήρα του Ντε Νίρο, ξεπέρασε τα πολιτισμικά στεγανά της ψυχαγωγίας. Η κουλτούρα των «εκδικητών» (vigilantes), αυτόκλητων τιμωρών των κάθε λογής παρανόμων, ήταν γνωστή στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις της δεκαετίας του ’70, όχι όμως και στον υπόλοιπο κόσμο. Η εικόνα του «Μοϊκανού» Ντε Νίρο και των διαλόγων του με τον εαυτό του στον καθρέφτη υπήρξε μία από τις πρώτες ματιές στην ψυχοπαθολογία τους για το μη αμερικανικό ευρύ κοινό. Ο Τσαρλς Μπρόνσον στην ταινία «Σε νόμιμη άμυνα» μπορεί να είχε προηγηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα και ο «Επιθεωρητής Κάλαχαν» του Κλιντ Ιστγουντ ακόμη περισσότερα, ο πρώτος όμως ήταν ένας νομοταγής πολίτης που πήρε τον νόμο στα χέρια του όταν δολοφονήθηκε η οικογένειά του, ενώ ο δεύτερος αποτελούσε την ενσάρκωση της ένστολης βίας που ονειρευόταν κάθε Ρεπουμπλικανός και κανείς από τους δύο δεν αντιμετωπιζόταν ως παθολογική προσωπικότητα. Η εξοικείωση με το συγκεκριμένο φαινόμενο έγινε περισσότερο αισθητή πέντε χρόνια αργότερα, το 1981, όταν ο Τζον Χίνκλεϊ ο νεότερος αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον τότε νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν. Τόσο η κατάθεση του ίδιου του θύτη όσο και η υπερασπιστική γραμμή των δικηγόρων του στηρίχθηκαν στο γεγονός της παθολογικής εμμονής του με την τότε 18χρονη Τζόντι Φόστερ. Ο Χίνκλεϊ, όντας θαυμαστής του «Ταξιτζή», θέλησε να λειτουργήσει ως άλλος Ντε Νίρο και να εντυπωσιάσει τη νεαρή ηθοποιό εκτελώντας τον πρόεδρο. Για να υποστηρίξει το βάσιμο των αιτιάσεών του, η υπεράσπιση ολοκλήρωσε την επιχειρηματολογία της με την προβολή της ταινίας στους ενόρκους. Ο Χίνκλεϊ απαλλάχθηκε των κατηγοριών λόγω ψυχασθένειας και εισήχθη σε ψυχιατρικό ίδρυμα.
Τριάντα και πλέον χρόνια μετά το εγχείρημα του «Ταξιτζή» η αξία και ο προβληματισμός του συγκεκριμένου έργου του Σκορσέζε παραμένει επίκαιρος – σε αντιστοιχία με την ψυχοπαθολογία του, κατά τον αμερικανό κοινωνιολόγο Ντέιβιντ Ρίσμαν, «μοναχικού πλήθους» των δυτικών μητροπόλεων.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη έκδοση του συλλεκτικού λευκώματος της Taschen με τον τίτλο «Taxi Driver», όπου ο διάσημος φωτογράφος Στιβ Σαπίρο παρουσιάζει σε 328 σελίδες πλήθος λεπτομερειών, στιγμιοτύπων και ανέκδοτων φωτογραφιών από τα γυρίσματα, αποτελεί μικρό φόρο τιμής σε ένα σημαντικό επίτευγμα του αμερικανικού κινηματογράφου. Το αν υπάρχει όντως επαρκής λόγος να επιστρέψει ο Σκορσέζε σε συνεργασία με τον Ντε Νίρο και τον Δανό Λαρς φον Τρίερ στον τόπο του εγκλήματος για τη συνέχεια της ταινίας, όπως ανακοινώθηκε στο περιθώριο του Φεστιβάλ Βερολίνου τον Φεβρουάριο του 2010, είναι μια ιδέα που ξενίζει εκ πρώτης όψεως. Αλλά ο Σκορσέζε είναι ο Σκορσέζε και απομένει στον καθένα να κρίνει τον «Ταξιτζή 2» εκ του αποτελέσματος – αν και όταν υπάρξει τελικά αποτέλεσμα.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, σελ. 68-73, τεύχος 531.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.