Ο Στίβεν Φρίαρς είναι ένας σκηνοθέτης που έχει αποδείξει ότι δεν φοβάται: Στη δεκαετία του ’80 σόκαρε με την ωμή καταγραφή της εργατικής τάξης, έπειτα ανακάλυψε ηθοποιούς-διαμάντια, όπως ο Ντάνιελ Ντέι-Λούις και ο Τζον Μάλκοβιτς, και έγινε ο Βρετανός που κατάφερε να φωτίσει διαφορετικά τη «Βασίλισσά» του. Τώρα επιστρέφει με στόχο να μας κάνει να γελάσουμε. Και όταν κουβεντιάζουμε μαζί του, δεν έχει πρόβλημα να αποκαλέσει τους σκηνοθέτες, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου, «γελοία άτομα»! Δεν του αρέσουν οι συνεντεύξεις. Αισθάνεται άβολα να εξηγεί τη δουλειά του. Δεν θεωρεί ότι οι σκηνοθέτες κάνουν και τίποτε σπουδαίο. Του φαίνονται σοβαροφανείς οι αναλύσεις. Και δεν διστάζει να σ’το δείξει. Συναντήσαμε τον Στίβεν Φρίαρς στις Κάννες με αφορμή την πρεμιέρα της νέας ταινίας του «Η επεισοδιακή επιστροφή της Ταμάρα Ντρου», που προβλήθηκε εκτός διαγωνιστικού προγράμματος. Από την πρώτη ερώτησή μας για τους λόγους για τους οποίους επέλεξε να μην την υποβάλει στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα, η ωμή, λακωνική ειλικρίνειά του ήταν κάτι παραπάνω από αφοπλιστική: «Επειδή θα έχανα». Eτσι απαντάει. Σχεδόν μονολεκτικά. Μετά σε κοιτάζει με τα γουρλωτά μπλε μάτια του περιμένοντας να δει αν έχεις κάτι πιο έξυπνο να συζητήσετε, κάτι που να αξίζει τον χρόνο που χάνει μαζί σου, κάτι που να του αναιρέσει την άποψη ότι οι συνεντεύξεις «είναι περιττές και άχρηστες». Δεν είναι αγενής. Απλώς δεν σου χαρίζεται. Επειτα από δύο-τρία τέτοια χτυπήματα, που τραυματίζουν κάπως την αυτοπεποίθησή σου, λύνεται, γελάει και σε παίρνει μαζί του σε άκρως ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές συζητήσεις. Αυτή η σχεδόν επιθετική αμεσότητα όμως δεν φεύγει ποτέ από το τραπέζι. Αντιθέτως, καθορίζει την κουβέντα και στο τέλος σε κάνει να χαίρεσαι που κάποιος λέει τα πράγματα με το όνομά τους.
Και το νέο όνομα στη ζωή του Στίβεν Φρίαρς είναι η «Ταμάρα Ντρου». Επειτα από μια καριέρα που ξεκίνησε από τα swinging 60s (βοηθός σκηνοθέτη στα «Morgan: A Suitable Case for Treatment» και «If…»), πέρασε από το περιθώριο της θατσερικής Αγγλίας («Ωραίο μου πλυντήριο») στις υποψηφιότητες της Ακαδημίας και στην εμπιστοσύνη του αμερικανικού συστήματος («Επικίνδυνες σχέσεις»), για να φτάσει στον θρίαμβο της «Βασίλισσας», ο Φρίαρς αποφασίζει να επιστρέψει στα κινηματογραφικά πράγματα με μία απλή κωμωδία. Ετσι τη χαρακτηρίζει. Τίποτε παραπάνω.
«Η επεισοδιακή επιστροφή της Ταμάρα Ντρου» ακολουθεί την εν λόγω νεαρή δημοσιογράφο στην επαρχία του Ντόρσετ, όπου βρίσκεται το πατρικό της σπίτι, το οποίο έχει εγκαταλείψει από έφηβη. Η μικρή κωμόπολη όπου ζούσε την ήξερε ως άχαρο ασχημόπαπο, αλλά η ενήλικη ζωή της στο Λονδίνο, η επιτυχημένη καριέρα της, καθώς και μία πλαστική στη μύτη της τη μεταμόρφωσαν σε ένα μοιραίο θηλυκό, γεμάτο αυτοπεποίθηση. Η επιστροφή της θα έχει για την ίδια μια γλυκόπικρη γεύση ικανοποίησης, ματαιοδοξίας και εκδίκησης. Το σοκ που θα προκαλέσει η άφιξή της στη μικρή κοινότητα όμως θα αποκαλύψει τους πραγματικούς χαρακτήρες πίσω από τα πρόσωπα της παιδικής της ηλικίας. Ταυτόχρονα, και βαθιά ειρωνικά, όλα τα επεισοδιακά γεγονότα θα συμβούν παρουσία μιας ομάδας συγγραφέων που φιλοξενούνται σε μια φάρμα και ετοιμάζουν τα βιβλία τους. Η έμπνευση, η μυθοπλασία και το ψώνιο των δημιουργών θα έρθουν αντιμέτωπα με την ίδια τη ζωή, σε μια σύγκρουση πολύ πιο διασκεδαστική από κάθε σεναριακή φαντασία.
«Η επεισοδιακή επιστροφή της Ταμάρα Ντρου» βασίζεται στο ομώνυμο κόμικ της Πόουζι Σίμοντς, το οποίο με τη σειρά του είναι εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντι «Far from the Madding Crowd». Τι σας κέντρισε στο να το μεταφέρετε στο σινεμά; Πώς η μεγάλη οθόνη έκανε το υλικό πιο άμεσο, πιο φρέσκο; «Το υλικό ήταν ήδη φρέσκο. Αυτό ακριβώς με γοήτευσε. Θεωρώ ότι η Πόουζι είναι μία πραγματικά ιδιοφυής καλλιτέχνις. Ηθελα να τιμήσω τη δουλειά της – αν τα κατάφερνα. Κοιτάξτε, η αλήθεια είναι ότι όλη η ιδέα τού “graphicnovel” είναι κάτι το καινούργιο για μένα. Δηλώνω αρχάριος. Είναι ένας νέος κόσμος για τον οποίο έπρεπε να ενημερωθώ και να τον εξερευνήσω. Κατάγομαι από μια γενιά που θεωρεί κόμικ τον Σπάιντερμαν, τον Σούπερμαν και τέλος. Ολο αυτό που έχει συμβεί με τη φόρμα του κόμικ στην αφήγηση ιστοριών είναι για μένα πρωτόγνωρο και πολύ ενδιαφέρον. Η Πόουζι στην ουσία σκηνοθετούσε: Αποφάσιζε αν κάτι θα είναι σε κοντινό ή γενικό πλάνο. Τη θεωρώ πανέξυπνη, ιδιοφυή και τη θαυμάζω πάρα πολύ».
Η ταινία αποτελεί την επιστροφή σας στην αγγλική κωμωδία και σάτιρα. Ψάχνατε ηθελημένα υλικό για να γυρίσετε μια ανάλαφρη κωμωδία; «Ναι. Ηθελα κάτι που να με κάνει να περάσω καλά. Λάτρεψα το κόμικ και μετέπειτα το προσαρμοσμένο σενάριο που μου έστειλαν, ακριβώς για αυτόν τον λόγο: το βρήκα πάρα πολύ σέξι και εξαιρετικά αστείο. Χρόνια είχα να γελάσω τόσο πολύ. Τα γυρίσματα της ταινίας με έκαναν να νιώσω σαν να βρίσκομαι σε διακοπές».
Στη συνέντευξη Τύπου αποκαλέσατε την ταινία σας «βουκολική κωμωδία». Η σάτιρα στην ταινία κάνει κάτι σπάνιο για βρετανική ταινία: εστιάζει στη μεσαία τάξη. Γιατί είναι τόσο ασυνήθιστο αυτό στο βρετανικό σινεμά;
«Είναι όντως ασυνήθιστο. Βρισκόμαστε στις Κάννες, στη Γαλλία, πατρίδα του Σαμπρόλ και του Ρενουάρ, οι οποίοι γύριζαν ταινίες επί ταινιών πάνω στη μικροαστική μεσαία τάξη. Στην Αγγλία νομίζω ότι δεν μας ενδιαφέρει αυτή η κοινωνική τάξη, επειδή… αισθανόμαστε όλοι μικρομεσαίοι. Δεν αποτελεί για εμάς κάτι το ενδιαφέρον, κάτι το εξωτικό. Μάλλον βαριόμαστε να μας κοιτάξουμε στον καθρέφτη. Από την άλλη, πολλά πράγματα στο σινεμά και στην τέχνη απλώς ακολουθούν το ρεύμα. Αν δεν το κάνει κανείς άλλος, για κάποιον ηλίθιο λόγο δεν το κάνεις ούτε εσύ. Μέχρι που σου μπαίνει η ιδέα να κάνεις κάτι διαφορετικό και, κοίτα να δεις, σηκώνεσαι με περισσότερο κέφι κάθε πρωί από το κρεβάτι! Για τον αυτονόητο λόγο: έχεις γύρω σου χωράφια και αγελάδες. Αστειεύομαι φυσικά…».
«Είναι όντως ασυνήθιστο. Βρισκόμαστε στις Κάννες, στη Γαλλία, πατρίδα του Σαμπρόλ και του Ρενουάρ, οι οποίοι γύριζαν ταινίες επί ταινιών πάνω στη μικροαστική μεσαία τάξη. Στην Αγγλία νομίζω ότι δεν μας ενδιαφέρει αυτή η κοινωνική τάξη, επειδή… αισθανόμαστε όλοι μικρομεσαίοι. Δεν αποτελεί για εμάς κάτι το ενδιαφέρον, κάτι το εξωτικό. Μάλλον βαριόμαστε να μας κοιτάξουμε στον καθρέφτη. Από την άλλη, πολλά πράγματα στο σινεμά και στην τέχνη απλώς ακολουθούν το ρεύμα. Αν δεν το κάνει κανείς άλλος, για κάποιον ηλίθιο λόγο δεν το κάνεις ούτε εσύ. Μέχρι που σου μπαίνει η ιδέα να κάνεις κάτι διαφορετικό και, κοίτα να δεις, σηκώνεσαι με περισσότερο κέφι κάθε πρωί από το κρεβάτι! Για τον αυτονόητο λόγο: έχεις γύρω σου χωράφια και αγελάδες. Αστειεύομαι φυσικά…».
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ένα ησυχαστήριο συγγραφέων, μια φάρμα όπου δουλεύουν τα βιβλία τους. Περνάτε από κόσκινο τους συγγραφείς με καθαρόαιμο βρετανικό, φλεγματικό χιούμορ. Τους έχετε άχτι;
«Επί χρόνια σκηνοθετώ σενάρια άλλων. Εχω γνωρίσει κάθε καρυδιάς καρύδι. Είναι όλοι τους ψώνια, οπότε μου βγήκε εντελώς φυσικά η σάτιρα απέναντί τους. Αλλά πιστέψτε με: Οι σκηνοθέτες είμαστε χειρότεροι. Είμαστε γελοία άτομα, στ’ αλήθεια. Αν αποφασίσουν οι συγγραφείς να με εκδικηθούν και να γράψουν μια ταινία πάνω μου, θα καταλάβετε τι εννοώ. Μπορεί να τους βοηθήσει και η γυναίκα μου. Κάθε φορά που γυρίζω ταινία, κυκλοφορώ ημίτρελος στο σπίτι. Οταν δεν γυρίζω ταινία, είμαι εντελώς τρελός».
«Επί χρόνια σκηνοθετώ σενάρια άλλων. Εχω γνωρίσει κάθε καρυδιάς καρύδι. Είναι όλοι τους ψώνια, οπότε μου βγήκε εντελώς φυσικά η σάτιρα απέναντί τους. Αλλά πιστέψτε με: Οι σκηνοθέτες είμαστε χειρότεροι. Είμαστε γελοία άτομα, στ’ αλήθεια. Αν αποφασίσουν οι συγγραφείς να με εκδικηθούν και να γράψουν μια ταινία πάνω μου, θα καταλάβετε τι εννοώ. Μπορεί να τους βοηθήσει και η γυναίκα μου. Κάθε φορά που γυρίζω ταινία, κυκλοφορώ ημίτρελος στο σπίτι. Οταν δεν γυρίζω ταινία, είμαι εντελώς τρελός».
Η πρωταγωνίστριά σας, η Τζέμα Αρτερτον, έχει κερδίσει το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ: Από την τελευταία Τζέιμς Μποντ ταινία μέχρι το «Prince of Persia» αποτελεί τη νέα blockbuster μούσα. Πώς την επιλέξατε για αυτήν την τόσο διαφορετικού ύφους ταινία; «Επειδή είναι κούκλα, πανέξυπνη και εξαιρετική ηθοποιός! Επειδή την κοιτάζω και με πείθει ως θηλυκό ότι μπορεί να αναστατώσει μια μικρή κοινωνία με το που θα εμφανιστεί! Επειδή όλες οι γυναίκες θα έπρεπε να της μοιάζουν – η παρουσία της ζεσταίνει και φωτίζει τον κόσμο! Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι έμοιαζε και με το σκίτσο του κόμικ, οπότε δεν υπήρξε κανένα δίλημμα. Να σας εξομολογηθώ κάτι; Δεν έχω δει τις ταινίες που αναφέρατε. Από την άλλη, τις έχουν δει οι παραγωγοί μου. Και αν αυτό τους κάνει να χαίρονται που την έχω στο καστ γιατί κάνουν τους υπολογισμούς τους, εμένα μου περισσεύει. Το ίδιο έπαθα και με τον Ντόμινικ (Κούπερ). Κανείς δεν μου είπε ότι πρωταγωνιστούσε στο “Mamma Mia!”. Ενιωσα πολύ ηλίθιος, επειδή εγώ τον επέλεξα από άλλες δουλειές του που είχα δει, ενώ οι παραγωγοί έτριβαν ξανά τα χέρια τους. Επιστρέφοντας στην Τζέμα, πάντως, τη θεωρώ ένα πολύ προσγειωμένο κορίτσι που λατρεύει το θέατρο και αγαπά πολύ την τέχνη της. Ολα τα άλλα τα κάνει για τα χρήματα. Και πολύ καλά κάνει. Την αγαπώ πολύ. Θα ήθελα να ήταν κόρη μου…».
Από την Γκλεν Γκλόουζ και τη Μισέλ Πφάιφερ μέχρι την Τζούντι Ντεντς και την Ελεν Μίρεν, έχετε πλαισιώσει τις ταινίες σας με εξαιρετικής στόφας γυναικείες ερμηνείες… «Απλώς φροντίζω να επιλέγω και στο σινεμά τόσο έξυπνες γυναίκες όσο και οι γυναίκες της ζωή μου…».
Δεν είναι λίγο όταν έχετε οδηγήσει έξι πρωταγωνίστριές σας στις υποψηφιότητες των Οσκαρ με τους ρόλους που τους έχετε χαρίσει…
«Ναι, αλλά δεν κέρδισαν όλες, οπότε ίσως να τις έχω απογοητεύσει».
«Ναι, αλλά δεν κέρδισαν όλες, οπότε ίσως να τις έχω απογοητεύσει».
Νομίζω ότι σε εσάς χρωστούν πολλά, όπως και ένας πάλαι ποτέ πιτσιρικάς που ακούει στο όνομα Ντάνιελ Ντέι-Λούις… «Ο Ντάνιελ ήταν πάντοτε μεγάλο ταλέντο. Εγώ του οφείλω πολλά, όχι το αντίθετο. Οι Αμερικανοί είναι απλώς έξυπνοι άνθρωποι και γι’ αυτό τον ξεχώρισαν και τον γέμισαν βραβεία».
Μια και αναφερθήκατε στους Αμερικανούς, έχετε επιχειρήσει ταινίες στην Αμερική, άλλοτε θριαμβευτικά και άλλοτε όχι με τόσο μεγάλη επιτυχία. Ποια είναι η σχέση σας με το αμερικανικό σινεμά; «Θεωρώ ότι μπορώ να κάνω υπέροχες ταινίες εκτός του χολιγουντιανού συστήματος. Μου ταιριάζει το αμερικανικό ανεξάρτητο σινεμά. Οχι το Χόλιγουντ. Εκεί δεν μπορώ να συνεννοηθώ και το αποτέλεσμα είναι τραγικό. Αγαπώ πολύ όμως τους αμερικανούς ηθοποιούς. Από την πρώτη μου εμπειρία, τις “Επικίνδυνες σχέσεις”, μέχρι τους “Κλέφτες” και το “HighFidelity”, μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με το ερμηνευτικό ταλέντο που έχει στη διάθεσή της η αμερικανική κινηματογραφία. Χάζευα τον Τζον Μάλκοβιτς μαγεμένος… Εναν ηθοποιό που δεν έχει παρακολουθήσει ούτε ένα μάθημα υποκριτικής στη ζωή του, όπως μου είπε τότε ο ίδιος με περηφάνια».
Επιστρέφοντας στην «Ταμάρα Ντρου», φαίνεται και πάλι ξεκάθαρα, όπως και στο «High Fidelity», η αγάπη σας για τη μουσική και την ποπ κουλτούρα γενικότερα. Ο Ντόμινικ Κούπερ ενσαρκώνει ένα μουσικό ίνδαλμα που κάνει το κοινό να παραληρεί. Είχατε εσείς ποτέ ένα τέτοιο ίνδαλμα;
«Τον Ελβις. Υστερα από αυτόν το χάος! Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που τον είδα στην ασπρόμαυρη τηλεόραση των γονιών μου. Η ωστική του δύναμη μου άλλαξε τη ζωή. Ακόμη παρακολουθώ τη μουσική σκηνή, μου αρέσει να ακούω νέα πράγματα, αλλά τίποτε δεν μπορεί να έχει τη δύναμη του ακούσματος της εφηβείας σου. Τελεία».
«Τον Ελβις. Υστερα από αυτόν το χάος! Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που τον είδα στην ασπρόμαυρη τηλεόραση των γονιών μου. Η ωστική του δύναμη μου άλλαξε τη ζωή. Ακόμη παρακολουθώ τη μουσική σκηνή, μου αρέσει να ακούω νέα πράγματα, αλλά τίποτε δεν μπορεί να έχει τη δύναμη του ακούσματος της εφηβείας σου. Τελεία».
Στην ταινία καταπιάνεστε ξανά με το θέμα της συζυγικής απιστίας. Μάλιστα υπάρχουν στιγμές που η κωμωδία μεταμορφώνεται σε τραγωδία, μέσα από τον πόνο της απατημένης ηρωίδας. Πιστεύετε ότι η μονογαμία είναι απατηλό όνειρο; «Είμαι 35 χρόνια παντρεμένος. Νομίζω ότι αυτό απαντάει στην ερώτησή σας. Δεν μπορώ όμως ούτε να γενικεύσω ούτε να δηλώσω την πίστη μου στους θεσμούς. Μάλλον είμαστε τυχεροί, μάλλον αγαπιόμαστε πολύ, μάλλον είμαστε ειλικρινείς σε όλα μας, οπότε και στον γάμο μας. Δεν έχω γνώμη. Δεν θέλω τους ανθρώπους παντρεμένους σώνει και καλά, αν είναι δυστυχισμένοι. Τους λυπάμαι. Από την άλλη, αν από θαύμα χαίρεσαι να ξυπνάς κάθε πρωί και να λες καλημέρα στον ίδιο άνθρωπο, είναι μεγάλη ευτυχία».
Ποια άλλα θέματα της ανθρώπινης φύσης θέλατε να καυτηριάσετε μέσω της ιστορίας αλλά και των χαρακτήρων της ταινίας; «Οχι, όχι με παρεξηγήσατε. Το μόνο κίνητρο ήταν να κάνω το κοινό να γελάσει. Τίποτε το βαθύτερο. Είμαι πιο επιφανειακός από όσο νομίζετε. Αυτό για εσάς είναι φιλοσοφικά σοκαριστικό, καταλαβαίνω».
Αυτό όμως αποτελεί εξαίρεση για εσάς. Από το «Ωραίο μου πλυντήριο» μέχρι τη «Βασίλισσα», είστε σκηνοθέτης που κυρίως ενδιαφέρεται για την κοινωνική πραγματικότητα στη χώρα σας. Σας έχουν αποκαλέσει «ανατόμο των κοινωνικών τάξεων». Σήμερα που ζούμε σε εποχές που το κοινωνικό σινεμά είναι, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητο, που η Ευρώπη φλέγεται από έναν διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό πόλεμο, εσείς έχετε πια την όρεξη να επιστρέψετε στο ύφος των πρώτων ταινιών σας και να καταθέσετε τη γνώμη σας; «Μιλάμε για εντελώς διαφορετικές εποχές. Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω πια. Φυσικά και με προβληματίζουν όσα συμβαίνουν γύρω μου, φυσικά τα παρατηρώ και φυσικά τα καταγράφω στο συνειδητό μου. Είμαι τόσο νέος, όμως, ώστε να τα αποτυπώσω με τον παλμό που τους αξίζει; Μπορώ να τα επεξεργαστώ με τη διαύγεια και το πάθος ενός νεότερου σκηνοθέτη; Δεν το έχω απαντήσει ακόμη στον εαυτό μου. Μπορεί και να μας εκπλήξω στο μέλλον. Προς το παρόν, ας γελάσουμε λίγο. Μας επιτρέπεται, νομίζω…».
«Η επεισοδιακή επιστροφή της Ταμάρα Ντρου» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 23 Δεκεμβρίου.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 533, σελ. 42-45, 02/01/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.