Toυ Φιλίπ Λεγκραίν,
συγγραφέα του βιβλίου Afterscock: Reshaping the World Economy After Crisis.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να δουν κατάματα τα γεγονότα. Η στρατηγική τους για την αντιμετώπιση της κρίσης που σαρώνει την Ευρωζώνη έχει αποτύχει παταγωδώς. Αντί να αποτρέψει τη διάδοση της κρίσης, έχει συντελέσει στην εξάπλωση της. Συν τοις άλλοις, η κρίση επιδεινώνει, δεν ανακουφίζει το ευρωπαϊκό πρόβλημα χρέους. Παράγει πολιτικές συγκρούσεις και στο εσωτερικό των κρατών και ανάμεσα στα κράτη μέλη. Και δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του τραπεζικού τομέα που βρίσκεται στη ρίζα της. Δεν είναι καιρός για μια διαφορετική προσέγγιση;
Το πρόβλημα οφείλεται εν μέρει στο ότι έχει γίνει λάθος διάγνωση των αιτίων της κρίσης. Η σημερινή κρίση δεν είναι πρωταρχικά κρίση του ευρώ αλλά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο φόβος των αγορών εστίαζε στο δολάριο και την στρατηγική ποσοτικής χαλάρωσης της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Και το βασικό ζήτημα για την Ευρώπη σήμερα δεν είναι τα οφέλη του ενιαίου νομίσματος. Είναι η προβληματική και επικίνδυνη κατάσταση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Στα χρόνια της μεγάλης φούσκας το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υποτιμούσε τον κίνδυνο και κατένειμε λάθος τα κεφάλαια. Οι χορηγήσεις δανείων με υπερβολικά χαμηλό κόστος ήταν υπερβολικές και προς πολλές κατευθύνσεις: προς τους δανειολήπτες των αμερικανικών στεγαστικών υψηλού κινδύνου, προς τους κατασκευαστές ακινήτων της Ισπανίας, προς τις τράπεζες της Ισλανδίας και της Ιρλανδίας, προς το Ντουμπάι και την Ελλάδα.
Ανάμεσα στους μεγαλύτερους δανειστές ήταν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Έτσι σήμερα έχουν βρεθεί φορτωμένες με ολόκληρα βουνά χρεογράφων – κρατικά ομόλογα, τραπεζικά ομόλογα και κατασκευαστικά δάνεια – που πολύ θα ήθελαν να μην έχουν. Οι περισσότερες τράπεζες έχουν ισχυρό πρόβλημα ρευστότητας και παραμένουν ζωντανές μόνο χάρη στη φτηνή χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ορισμένες έχουν υποστεί πολύ μεγάλες ζημιές τις οποίες όμως έχουν μόνον μερικώς αναγνωρίσει. Κατά συνέπεια κάποιες τράπεζες είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυες. Τα τεστ αντοχής των ευρωπαϊκών τραπεζιών δεν ήταν τόσο αυστηρά όσο έπρεπε ώστε να ρίξουν φως όλα σε αυτά. Σε τελική ανάλυση τα ευρωπαϊκά τεστ έβγαλαν υγιείς δύο τράπεζες της Ιρλανδίας, την Bank of Ireland και την Allied Irish Bank, που λίγους μήνες μετά κατέρρευσαν.
Η ευρωπαϊκή κρίση είναι κατά τον πυρήνα της μια διαπάλη για το ποιος θα πληρώσει στο τέλος αυτές τις τραπεζικές ζημιές. Μέχρι στιγμής η απόφαση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είναι ότι οι κάτοχοι ομολογιών των τραπεζών πρέπει να προστατευθούν με κάθε κόστος και ότι τις ζημιές πρέπει να αναλάβουν οι φορολογούμενοι – ακόμη και αν αυτό οδηγεί στα όρια τη φερεγγυότητα των κρατών. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της Ιρλανδίας, λιγότερο σε άλλες περιπτώσεις. Επειδή η ανοχή των ψηφοφόρων απέναντι στη χρηματοδότηση των τραπεζών μειώθηκε συν τω χρόνω, οι κυβερνήσεις ενεργούν με συγκεκαλυμμένο τρόπο: με τη χορήγηση μεγάλων δανείων στην Ελλάδα και την Ιρλανδία έτσι ώστε αυτές να αποπληρώσουν τις γερμανικές, τις γαλλικές, και τις βρετανικές τράπεζες στο σύνολο των απαιτήσεών τους – κι όλα αυτά με το πρόσχημα της υπεράσπισης του ευρώ.
Η στρατηγική αυτή δεν είναι απλά άδικη, κοστοβόρα και επικίνδυνη. Είναι και αναποτελεσματική. Τα κράτη επιβαρύνουν τους φορολογούμενους με πολύ μεγάλα ποσά που θα θέσουν σε κίνδυνο τη μελλοντική τους οικονομική ανάπτυξη. Η διάσωση της Ιρλανδίας είναι στην πραγματικότητα ένα δάνειο της τάξης των 20.000 ευρώ ανά Ιρλανδό πολίτη με υψηλό επιτόκιο. Όλα αυτά προκαλούν λαϊκιστικές και ακραίες αντιδράσεις. Αρκεί να δούμε τις πρόσφατες επιτυχίες του Σιν Φέιν. Όλα αυτά διαβρώνουν την υποστήριξη των λαών για το κοινό νόμισμα και την ΕΕ. Οι σώφρονες Γερμανοί είναι εξοργισμένοι με τη διάσωση των σπάταλων Ελλήνων και των αστόχαστων Ιρλανδών. Οι Ιρλανδοί είναι εξοργισμένοι με τις ‘επανορθώσεις’ που τους επέβαλε η ΕΕ ενώ η οργή τους θα έπρεπε να στρέφεται κυρίως προς τις τράπεζες που σε τελική ανάλυση επωφελούνται. Όλα αυτά ενθαρρύνουν την χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, και όχι μόνο των προβληματικών τραπεζών. Κεφάλι κερδίζουν οι τράπεζες, γράμματα χάνουν οι φορολογούμενοι. Και με τις εγγυήσεις που παρείχαν προς τα χρέη των τραπεζών, όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπιστία τους και εν τέλει την ίδια τους τη φερεγγυότητα.
Οι αγορές ομολόγων σήμερα δοκιμάζουν τις υποσχέσεις των κυβερνήσεων. Σώσατε τους ομολογιούχους του ελληνικού δημοσίου και των ιρλανδικών τραπεζών, τι θα κάνετε με τα πορτογαλικά, τα ισπανικά και τα άλλα χρεόγραφα; Το πράγμα λειτουργεί σαν αυτό-εκπληρούμενη προφητεία: ακόμα και μια υγιής οικονομία αντιμετωπίζει πρόβλημα αν οι αγορές αρνηθούν να της δανείσουν. Και ενώ το κόστος της ελληνικής διάσωσης ήταν 110 δις ευρώ και της ιρλανδικής 85 δις, το κόστος μια διάσωσης της Ισπανίας μπορεί να φτάσει τα 400 δις – και μετά ποιος ξέρει; Η κρίση μπορεί να απλωθεί στην Ιταλία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, ενδεχομένως και τη Γερμανία. Σε κάποιο σημείο το κόστος διάσωσης των ευρωπαϊκών τραπεζών θα αποδειχτεί αβάσταχτο. Υπάρχουν όρια στη δυνατότητα και την διάθεση της Γερμανίας να παρέχει δάνεια – και το ευρώ θα πέσει θύμα της πολιτικής και χρηματοπιστωτικής αναταραχής που θα ακολουθήσει. Αλλά ακόμα και αν η δυνατότητα και η διάθεση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να σώσουν τις τράπεζες δεν δοκιμαστεί ως το σημείο της πλήρους καταστροφής, η στρατηγική παραμένει λανθασμένη. Αντί της θυσίας των φορολογουμένων προκειμένου να προστατευτούν οι ομολογιούχοι, της πτώσης των χωρών στα δίχτυα των αγορών σε ένα φαινόμενο ντόμινο και της αποτυχίας αντιμετώπισης του υποκείμενου τραπεζικού προβλήματος, αυτό που απαιτείται σήμερα είναι μια πανευρωπαϊκή λύση που θα υποχρεώσει τις τράπεζες να αναγνωρίσουν τις ζημιές τους και τους κατόχους ομολόγων να συμβάλουν στην αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών αν αποδειχτεί απαραίτητο.
Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη διεξαγωγή πολύ πιο αυστηρών τεστ για την αναγνώριση των διαφόρων τρυπών που υπάρχουν στους ισολογισμούς των τραπεζών. Οι τράπεζες θα πρέπει στη συνέχεια να υποχρεωθούν να συγκεντρώσουν πρόσθετα κεφάλαια, καταρχήν αντλώντας τα από τις αγορές και στη συνέχεια μετατρέποντας τα ομόλογα των κατόχων ομολόγων τους σε μετοχές. Οι πιο αδύνατες τράπεζες θα πρέπει ή να πουληθούν ή να κλείσουν. Ως τότε βέβαια η ΕΚΤ πρέπει να συνεχίσει να παρέχει ρευστότητα στις τράπεζες.
Εφόσον λυθεί το πρόβλημα της ανησυχίας σχετικά με τα χρέη των τραπεζών, τα χρέη των περισσότερων κυβερνήσεων θα γίνουν πιο διαχειρίσιμα. Μόνο η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει αναδιάρθρωση του χρέους της. Και η ανάγκη για σαρωτική λιτότητα που περιορίζει δραστικά τις προοπτικές ανάπτυξης θα περιοριστεί. Η ΕΕ θα μπορέσει, αντί των σημερινών της επιλογών, να προχωρήσει σε έκδοση ομολόγων με στόχο να στηρίξει την ανάπτυξη. Όλα αυτά θα σημάνουν τον τερματισμό της χρηματοπιστωτικής κρίσης, θα τονώσουν την ανάπτυξη, θα περιορίσουν τις πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις και θα διασφαλίσουν το ευρώ.
Είμαστε μπροστά σε μια αποφασιστική στιγμή για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα κυριαρχήσουν τα στενά συμφέροντα των τραπεζιτών πάνω στα συμφέροντα της κοινωνίας ολόκληρης;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.