Στις 11 Οκτωβρίου του 2010, η Τράπεζα της Σουηδίας απένειμε το βραβείο που έχει θεσπίσει στη μνήμη του Αλφρεντ Νόμπελ. Οι βραβευθέντες αυτής της χρονιάς χρησιμοποίησαν τα πιο πολύπλοκα θεωρητικά εργαλεία της οικονομικής επιστήμης για να αποδείξουν ότι... δεν είναι και τόσο εύκολο να βρει κανείς δουλειά. «Πώς μπορεί να αγωνιστεί η πολιτική οικονομία ενάντια στην ανεργία;», «Γιατί τόσοι άνθρωποι είναι άνεργοι τη στιγμή που υπάρχουν διαθέσιμες δουλειές;»(1). Δύσκολα θα μπορούσε να βρει κανείς πιο πιεστικά και εύστοχα ερωτήματα τη στιγμή που ο αριθμός των ανέργων φτάνει σε επίπεδα ρεκόρ στις περισσότερες από τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας -η οποία κάθε χρόνο πιθηκίζει απονέμοντας τη δική της εκδοχή του διάσημου βραβείου Νόμπελ(2) στον τομέα της οικονομίας- απ' ό,τι φαίνεται πέτυχε διάνα, βραβεύοντας φέτος τους οικονομολόγους Πίτερ Ντάιμοντ, Ντέιλ Μόρτενσεν και Κρίστοφερ Πισσαρίδη για το «φως που έριξαν» στη «λειτουργία των αγορών», καθώς και για τη συμβολή τους στην «ανάπτυξη της σύγχρονης θεωρίας της ανεργίας». Διόλου απίθανο είναι, να επιθυμούσε, επίσης, να συνδράμει την κυρίαρχη σκέψη, η οποία παραδέρνει μέσα σε μια πραγματική θύελλα από αντιξοότητες, καθώς οι τιμονιέρηδές της επιμένουν με πείσμα να αρμενίζουν ενάντια στο ρεύμα της οικονομικής πραγματικότητας.
Οι βραβευθέντες οικονομολόγοι ανήκουν στη λεγόμενη «νεοκλασική» παράδοση, σύμφωνα με την οποία, εάν οι αγορές αφεθούν να δράσουν ελεύθερα, θα κατορθώσουν να εξισορροπήσουν την προσφορά και τη ζήτηση μέσω του μηχανισμού της αυθόρμητης εξέλιξης των τιμών. Εάν δε αυτό το δόγμα εφαρμοστεί στην αγορά εργασίας, η ελεύθερη δράση των ανταγωνιστικών δυνάμεων θα είναι αρκετή για να εξασφαλιστεί η πλήρης απασχόληση. Το γεγονός ότι αυτή η λαμπρή μηχανή της αγοράς εργασίας δημιουργεί μερικές φορές ανεργία, εξηγείται από το ότι ορισμένες «ακαμψίες» μπλοκάρουν τα γρανάζια της: συνίστανται δε, κατά κύριο λόγο, στα συνδικάτα και στη νομοθεσία η οποία επιβάλλει περιορισμούς στις επιχειρήσεις (κατώτατο μισθό, εργατικό δίκαιο κ.λπ.).
Μάλιστα, οι εργασίες που βραβεύτηκαν φέτος από την Τράπεζα της Σουηδίας επικεντρώνονται στις ατέλειες της «αγοράς εργασίας». Ο Μόρτενσεν και ο Πισσαρίδης -υιοθετώντας τις αναλύσεις του Ντάιμοντ σχετικά με τις «τριβές» στις αγορές- καταπιάστηκαν με τη δυσκολία «συνάντησης» των επιχειρήσεων και των ανέργων: σύμφωνα με την αργκό τους, η ανεργία οφείλεται σε ένα «πρόβλημα ταιριάσματος». Πράγματι, δεδομένου ότι είναι ατελής η πληροφόρηση που διαθέτουν και οι μεν και οι δε, η διαδικασία της αναζήτησης εργασίας είναι χρονοβόρα και συνεπάγεται επιπρόσθετο κόστος, με αποτέλεσμα να προκαλείται, όπως εξηγούν, ανεργία.
Εκ πρώτης όψεως, παρόμοια συμπεράσματα φαίνονται λογικά. Οσο δυσκολότερη ή πιο δαπανηρή γίνεται η αναζήτηση εργασίας, τόσο η ανεργία αυξάνεται. Κατά τον ίδιο τρόπο, όσο περισσότερο οι προσλήψεις και οι απολύσεις δημιουργούν πρόβλημα στις επιχειρήσεις, τόσο λιγότερες θέσεις εργασίας δημιουργούν.
Οι συστάσεις των βραβευμένων συγγραφέων για την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί στα ζητήματα της απασχόλησης, αντλούν την έμπνευσή τους από τη φιλελεύθερη σκέψη. «Ας εξετάσουμε την περίπτωση της αύξησης των επιδομάτων ανεργίας», εξηγεί με παιδαγωγικό οίστρο η Τράπεζα της Σουηδίας. «Αυτή η αύξηση μεγεθύνει τα κέρδη που προσφέρει η ανεργία και μειώνει τα κέρδη που συνεπάγεται η εύρεση μιας θέσης εργασίας. Συνεπώς, αποτελεί κίνητρο για αύξηση των μισθών -έτσι ώστε να προσελκύονται οι υποψήφιοι εργαζόμενοι- με αποτέλεσμα να μειώνεται ο διαθέσιμος αριθμός των θέσεων εργασίας, να αυξάνεται η ανεργία και να ανεβαίνει το ύψος των μισθών»(3). Οι αυξήσεις των μισθών -οι οποίες τροφοδοτούνται από το προαναφερθέν αντισταθμιστικό εισόδημα που ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζόμενων (οι οποίοι διαθέτουν επίσης τη βοήθεια των συνδικάτων)- αντιπροσωπεύουν αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις, οι οποίες υποχρεώνονται να μειώσουν τον αριθμό των θέσεων εργασίας. Υστερα από ογδόντα χρόνια προόδου της νεοκλασικής σκέψης, συναντάμε και πάλι το τροπάριο που ξεκίνησε όταν, το 1931, ο οικονομολόγος Ζακ Ριέφ διατύπωσε τη θεωρία του: η ασφάλιση κατά της ανεργίας και τα επιδόματα ανεργίας αποτελούν την κύρια αιτία της ανεργίας.
ΤΟ «ΤΑΙΡΙΑΣΜΑ»
Ωστόσο, για να εξηγηθεί η ανεργία με τις θεωρίες του «ταιριάσματος» και της αναζήτησης εργασίας, θα έπρεπε να κατορθώσουμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, τον Σεπτέμβριο του 2008, τα επιδόματα ανεργίας πρέπει να αυξήθηκαν σημαντικά (ανεβάζοντας συνεπώς κατακόρυφα τις μισθολογικές διεκδικήσεις των εργαζόμενων), καθώς και ότι, παράλληλα, η «προοπτική μιας γερής λυτρωτικής κρίσης» πρέπει να προκάλεσε αρκετό ενθουσιασμό στους εργαζόμενους, οι οποίοι υπέθεσαν ότι χάρη σε αυτήν θα υπάρξουν καινούριες θέσεις εργασίας με υψηλότατους μισθούς. Ετσι, όλα αυτά πρέπει να είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσουν ξαφνικά οκτώ εκατομμύρια αμερικανοί εργαζόμενοι να εγκαταλείπουν τις κακοπληρωμένες ώς τώρα δουλειές τους και να επιδίδονται μετά μανίας στο κυνήγι των καλύτερων ευκαιριών «ταιριάσματος» στην αγορά εργασίας. Συνεπώς, αυτά τα οκτώ εκατομμύρια εργαζόμενων που εγκατέλειψαν γεμάτα ενθουσιασμό κι ευθυμία τις θέσεις εργασίας τους, δεν πρέπει να λογίζονται ως «άνεργοι», δεδομένου ότι ποντάρουν σε ένα καλύτερο μέλλον, «επενδύοντας» ορθολογικά σε μια παρατεταμένη περίοδο αναζήτησης εργασίας.
Η Τράπεζα της Σουηδίας, χωρίς αμφιβολία, δεν αγνοεί ότι υπάρχει κρίση, εντούτοις θεωρεί σωστό να στηρίξει αυτή την άποψη. Επιδίδεται, λοιπόν, στην υπεράσπιση και στην απόδειξη της ορθότητας των θέσεων που βράβευσε. Ομως, ορισμένοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι αυτές οι θέσεις περνούν σε επικίνδυνο βαθμό τα όρια της διανοητικής λαθροχειρίας. Η οποία εμφανίζεται με τη μορφή ενός γραφήματος που συσχετίζει το ποσοστό της ανεργίας και τις κενές θέσεις εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το 2000. Και το συμπέρασμα; Το κείμενο της επιστημονικής υποστήριξης αναφέρει ότι «κατά τη διάρκεια της σημερινής κρίσης παρατηρήθηκε μια ξεκάθαρη μετακίνηση της καμπύλης»· ωστόσο, παραδέχεται ότι... «οι λόγοι της μετακίνησης δεν έχουν γίνει ακόμα κατανοητοί»(4). Κάτι τέτοιο άξιζε στ' αλήθεια ένα Νόμπελ.
Κι όμως, υπάρχουν ερμηνείες του φαινομένου. Για παράδειγμα, εκείνη που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μετακίνηση της καμπύλης αλλά μετακίνηση κατά μήκος της καμπύλης. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, το γράφημα αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας καταρρέει την περίοδο Ιουνίου 2008-Δεκεμβρίου 2009, τη στιγμή που η ανεργία αυξάνεται ραγδαία: η θέση αυτή είναι εντελώς αντίθετη με εκείνη που υιοθετεί η επιτροπή της Τράπεζας της Σουηδίας. Και φυσικά, η τελευταία δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία. Οπως, εξάλλου, δεν έδωσε καμία σημασία στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου οι μισθοί μειώθηκαν σημαντικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λογικό εκ μέρους της, γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε την αναγνώριση ενός δεύτερου λόγου ακυρότητας των αναλύσεων στις οποίες στηρίχθηκε η απονομή του Νόμπελ.
Ο πρώτος λόγος του χάσματος ανάμεσα στη θέση του «ταιριάσματος» και στην πραγματικότητα οφείλεται στον ορισμό που δίνει για την ανεργία. Στις κοινωνίες μας, στις οποίες η εργασία είναι ταυτόχρονα ένα σημαντικό μέσο κοινωνικής ενσωμάτωσης, μια ηθική υποχρέωση και ένας δυνητικός τρόπος για την ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ατόμου, η εξομοίωση της αναζήτησης εργασίας με το αποτέλεσμα ενός ορθολογικού οικονομικίστικου υπολογισμού σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε τα πραγματικά κίνητρα όσων αναζητούν εργασία. Οι έρευνες που μπαίνουν στον κόπο να ενδιαφερθούν για τη γνώμη των μισθωτών, αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι τα κίνητρά τους δεν χωρούν διόλου στο καλούπι της ψυχρής και υπολογιστικής ορθολογικότητας των Νόμπελ 2010.
ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αντίθετα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πολλοί δικαιούχοι του Ελάχιστου Εισοδήματος Ενταξης (RMI)(5) αναζητούν δραστήρια μία θέση εργασίας, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η πρόσληψή τους σε κάποια επιχείρηση δεν θα τους εξασφάλιζε κάποιο περαιτέρω οικονομικό όφελος. Οσο κι αν αυτό δεν αρέσει στον Ζακ Ριέφ και στους πνευματικούς κληρονόμους του, δεν είναι διόλου προφανές ότι τα επιδόματα εργασίας αποθαρρύνουν τους άνεργους από την αναζήτηση μιας θέσης εργασίας. Γι' αυτόν, άλλωστε, τον λόγο, χώρες όπως η Σουηδία και η Δανία κατόρθωσαν να επιτύχουν τα υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης στην Ευρώπη, συνδυάζοντας υψηλά επίπεδα επιδομάτων ανεργίας και σημαντικές δημόσιες δαπάνες στον τομέα αυτό, οι οποίες, μεταξύ άλλων, αφορούσαν και τα λεγόμενα «ενεργά μέτρα», τα οποία εγγυώνται στους άνεργους βοήθεια, συμβουλές και παροχή επαγγελματικής κατάρτισης. Δυστυχώς, οι «μεταρρυθμίσεις» που εισήγαγαν τα τελευταία χρόνια οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις συνεπάγονταν -τόσο στις σκανδιναβικές χώρες όσο και αλλού- την καθιέρωση αυστηρότερων κριτηρίων για την αποζημίωση των ανέργων, τη μείωση των επιδομάτων και την αύξηση των απαιτήσεων που τίθενται στους άνεργους, κυρίως όσον αφορά τις προτάσεις εργασίας που είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν(6).
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο πλανώνται οι βραβευθέντες οικονομολόγοι, είναι ότι η κυρίαρχη σκέψη -η οποία χαρακτηρίζεται από την εντυπωσιακή ικανότητά της να επιλέγει από όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την πραγματικότητα μονάχα όσα την εξυπηρετούν και να αδιαφορεί για τα υπόλοιπα- αποκρύπτει συστηματικά, εδώ και τριάντα χρόνια, ακόμα και την πιθανότητα να εκδηλωθεί κάποια οικονομική κρίση, όπως επίσης και τους μηχανισμούς που δημιουργούν τη ζήτηση στις καπιταλιστικές οικονομίες. Κι όμως, πολλοί οικονομολόγοι -σίγουρα λιγότερο προβεβλημένοι και βραβευμένοι- ασχολήθηκαν με αυτά τα ζητήματα.
Για παράδειγμα, ο αμερικανός Χάιμαν Μίνσκι (1919-1996), ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον αναπόφευκτο χαρακτήρα των κρίσεων, και του οποίου η ανάλυση μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: κατά την διάρκεια των περιόδων στις οποίες κυριαρχεί η ηρεμία και η οικονομική μεγέθυνση, όλοι όσοι δραστηριοποιούνται στις χρηματαγορές έχουν την τάση να ξεχνούν τις προηγούμενες κρίσεις. Σιγά σιγά, απομακρύνονται από τις επενδύσεις που παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο κι ένα λογικό επίπεδο απόδοσης και στρέφονται σε ολοένα πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις, των οποίων η προσδοκώμενη απόδοση είναι κατά πολύ υψηλότερη. Καθώς αυξάνεται σταδιακά το επίπεδο του κινδύνου που αναλαμβάνουν, οι επενδυτές καταλήγουν σε τοποθετήσεις οι οποίες μπορούν να αναχρηματοδοτηθούν μονάχα με νέα δάνεια. Κι όταν το επίπεδο των χρεών τους φτάσει σε δυσθεώρητο ύψος (καθώς τα χρέη βρίσκονται σε απόλυτη αναντιστοιχία με τα προσδοκώμενα εισοδήματα από τις επενδύσεις), το σύνολο του συστήματος οδηγείται στην κατάρρευση. Πράγματι, ο οικονομικός κύκλος αντιστρέφεται κατά τη διάρκεια των περιόδων όπου στερεύει η ρευστότητα: καθώς η πραγματική οικονομία δεν βρίσκει πλέον πηγές χρηματοδότησης, ο ρυθμός της οικονομικής μεγέθυνσης αρχίζει να υποχωρεί, οι επιχειρήσεις απολύουν κι η ανεργία αυξάνεται κατακόρυφα.
Αυτή η πρώτη εξήγηση συνοδεύεται αναπόφευκτα από μια δεύτερη, η οποία αναπτύχθηκε ακολουθώντας τα διδάγματα από το έργο του πολωνού οικονομολόγου Μίκαελ Καλέτσκι (1899-1970). Οι πολιτικές συγκράτησης του μισθολογικού κόστους που εφαρμόζονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οδήγησαν σε σημαντική αναδιανομή της προστιθέμενης αξίας -εις βάρος των μισθών και προς όφελος των κερδών- της τάξης των 5-10 εκατοστιαίων μονάδων του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ανάλογα με τη χώρα. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές φαινόμενο. Το σχετικά χαμηλό επίπεδο των μισθών ώθησε τα νοικοκυριά να δανειστούν, καταφεύγοντας σε χρηματοοικονομικούς ενδιάμεσους, οι οποίοι είχαν μια έξυπνη ιδέα: να μεταφέρουν το βάρος του κινδύνου που εγκυμονούσαν τα δάνεια στις χρηματαγορές, μέσω της «τιτλοποίησης» των δανείων. Η λύση αυτή προσέδωσε μια νέα δυναμική στην οικονομία, η οποία όμως οδήγησε στην οικονομική κρίση του 2007. Ο φαύλος κύκλος ενισχύθηκε και επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της προστιθέμενης αξίας που αποκόμισαν όλοι όσοι καρπώθηκαν τα κέρδη, δεν διατέθηκε για παραγωγικές επενδύσεις, αντιθέτως, προτιμήθηκαν οι επενδύσεις στις χρηματαγορές. Συνολικά, η παραμόρφωση της κατανομής της προστιθέμενης αξίας έβλαψε σημαντικά την ανάπτυξη και την απασχόληση, δεδομένου ότι στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες η συνολική ζήτηση εξακολουθεί να στηρίζεται δομικά στους μισθούς και όχι στα κέρδη.
ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Παρόμοιες αναλύσεις οδηγούν σε συστάσεις για υιοθέτηση οικονομικών πολιτικών οι οποίες είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες που προτείνουν οι οικονομολόγοι που βραβεύτηκαν από την Τράπεζα της Σουηδίας και μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Για την αντιμετώπιση της ανεργίας, οι κυβερνήσεις οφείλουν να θεσπίσουν νομοθετικούς περιορισμούς στις πρακτικές των χρηματαγορών και να λάβουν μέτρα τα οποία θα εξασφαλίζουν ότι τα κέρδη θα τροφοδοτήσουν κατά κύριο λόγο τις επενδύσεις. Πρέπει, επίσης, να ενισχύσουν το ρόλο των συνδικάτων και τις διατάξεις του εργατικού δικαίου, να δρομολογήσουν διαδικασίες μισθολογικών διαπραγματεύσεων και να μεριμνήσουν για την καλύτερη κατανομή των φόρων ανάμεσα στη μεσαία τάξη και στην τάξη των εύπορων(7).
Ευτυχώς για την επιτροπή της Τράπεζας της Σουηδίας που απονέμει τα Νόμπελ μονάχα σε ζώντες και όχι μεταθανάτια, τον Μίνσκι και τον Καλέτσκι τους έχουν θάψει εδώ και καιρό, κι όχι μόνο κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά. Η κυρίαρχη σκέψη φρόντισε γι' αυτό.
(1) Δελτίο τύπου της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών της Σουηδίας, 11 Οκτωβρίου 2010.
(2) Βλέπε Hazel Henderson, «Το Νόμπελ των αγορών», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 27-2-05. Βλ. http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article290
(3) «Scientific Background on Sveriges Riksbank Prize in Economic Sciences in Memory of Alfred Nobel 2010, market with search Frictions», σελ. 17-18.
(4) «Scientific Background», όπ.π.
(5) (ΣτΜ) Στη Γαλλία, όλοι οι αποδεδειγμένα άποροι πολίτες άνω των 25 ετών λαμβάνουν το RMI, ύψους μερικών εκατοντάδων ευρώ.
(6) Βλέπε Jean-Pierre Sereni, «Les parts d'ombre du paradis danois», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 2010.
(7) Βλέπε σχετικά με αυτό το ζήτημα τις προτάσεις του «μανιφέστου των τεθλιμμένων οικονομολόγων»: http://atterres.org
* Μέλη της γαλλικής Ενωσης Πολιτικής Οικονομίας και υφηγητές, αντίστοιχα, στο Κέντρο Οικονομίας του πανεπιστημίου Paris-ΧΙΙΙ και στο Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών Σπουδών του πανεπιστημίου Paris-VIII.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.