Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά όπου γευόμαστε, θα παρακαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη. Τις πρόσοδες της πατρίδας τις κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμεν τίποτας, σε “πηρεσίαν να μπούμεν”, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν…
Αγοράζομεν πρόσοδες, τις τρώμε όλες. Χρωστούν είς το Ταμείον δεκαοχτώ ΄κατομμύρια ο ένας και ο άλλος. Οι αγωνισταί, οι περισσότεροι και οι χήρες κι αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία – γεμίσαμαν πλήθος πιανοφόρια και κιθάρες. Οι δανεισταί μας ζητούν τα χρήματα τους, λεπτό δεν τους δίνομεν από αυτά – κάνουν επέμβασιν εις τα πράγματά μας. Και ποτές δεν βρίσκομεν ίσιον δρόμον. Πως θα σωθούμε εμείς μ’ αυτά και να σκηματιστούμεν εις την κοινωνίαν του κόσμου ως άνθρωποι; Ο Θεός ας κάμη το έλεός του να μας γλητώση από τον μεγάλον γκρεμνόν όπου τρέχομεν να τζακιστούμεν.
Το αλιεύσαμε στο περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, τεύχος Μαΐου 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.