Κάθε αλλαγή στους εκπαιδευτικούς θεσμούς, όπως αυτή που προωθείται σήμερα στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, συνδέεται με τη δράση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που βρίσκονται στην εξουσία, που επιθυμούν να ελέγχουν το χώρο της εκπαίδευσης και να τον προσανατολίζουν στα ειδικότερα συμφέροντά τους.
Η διαδικασία για την εισαγωγή των αλλαγών προβλέπει, συνήθως, μορφές διαπραγμάτευσης με τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, με σκοπό να διασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση. Σε συγκεντρωτικά εκπαιδευτικά συστήματα, σαν της χώρας μας, οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης έχουν τυπικό και επικοινωνιακό χαρακτήρα, ενώ συνοδεύονται από μια ρητορική που επιδιώκει να πείσει ότι οι προωθούμενες αναδιαρθρώσεις έχουν τη γενικότερη αποδοχή της κοινωνίας. Στην προοπτική χειραγώγησης της κοινής γνώμης και της δημιουργίας ευνοϊκών κοινωνικών συσχετισμών, προκρίνονται ποικίλες μορφές «δημόσιας διαβούλευσης». Μια πρόσφατη μορφή «δημόσιας διαβούλευσης», που περιβάλλεται από τους κυβερνώντες με φετιχιστικές ιδιότητες, είναι η ηλεκτρονική διαβούλευση, όπου οι πολίτες μπορούν να διατυπώσουν ηλεκτρονικά τις απόψεις τους για τις προωθούμενες αλλαγές. Στα πανεπιστήμια η διαβούλευση προβλέπει, επίσης, συζήτηση στο κείμενο που διένειμε το υπουργείο Παιδείας. Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αφήνοντας σκόπιμα ανοικτά θέματα μικρής σπουδαιότητας, φαίνεται πρόθυμη να συζητήσει προτάσεις, συμπληρώσεις και προσαρμογές, ώστε το τελικό κείμενο να εμφανιστεί ως προϊόν συναινετικών διαδικασιών. Επί της ουσίας, πρόκειται για μια τυπική περίπτωση παραπλάνησης και πολιτικής χειραγώγησης των πολιτών και της κοινής γνώμης, αφού το αντικείμενο της διαβούλευσης σε καμιά περίπτωση δεν αφορά στο σκληρό πυρήνα των αλλαγών, αλλά δευτερεύοντα και επουσιώδη ζητήματα. Ευρύτερο σχέδιο Για μια αξιόπιστη προσέγγιση του σχεδίου μεταρρύθμισης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, είναι αναγκαίο να προσμετρήσουμε τις συνθήκες και το πλαίσιο, που προωθούνται οι εν λόγω αλλαγές. Κι αυτό γιατί, συχνά, ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας τέτοιων αναδιαρθρώσεων συγκαλύπτεται από αδιαφανείς προθέσεις που δεν κατανοούνται, πάντα, ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Υπάρχει, πράγματι, κάποιο ευρύτερο σχέδιο που συνέχει όλες τις αλλαγές στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς επίσης και τις προτεινόμενες αλλαγές στα τριτοβάθμια ιδρύματα; Σήμερα το ερώτημα αυτό μοιάζει μάλλον ρητορικό, αφού είναι εμφανές ότι το κεντρικό νήμα που συνδέει όλες τις προωθούμενες αλλαγές είναι η συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας που σχετίζεται με τις συλλογικές υποδομές και υπηρεσίες και το συνακόλουθο πέρασμά τους σε μορφές ιδιωτικής λειτουργίας και εκμετάλλευσης. Μάλιστα, η υφιστάμενη οικονομική και πολιτική συγκυρία προσδιορίζει το ρυθμό και την ένταση των αλλαγών, που είναι κατακλυσμιαίες. Οι προωθούμενες αλλαγές δεν περιορίζονται μόνο σε επιχειρήσεις και υπηρεσίες που η διαπιστωμένη αναποτελεσματικότητα και δυσλειτουργία τους νομιμοποιεί, ενδεχομένως, αναδιαρθρώσεις. Πρόκειται, μιλώντας με επιστημολογικούς όρους, για μια βίαιη προσπάθεια επιβολής ενός διαφορετικού «παραδείγματος», που θέλει ακόμη και αποτελεσματικές υπηρεσίες και κερδοφόρες επιχειρήσεις του δημοσίου, να αλλάζουν χαρακτήρα και ιδιοκτησιακή μορφή. Με ιδεολογικούς, επίσης, όρους, πρόκειται για την προώθηση ενός διαφορετικού ανθρωπολογικού προτύπου, που αντιμετωπίζει τους πολίτες ως μεμονωμένους καταναλωτές προϊόντων και υπηρεσιών. Οι προηγούμενες απόψεις επιχειρείται συντονισμένα και με κατάλληλες μεθοδεύσεις να εισχωρήσουν και να αποικήσουν στη σκέψη μας ως ένας «φυσικός» ντετερμινισμός. Έτσι, οι προτεινόμενες αλλαγές εμφανίζονται ως οι μόνες αποτελεσματικές, ενώ παραγκωνίζονται σύγχρονες θεωρητικές επεξεργασίες, αλλά και η αντίστοιχη κοινωνική εμπειρία που βεβαιώνουν ότι οι συλλογικές λύσεις στα συλλογικά προβλήματα είναι, συνήθως, οι βέλτιστες. Οι προηγούμενες επισημάνσεις κρίνονται αναγκαίες για τη μελέτη των αναδιαρθρώσεων που προωθούνται σήμερα στα τριτοβάθμια ιδρύματα, αφού ορίζουν ένα στοιχειώδες μεθοδολογικό πλαίσιο που μας διευκολύνει να αξιολογήσουμε βασικά σημεία των αλλαγών, από δευτερεύοντα και επουσιώδη. Ενδεικτικά σημεία Ας εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σε ενδεικτικά σημεία των επιχειρούμενων αλλαγών που, βέβαια, δεν τα προκρίνει κάποια επιστημονική «αναγκαιότητα»! Η πρόθεση πρόσδεσης των πανεπιστημίων στις επιχειρήσεις και τα ιδιωτικά συμφέροντα αποτυπώνεται με ενάργεια στη νέα μορφή διοίκησης που προωθείται, στον τρόπο χρηματοδότησης των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, καθώς και στον προτεινόμενο τρόπο εξασφάλισης των αμοιβών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Η προοπτική εξάρτησης των πανεπιστημίων από την επιχειρηματική χρηματοδότηση, είναι βέβαιο ότι θα αλλάξει άρδην τον προσανατολισμό τους, προς την κατεύθυνση που επιθυμούν η «αγορά» και οι ιδιώτες, δηλαδή την παραγωγή εξειδικευμένης και «χρήσιμης» γνώσης. Όπως ισχυρίζεται ο φιλόσοφος Σλαβόϊ Ζίζεκ αναφερόμενος στον επιστημονικό και κοινωνικό ρόλο των πανεπιστημίων (New Left Review, no 64, 2010, βρίσκεται στο Διαδίκτυο), πρόκειται για μια επίθεση στην οικουμενικότητα του ορθού λόγου και τη δημόσια χρήση του. Επιπλέον, οι κυβερνώντες δεν παύουν να φλερτάρουν με την ιδέα γενίκευσης των διδάκτρων στις σπουδές, που ήδη ισχύουν στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο και σε αρκετά μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Η ιδέα, για παράδειγμα, του «κουπονιού εκπαίδευσης» που πρότεινε ο Γ.Α.Π. τον Σεπτέμβρη στη συνάντηση των Δελφών, είναι μηρυκασμοί αντίστοιχων εκπαιδευτικών πολιτικών που προωθούνται στις ΗΠΑ, ήδη από τη διακυβέρνηση Μπους, που πίσω από εύηχους τίτλους όπως Κανένα παιδί να μην υστερεί (Νo child left behind), η κοινωνική ευθύνη για την εκπαίδευση μεταφέρεται, βαθμιαία, στο επίπεδο της οικογενειακής μονάδας, προωθώντας και εδώ την αντίληψη του ιδιώτη-καταναλωτή εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Συμπερασματικά, ο πυρήνας του «κειμένου διαβούλευσης» έχει εμφανή τα αποτυπώματα των σημερινών κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, που σχετίζονται με μια ευρύτερη προσπάθεια βίαιης ανατροπής του πολιτισμικού μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας. Συνεπώς, η πρόσκληση για συζήτηση, με σκοπό πιθανές τροποποιήσεις, προτάσεις και υποδείξεις, αποτελεί φενάκη. Κι ενώ είναι αποδεκτό ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν μπορεί να είναι αυτοαναφορική, παρά το κεκτημένο στην Αυτοδιοίκηση και την αυτονομία στις ερευνητικές επιλογές, σήμερα η συζήτηση πάνω στην προτεινόμενη από το υπουργείο ατζέντα, μοιάζει άγονη, αποπροσανατολιστική και στερούμενη αντικειμένου.
* Ο Κώστας Ζαχάρος είναι Επίκουρος Καθηγητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.