Για την Ελλάδα, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, το έλλειμμα του προϋπολογισμού για το 2009 εκτιμάται στο 15,5% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος (πλέον των 300 δις. €) εκτιμάται ότι, θα φτάσει επίπεδα ίσα με 130% του ΑΕΠ το 2011 και ακόμα παραπάνω το 2012, πολύ υψηλότερα δηλαδή από τα «ανεκτά» επίπεδα του 60%-90%, που σημειώνουν διάφορες μελέτες. Άλλοι, για παράδειγμα, εκτιμούν ότι θα φτάσει στο 170% του ΑΕΠ το 2020. Αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα οι αμερικανικοί οίκοι αξιολόγησης να υποβαθμίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και, η Ελλάδα να δανείζεται μόνο με πολύ υψηλά επιτόκια από τις διεθνείς αγορές. Έτσι, τα συσσωρευμένα ελλείμματα οδηγούν στην ανάγκη όλο και μεγαλύτερης χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων και δυσάρεστες συνέπειες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Το ενδεχόμενο πτώχευσης της Ελλάδας είναι, για την Ευρώπη, (α) αυτοεπιβεβαιούμενο (αφού οδηγεί σε αύξηση επιτοκίων δανεισμού που οδηγεί σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους που οδηγεί σε πρόβλημα χρηματοδότησης του χρέους), (β) μεταδοτικό (εάν συμβεί στην Ελλάδα, γιατί όχι και σε άλλες αδύναμες οικονομίες της ΕΕ) και (γ) επικίνδυνο (για το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, αφού οι τράπεζες των άλλων χωρών είναι κάτοχοι τίτλων ελληνικού χρέους ή έχουν πουλήσει CDS).
Ταυτόχρονα, θα αναδείξει την ατέλεια της ΕΕ αναφορικά με «το κοινό συμφέρον και τον συντονισμό στο πλαίσιο του Συμβουλίου» (άρθρο 121 της Συνθήκης Λισσαβόνας) με σκοπό τη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στις χώρες της ευρωζώνης. Εάν τα διαθέσιμα μέσα της ΕΕ και ο συντονισμός των χωρών χρησιμοποιούνται σωστά και λειτουργούν αποτελεσματικά, θα μπορούμε να αποφεύγουμε κρίσεις, όπως αυτή της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει ο κίνδυνος αυτός να επιμεριστεί στα υπόλοιπα κράτη μέλη είτε με άμεση βοήθεια (που πρώτη η Γερμανία αρνήθηκε στηριζόμενη στο άρθρο 125 της Λισσαβόνας, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η βοήθεια)Αυτό δεν συνέβη και η αποκαλύφθηκε η αποτυχία της ζώνης του ευρώ, γιατί τα κράτη-μέλη έχουν δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις και διατηρούν την κυριαρχία τους στην εφαρμογή του προϋπολογισμού τους και, δεν υπακούουν σε «κοινή» πολιτική των Βρυξελλών.
Έτσι, για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο πτώχευσης της Ελλάδας, οδηγηθήκαμε στο μηχανισμό στήριξης (τρόικα), που, όμως, δεν μείωσε τις ανησυχίες των αγορών. Αντίθετα, μάλιστα, προστέθηκε ακόμα και η ανησυχία, αυτή της ίδιας της Ε.Ε. μετά τις τελευταίες συζητήσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους ή επιμήκυνσης της αποπληρωμής του χρέους, προκαλώντας τριβές ανάμεσα στις ισχυρές χώρες-μέλη της Ε.Ε. Η αποτίμηση της κατάστασης, αρκετούς μήνες μετά την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας που επέβαλαν το ΔΝΤ και η Ε.Ε., δεν είναι και τόσο αισιόδοξη. Η ανεργία δεν μειώθηκε αλλά, αντίθετα, καλπάζει, οι μεσαίες τάξεις έχουν πληγεί σημαντικά και το επίπεδο διαβίωσής τους μειώθηκε κατά 8% και, το ΑΕΠ σημείωσε πτώση της τάξης του 4% σε ετήσια βάση, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2010, συμφώνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Σε αυτό το πλαίσιο, που χαρακτηρίζεται από την αύξηση των πολιτικών και κοινωνικών εντάσεων, κάθε φορά, η αποτίμηση της εφαρμογής του σχεδίου λιτότητας προκειμένου να δοθεί η επόμενη δόση της οικονομικής στήριξης, μοιάζει πραγματικός εφιάλτης και ασύμμετρο στοίχημα. Έτσι, η κυβέρνηση δεν έχει δυνατότητα εφαρμογής πολιτικής στήριξης της ζήτησης, με αποτέλεσμα την υστέρηση της ανάπτυξης και την αύξηση της ανεργίας.
Είναι αμφίβολο κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορέσει να μειώσει το έλλειμμά της έως το 2014 κάτω από το 3%, όπως είχε συμφωνηθεί με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Δανειζόμαστε με πολύ υψηλό επιτόκιο και μικρούς χρόνους αποπληρωμής. Έτσι, η περίπτωση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής του δανείου θα μπορούσε να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Από την άλλη, με την ελληνική οικονομία να μην παράγει, παραμένει αμφίβολο ως προς την αποτελεσματικότητά του το εγχείρημα αυτό και, δεν είναι εύκολα αποδεκτό από τους πιστωτές μας, ενώ ταυτόχρονα πλήττει την αξιοπιστία της χώρας.
Η περίπτωση που αφορά στην καθυστέρηση της έναρξης αποπληρωμής μετά από πέντε χρόνια, θα δημιουργούσε και πολιτικό ζήτημα καθόσον, όσο ο χρόνος αποπληρωμής επιμηκύνεται τα επιτόκια θα βαρύνουν ακόμα περισσότερο την ελληνική οικονομία και για περισσότερα χρόνια. Επίσης, θα πρέπει να συνοδευτεί από ένα νέο και, μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, σχέδιο λιτότητας (ή νέο μνημόνιο) για μετά το 2013, που δεν θα το άντεχε εύκολα η κοινωνία, η οποία θα αναγκαστεί να μεταθέσει χρονικά τις προσδοκίες της, δεδομένης της αβεβαιότητας που υπάρχει σε βάθος χρόνου.
Η εναλλακτική περίπτωση που εκφράστηκε πρόσφατα και από μέλος της κυβέρνησης (είτε σαν «θεωρητική συζήτηση», όπως ειπώθηκε είτε σαν πραγματική επιλογή;) είναι η αναδιάρθρωση του χρέους (ή ελεγχόμενη πτώχευση), σαν έσχατο σενάριο. H αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους είναι o μηχανισμός με τον οποίο ένα κράτος αποτρέπει δυσμενείς συνέπειες για τα επίπεδα του δημοσίου χρέους και της σταθερότητας της οικονομίας γενικότερα, με σκοπό να δοθεί ένα χρονικό περιθώριο υλοποίησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, οι κίνδυνοι είναι, τουλάχιστον, δύο. Ο πρώτος αναφέρεται στον τρόπο εκτέλεσης της αναδιάρθρωσης και ο δεύτερος στη ληκτότητα εξόφλησης και την ονομαστική αξία του χρέους, αφού θα εκδοθούν νέα ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας (σε αντικατάσταση παλαιότερων εκδόσεων) με χαμηλότερο επιτόκιο. Η ιστορία σε ανάλογες περιπτώσεις έχει δώσει και θετικά αποτελέσματα (Ουρουγουάη 2003), αλλά και αρνητικά (Αργεντινή 2001). Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει ένας μοναδικός και δοκιμασμένος τρόπος αναδιάρθρωσης του χρέους, τα αναμενόμενα αποτελέσματα δεν μπορεί να είναι βέβαια και, ακόμα περισσότερο, όταν αναφερόμαστε στη ζώνη της ΕΕ που αποτελεί ένα πολύπλοκο και ασαφές ζήτημα.
Το γεγονός πάντως είναι ότι, όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι του ΔΝΤ (πρώην και νυν), αλλά και μεγάλοι διεθνείς πανεπιστημιακοί καθηγητές- σύμβουλοι ή όχι της κυβέρνησης- μας επισκέπτονται- προσκεκλημένοι της κυβέρνησης ή άλλων ενδιαφερόμενων επιμελητηρίων και συνδέσμων- και μας προτείνουν άμεσα ή έμμεσα αυτή την τελευταία λύση. Με δεδομένη μια ανεξήγητη και αναίτια ξενοφοβία που επιδεικνύεται τελευταία, φοβούμαι πως θα είναι και η τελική επιλογή της κυβέρνησης.
Πάντως, για άλλους οικονομολόγους το βέβαιο είναι ότι με εντατικοποίηση της λιτότητας δεν πρέπει να αναμένουμε σημαντικά αποτελέσματα, αφού δεν περιμένουμε έσοδα από φόρους, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η ανάπτυξη ακολουθεί μετά από περιόδους λιτότητας γιατί οι αγορές αποκτούν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, υπό τις παρούσες συνθήκες και, ceteris paribus, αναμένουμε περαιτέρω συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, με αποτέλεσμα μεγαλύτερο περιορισμό της ρευστότητας στην οικονομία, αύξηση του κόστους δανεισμού, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της επενδυτικής δραστηριότητας, συνέχιση της ύφεσης για περισσότερα έτη με αποτέλεσμα υψηλή ανεργία και αύξηση επιδομάτων, μείωση εμπορικής και επενδυτικής δραστηριότητας και, επιτάχυνση της φυγής κεφαλαίων εκτός Ελλάδας. Ένας, μάλιστα, από τους εξ’ αποστάσεως άμισθους συμβούλους της κυβέρνησης προσδιόρισε ότι θα χρειαστούν 10-15 χρόνια, προκειμένου να ανακάμψει η ελληνική οικονομία. Δεν γνωρίζουμε, ακόμα, τις εκτιμήσεις των έμμισθων συμβούλων της κυβέρνησης, οι οποίες θα πρέπει, κατά τεκμήριο, να είναι και περιεκτικότερες και αιτιολογημένες και διαρθρωμένες σε βραχυχρόνιες και μεσοπρόθεσμες προβλέψεις και να καταλήγουν σε προτάσεις εφαρμόσιμης πολιτικής. Μέχρι να έχουμε νεώτερα, λοιπόν, δεν μπορούμε παρά να κάνουμε «μια ακόμα συζήτηση για την κρίση».
* Ο κ. Κώστας Συριόπουλος είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (siriopoulos@eap.gr, siriopoulos@upatras.gr).
www.skai.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.