Του Σταύρου Λυγερού
H κρίση δανεισμού και η υπαγωγή της Ελλάδας σε διεθνή οικονομικό
έλεγχο δεν ανέδειξε μόνο το κραυγαλέο έλλειμμα διαχειριστικής ικανότητας των πολιτικών ελίτ. Ανέδειξε και το βαθύρριζο σύνδρομο εξάρτησης των ελληνικών ελίτ. Επιβεβαιώθηκε η ευκολία με την οποία οι κατά βάση υπεύθυνοι για την κατάντια της Ελλάδας κατέφυγαν στην αγκαλιά των κηδεμόνων κι από εκεί κουνάνε το δάκτυλο στην κοινωνία.
Το «κόμμα του Μνημονίου» έχει ως κοινό παρονομαστή τον ιδεολογικό μεταπρατισμό και το μετέωρο κοσμοπολιτισμό, οι οποίοι προτάσσουν την ταμπέλα του ευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τη μία από τις δύο εκδοχές του ευρωπαϊκού επαρχιωτισμού. Η άλλη είναι η δαιμονοποίηση της ΕΕ και ευρύτερα της Δύσης. Η σύνδεση των δύο αυτών φαινομένων φαίνεται εκ πρώτης όψεως αβάσιμη, αλλά στην πραγματικότητα ο πολιτικοψυχολογικός μηχανισμός είναι ο ίδιος. Με τη μία ή την άλλη του εκδοχή, ο ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός αντανακλά εθνικά πλέγματα και τάσεις στρουθοκαμηλισμού, που εμποδίζουν την ισότιμη συμμετοχή της όποιας εθνικής συνιστώσας στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ που σέβεται τον εαυτό της συμμετέχει στο ενοποιητικό εγχείρημα, προσκομίζοντας και όχι απαλλοτριώνοντας την εθνική της ιδιαιτερότητα και τις πολιτισμικές της αποσκευές.
Στην Ελλάδα, το σύνδρομο του ευρωπαϊκού επαρχιωτισμού έχει πρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις, επειδή είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα εθνικής ασφάλειας. Μια μεγάλη μερίδα των ελίτ έχουν διολισθήσει στο μετέωρο κοσμοπολιτισμό, πίσω από τον οποίο κατά κανόνα υποκρύπτεται η ιδεολογία της εξάρτησης. Αρέσκονται να ξεχνούν ότι η γεωγραφία και η ιστορία έχουν καταδικάσει την Ελλάδα να ζει σε μια ενδιάμεση ζώνη, η οποία δεν είναι ούτε Ανατολή ούτε, όμως, και τυπική Δύση. Αρέσκονται να ξεχνούν ότι τα Βαλκάνια και η Ανατολική Μεσόγειος κλυδωνίζονται ακόμα από το εκρηκτικό μείγμα των παραδοσιακών εθνικών αντιθέσεων και των εξωτερικών επεμβάσεων.
Η συμμετοχή στην ΕΕ είναι αναμφιβόλως ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον δεν εγγυάται την εθνική ασφάλεια. Με άλλα λόγια, με την ένταξή της, η Ελλάδα δεν μετακόμισε ως διά μαγείας κάπου μεταξύ Λουξεμβούργου και Ολλανδίας! Συνεχίζει με το ένα πόδι να χορεύει στους ρυθμούς της υπερεθνικής ευρωπαϊκής ενοποίησης και με το άλλο στο ρυθμό των παραδοσιακών εθνικών προκαταλήψεων και αντιθέσεων της περιοχής. Η αντίφαση αυτή δεν εξορκίζεται όσα κοινοτικά πιστοποιητικά κι αν αποκτήσει. Και οι δύο όψεις του επαρχιωτισμού έχουν την τάση να παρακάμπτουν από διαφορετικούς δρόμους αυτή την αντίφαση, ενώ το ζητούμενο είναι ο πολιτικός χειρισμός της.
Το ίδιο ισχύει με τα προβλήματα στη δομή της Ευρωζώνης, τα οποία ανέδειξε η κρίση. Όσο η οικονομική και πολιτική ενοποίηση παραμένουν υποτυπώδεις, όσο δηλαδή η ΕΕ δεν μπορεί να εγγυηθεί επαρκώς τόσο την εθνική ασφάλεια των χωρών-μελών της όσο και την οικονομική σύγκλιση και κοινωνική συνοχή της, τα εθνικά κράτη είναι υποχρεωμένα να κάνουν τους δικούς τους λογαριασμούς και να στηρίζονται στον εαυτό τους. Η προάσπιση των κάθε είδους εθνικών συμφερόντων των χωρών-μελών είναι θεμιτή, ακόμα κι αν αυτό δημιουργεί προβλήματα στην προώθηση πολιτικών, τις οποίες υποστηρίζει η πλειοψηφία των χωρών-μελών. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι συνθήκες προβλέπουν το δικαίωμα άσκησης βέτο.
Οι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού επαρχιωτισμού που υψώνουν τη σημασία του ευρωπαϊ σμού θεωρούν σχεδόν εξ υπαρχής καταχρηστική και αντιευρωπαϊκή στάση την άσκηση βέτο. Είναι έτοιμοι να υιοθετήσουν τις όποιες πολιτικές σκοπιμότητες, που έχουν ευρωπαϊκό περιτύλιγμα, ακόμα κι αν αυτές θίγουν την εθνική οικονομία ή ακόμα και την εθνική ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες στην υπόθεση της Ενωμένης Ευρώπης. Κι αυτό, επειδή διευκολύνουν τις μεγάλες χώρες-μέλη, που κατά κανόνα διαμορφώνουν το κλίμα και υπαγορεύουν τις πολιτικές επιλογές, να χρησιμοποιούν την ΕΕ σαν όχημα για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και μάλιστα σε βάρος μικρότερων χωρών-μελών. Τέτοιου είδους πρακτικές, όμως, δεν παραβιάζουν μόνο τη θεμελιώδη αρχή της κοινοτικής αλληλεγγύης. Λειτουργούν και σαν βόμβες στα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το ενοποιητικό εγχείρημα θα είναι ευσταθές και θα έχει μέλλον μόνο εάν σεβαστεί τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα των χωρών-μελών και πατήσει στον καλώς εννοούμενο πατριωτισμό των επιμέρους συνιστωσών. Η περίπτωση της Γερμανίας αυτή την περίοδο είναι ενδεικτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.