Στη Σεούλ συνήλθε στις αρχές του μήνα η διάσκεψη κορυφής των 20 πλουσιότερων χωρών του πλανήτη, το περίφημο G-20, με κύριο θέμα εξέτασης τις ανισορροπίες που παρουσιάζει σήμερα η παγκόσμια οικονομία. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν πραγματικά προβλήματα ανισορροπίας. Και οι ηγέτες των 20 πλουσιότερων χωρών φυσικό ήταν να αποτύχουν στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης.
Κατά τους δυτικούς αναλυτές και τους αμερικανοτραφείς οικονομολόγους του Χάρβαρντ και των άλλων αμερικανικών πανεπιστημίων, το μέγιστο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας είναι σήμερα η μετανάστευση του πλούτου από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη προς την Ασία. Και κυρίως προς την ταχέως αναπτυσσόμενη Κίνα. Και δεν έχουν άδικο. Η Κίνα έχει καταφέρει να κυριαρχήσει στις διεθνείς συναλλαγές, με αρκετά υψηλές εξαγωγές και σημαντικές εισαγωγές πρώτων υλών και ενέργειας, για τη συνεχή και απρόσκοπτη λειτουργία των βιομηχανικών της επιχειρήσεων. Η Κίνα είναι χώρα χαμηλού κόστους, κυρίως στο εργατικό κόστος των παραγόμενων εμπορευμάτων, που αποτελεί βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση της τελικής τιμής τους. Αυτό σημαίνει αύξηση των εξαγωγών κινεζικών προϊόντων και ταυτόχρονη συρρίκνωση των εξαγωγών των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Έτσι κατάφερε ο κινεζικός γίγαντας να συγκεντρώσει τεράστια αποθέματα σε συνάλλαγμα και να αυξήσει την πολιτική επιρροή του σε όλο τον πλανήτη. Απόδειξη ότι το περιοδικό «Focus» ανέδειξε τον Πρόεδρο της Κινεζικής Δημοκρατίας ως τον πλέον ισχυρό άνδρα του πλανήτη. Η συγκέντρωση υπερβολικά υψηλών αποθεμάτων στην Κίνα, παράλληλα με το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, αποτελεί πράγματι μια ανισορροπία, καθώς προκαλεί μετατόπιση της οικονομικής δύναμης σε ένα και μόνο κράτος, που μπορεί να κυριαρχήσει πλέον και να επιβάλει τη θέλησή του σε όλον τον υπόλοιπο πλανήτη. Όταν άρχισε η κινεζική εμπορική επέλαση και η κατάκτηση των διεθνών αγορών, οι ΗΠΑ κυρίως, αλλά και η Ευρώπη, ανησύχησαν καθώς αισθάνθηκαν την απειλή. Από τότε οι ΗΠΑ, πρωτίστως, και κατά δεύτερο λόγο η ΕΕ άρχισαν να πιέζουν για ανατίμηση του γουάν (του εθνικού νομίσματος της Κίνας) ώστε να αυξηθεί το κόστος των εξαγομένων προϊόντων της Κίνας και να περιοριστούν οι εξαγωγές της. Η Κίνα δεν υπέκυψε στις πιέσεις και διατήρησε και διατηρεί ακόμη τη χαμηλή ισοτιμία του γουάν. Έτσι τώρα έχει καταστεί ικανή να δανείζει αφειδώς τις ΗΠΑ και πολλά άλλα κράτη, να διευρύνει τον κύκλο των κινεζικών επενδύσεων στο εξωτερικό και να αυξάνει συνεχώς το κύρος της στη διεθνή πολιτική σκηνή. Και σαν αντίδραση οι ΗΠΑ αφενός μεν τυπώνουν συνέχεια καινούργιο χρήμα και αφετέρου αναγκάζονται να περιορίζουν την κατανάλωση στο εσωτερικό τους, που αναπόφευκτα οδηγεί σε εκτροπή της διεθνούς οικονομίας. Όταν η μεγαλύτερη οικονομία των δυτικών χωρών νοσεί και προσπαθεί να καλύψει με ανορθόδοξες μεθόδους τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλεί η οικονομική της κατάσταση, αυτό έχει αντίκτυπο, όπως είναι φυσικό, σε όλο το φάσμα της διεθνούς οικονομίας. Με αυτή τους τη συμπεριφορά στον οικονομικό τομέα οι ΗΠΑ κλονίζουν το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα που, ως γνωστόν, στηρίζεται αποκλειστικά στο δολάριο και επιπλέον κάνουν εξαγωγή οικονομικών κρίσεων, όπως η πρόσφατη κρίση που ξεκίνησε από το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα και επεκτάθηκε στην παγκόσμια οικονομία ως κρίση όχι μόνο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και της πραγματικής οικονομίας. Το ίδιο είχε συμβεί και κατά την κρίση της περιόδου 1929-30, που είχε παγκόσμια επέκταση. Ήδη η παγκόσμια οικονομία απειλείται και με άλλη κρίση, λόγω της εξασθένησης της οικονομίας των ΗΠΑ και των ανισορροπιών που έχουν συσσωρευτεί. Όμως οι ισχυρές οικονομίες θέλουν το προνόμιο αυτό να το διατηρήσουν μόνο για τον εαυτό τους. Όπως για παράδειγμα οι ΗΠΑ, που εφάρμοσαν την κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη υποτίμηση του δολαρίου. Ένα δεύτερο εξίσου σημαντικό θέμα που απασχόλησε τους ηγέτες του G-20 ήταν η ανακατανομή των ποσοστών συμμετοχής των χωρών στο ΔΝΤ. Οι ΗΠΑ και τα κράτη της ΕΕ που μετέχουν στο G-20 δέχτηκαν να περιοριστεί η συμμετοχή τους κατά 6% και τα ποσοστά αυτά να δοθούν στην Κίνα και σε άλλες αναπτυσσόμενες ασιατικές οικονομίες. Στόχος της απόφασης αυτής είναι να καταστεί η Κίνα μέλος του ΔΝΤ, ώστε να σταματήσει να δανείζει τα κράτη με χαμηλά επιτόκια και χωρίς προγράμματα λιτότητας. Τη μεγάλη ρευστότητα που διαθέτει η Κίνα θέλουν να την αξιοποιήσουν οι ισχυρές δυτικές οικονομίες και να επιβάλουν μια παγκόσμια οικονομική δικτατορία, έντονα χρωματισμένη με τις αντιλαϊκές συνταγές του ΔΝΤ. Αυτό όμως έχει ως προϋπόθεση ότι και η Κίνα τελικά θα πεισθεί να συμμετάσχει στο ΔΝΤ με αυξημένα ποσοστά συμμετοχής. Έτσι οι δύο αποφάσεις του G-20 είναι σημαντικές και για τον νομισματικό αφοπλισμό των κρατών και για τη διεύρυνση της δραστηριότητας του ΔΝΤ, και ευθέως περιορίζουν την οικονομική αυτοτέλεια των κρατών που δεν συμμετέχουν στο G-20. Είναι καταφανής η προσπάθεια δημιουργίας δύο ισχυρών πυλώνων που θα καταλήξουν στην οικοδόμηση μιας παγκόσμιας οικονομικής δικτατορίας. Οι δύο αυτοί πυλώνες είναι το G-20 και το ΔΝΤ, ως το επόμενο βήμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Το G-20 και το ΔΝΤ θα αποφασίζουν για την τύχη των ασθενών οικονομιών και για την επιβολή των αντιλαϊκών μέτρων. Μια πρόβα πειραματικά γίνεται με την επιμονή της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ να οδηγήσει σε χρεοκοπία τους αδύναμους κρίκους της Ευρωζώνης, όπως πολύ σωστά επεσήμανε σε σχετικές δηλώσεις του στο Παρίσι ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου πριν από λίγες ημέρες. Εάν το πείραμα Μέρκελ πετύχει, τότε το G-20 θα αποκτήσει την εμπειρία που απαιτείται για να οδηγούνται οι ασθενείς οικονομίες στη χρεοκοπία. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: Πώς μπορούν να αντιδράσουν οι ασθενείς οικονομίες μπροστά στη συνασπισμένη αυτή επίθεση των ισχυρών οικονομιών, που ουσιαστικά είναι επίθεση του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου; Πρωταγωνιστές βέβαια εμφανίζονται οι ΗΠΑ και ο γαλλογερμανικός άξονας. Ποιοι κρύβονται όμως πίσω από αυτές τις επιδιώξεις; Οι ασθενείς οικονομίες έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν εάν θεσπίσουν και εφαρμόσουν αυστηρά μέτρα παρεμπόδισης των εισαγωγών στα κράτη τους. Δηλαδή αν εφαρμόσουν ένα είδος προστατευτισμού των οικονομιών τους και σταματήσουν να αποτελούν μέλη νομισματικών ή και εμπορικών ενώσεων που οδηγούν στον νομισματικό αφοπλισμό τους. Όπως γίνεται αντιληπτό, μια τέτοια εξέλιξη θα φέρει ανατροπή της μέχρι σήμερα οικονομικής ισορροπίας και η παγκόσμια οικονομία θα κληθεί να ισορροπήσει σε άλλο σημείο και με άλλες πλέον δομές. Βέβαια αυτό θα δυσαρεστήσει και τους κερδοσκόπους και τους οπαδούς της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Όμως είναι το αποτέλεσμα της δικής τους ανάλγητης συμπεριφοράς, που κατάφερε να οδηγήσει τον «πλούτο των εθνών» στα χέρια μερικών αδίστακτων, ισχυρών οικονομικά και πολιτικά προσώπων. ΤΟ ΠΑΡΟΝ Στη διάσκεψη κορυφής των χωρών του G-20 ο Πρόεδρος Ομπάμα προσπάθησε να παρασύρει τα υπόλοιπα κράτη στη λήψη μέτρων για την ανατίμηση του νομίσματος της Κίνας και του ευρώ. Η Κίνα αντέδρασε πεισματικά, όπως και η Γερμανία και η Γαλλία, δηλαδή οι τρεις ανταγωνίστριες δυνάμεις στον τομέα των εξαγωγών αρνήθηκαν κατηγορηματικά να συναινέσουν στη λήψη οποιουδήποτε μέτρου θα μείωνε την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους. Και φυσικά αρνήθηκαν και κάθε συζήτηση για ανατίμηση του γουάν και του ευρώ. Γιατί ένα τέτοιο μέτρο θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στις εξαγωγές τους, ενώ θα ευεργετούσε μονομερώς την εξαγωγική δραστηριότητα των ΗΠΑ. Το επιχείρημα των ηγετών των τριών αυτών χωρών ήταν ότι οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού ξεκίνησαν από τις ΗΠΑ στον καιρό του Ρήγκαν και δεν νομιμοποιούνται τώρα οι ΗΠΑ να ζητάνε την εγκατάλειψη του ελεύθερου ανταγωνισμού. Γιατί τα μέτρα μείωσης της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους και ανάλογης αύξησης της ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών προϊόντων αποτελούν ευθεία παραβίαση των κανόνων της ελεύθερης αγοράς, τους οποίους θέσπισαν οι ίδιες οι ΗΠΑ. Έτσι, λοιπόν, το βασικό αίτημα του Προέδρου Ομπάμα απερρίφθη από τους ηγέτες του G-20 και στο τελικό ανακοινωθέν, μετά τη λήξη της συνόδου, οι ηγέτες τονίζουν ότι υιοθετούν την πλήρη ελευθερία για τη διαμόρφωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και απορρίπτουν τις πιέσεις για ανατίμηση νομισμάτων και παράλληλα καλούν τα υπόλοιπα κράτη να αποφύγουν υποτίμηση των νομισμάτων τους που θα αποσκοπούσε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους. Με λίγα λόγια, αυτή η απόφαση αποτελεί πλήρη επικράτηση των απόψεων της Κίνας και του γαλλογερμανικού άξονα, και οι συνέπειες στην περίπτωση που θα υλοποιηθεί θα είναι πάρα πολύ σημαντικές για τις ασθενείς οικονομίες. Οι ασθενείς οικονομίες θα χάσουν το μόνο όπλο που διαθέτουν, δηλαδή την αυτονομία στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Και όπως είναι γνωστό, οι αδύναμες οικονομίες, για να διορθώνουν την ανταγωνιστικότητά τους και να τονώνουν την εξαγωγική τους δραστηριότητα, καταφεύγουν συχνά στην εφαρμογή του μέτρου της υποτίμησης των εθνικών τους νομισμάτων. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.