Tο Mνημόνιο Στήριξης που προσυπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση τον περασμένο Μάιο έδωσε την αφορμή να εκδηλωθεί ένας διχασμός των πολιτικών δυνάμεων και του ίδιου του λαού, που διαπερνά έκτοτε τον δημόσιο βίο με άλλοτε άλλες κορυφώσεις. Τελευταία κορύφωση υπήρξαν οι πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, κατά τις οποίες η αποδοχή ή η απόρριψη του Μνημονίου ετέθη ως δραματικό δίλημμα: υπέρ ή κατά της πατρίδος, με πρώτο κηρύξαντα τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Ο λαός άλλοτε υπέκυψε στο δίλημμα, με πολωτική εκδήλωση ψήφου, και άλλοτε το υπερέβη, είτε διά της αποχής και της λευκής ψήφου, είτε διά της εκλογής ανεξάρτητων ή πολυσυλλεκτικών αρχόντων. Ο διχασμός όμως παραμένει, κυρίως σαν διχογνωμία, σαν διχοστασία, αλλά και σαν βασανιστικό ερώτημα αναχρονισμού: Μπορούσε να γίνει αλλιώς; Τι άλλο μπορούσε να γίνει;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν ουσιαστικό όφελος, από τη στιγμή που το ιστορικό ενδεχόμενο έχει μεταπέσει σε ιστορικό γεγονός. Πριν από την υπογραφή του Μνημονίου Στήριξης και των επαχθών όρων του, το περίφημο εξάμηνο μετά τις εκλογές του 2009, ο δανεισμός υπό τους όρους της τρόικας ήταν ένα ενδεχόμενο ανάμεσα σε μερικά άλλα. Αυτά τα «άλλα» δεν τα μάθαμε ποτέ, δεν μπήκαν στον επίσημο δημόσιο λόγο από την κυβέρνηση, άρα δεν είχαν τη δυνατότητα να γίνουν γεγονός, παρέμειναν ενδεχόμενα, μάλιστα άδηλα και άρρητα. Ως ιστορικό γεγονός έμεινε το Μνημόνιο· βάσει αυτού τώρα ορίζεται ο δημόσιος λόγος, η υλικότητά του ορίζει και τον διχασμό που αναδύθηκε.
Κάτω βέβαια από τον διχασμό που φέρνει το Μνημόνιο βρίσκονται βαθιές ρίζες, που φτάνουν μέχρι τους χρόνους ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, ίσως και πιο βαθιά ακόμη, στους χρόνους της κατάκτησης όταν ανεδύετο η εθνική συνείδηση. Ιδίως τότε, στα χρόνια της ανάδυσης και στα χρόνια της ίδρυσης, παρατηρείται αδρά μια διττή στάση των υποκειμένων που αυτοαναγνωρίζονται ως Ελληνες: αφενός, όσοι επιθυμούν να υπάρξουν ως Ελληνες αλλά ενσωματωμένοι στο κυρίαρχο σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφετέρου, όσοι επιθυμούν να υπάρξουν απελευθερωμένοι και ανεξάρτητοι από το κυρίαρχο σύστημα, όσοι διαπνέονται από πνεύμα αντίστασης και εναντίωσης.
Η διχοστασία αυτή, των ενσωματωμένων και των ανεξάρτητων, διαπερνά το έθνος από αναδύσεως και το κράτος από συστάσεως. Οχι μόνο όμως ως διχοστασία, σαφής και διακριτή κάθε φορά· συχνά, τα όπλα και η ρητορική του ενός γίνονται όπλα και ρητορική του άλλου, εκτρεπόμενα από την αρχική τους χρήση· συχνά επίσης οι διιστάμενες τάσεις συγχωνεύονται σε μια τρίτη, προς μια κατάσταση ισορροπίας, ή και αποσύρονται οι εντάσεις εν όψει κινδύνων που απειλούν την ίδια την ύπαρξη του εθνικού συνόλου.
Οι τέτοιες διχοστασίες έφτασαν στα όρια του εμφυλίου αμέσως μετά τον ξεσηκωμό του 1821, και με ανάλογη αδελφοκτόνο σφοδρότητα εκδηλώθηκαν και το 1916-22 και το 1944-49. Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις περιπτώσεις, η ανάμειξη του ξένου παράγοντα, ο οποίος επεμβαίνει διαιρετικά και εξουσιαστικά, είτε ως αυτόκλητος σωτήρας είτε προσκεκλημένος από τη μια ή την άλλη μερίδα. Η ανάμειξη του ξένου παράγοντα υπογραμμίζει όχι μόνο τις ποικίλες σχέσεις εξάρτησης που καλλιεργούν εγχώριες ελίτ, αλλά και τη σταθερά ιμπεριαλιστική διάθεση των υπερόριων ισχυρών φίλων προς τον αδύναμο γεωπολιτικό κρίκο. Επιπλέον, υπογραμμίζουν τη σχεδόν μόνιμη πνευματική καχεξία των υποτελών ελίτ και την αδυναμία τους να αρθρώσουν ένα επαρκώς αυτοτελές κοσμοείδωλο, διακριτή ταυτότητα, ιθαγενή σκέψη, αν όχι πρωτότυπη, τουλάχιστον αυτόνομη, γνήσια και λυσιτελή για το κοινό συμφέρον, για το κοινό καλό.
Εχουμε δει πώς περίπου εμφανίζεται η διχοστασία διηνεκώς, αλλά και πώς αποσύρονται ενίοτε οι εντάσεις αν εμφανιστούν κίνδυνοι που απειλούν την ίδια την ύπαρξη του εθνικού συνόλου. Αυτό συνέβη, φερ' ειπείν, το 1940. Τηρουμένων των αναλογιών, σε παρόμοιο κίνδυνο βρίσκεται σήμερα η χώρα, ενώπιον του εσωτερικού και του εξωτερικού εχθρού, ενώπιον του φαύλου εαυτού και ενώπιον της διεθνούς κρίσης και των δανειστών. Μπροστά σε αυτόν ακριβώς τον πολυπρόσωπο κίνδυνο, κίνδυνο πτώχευσης, κίνδυνο απώλειας εθνικής κυριαρχίας, κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης, κίνδυνο μαρασμού ενός λαού με χαμένη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, με κερματισμένη και θαμπή την ταυτότητα, με θρυμματισμένη την αίσθηση του συνανήκειν, σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, μόνη διέξοδος είναι η υπέρβαση της διχοστασίας. Η υπέρβαση του διλήμματος: Με ή χωρίς Μνημόνιο; Είπαμε, το ιστορικό γεγονός είναι το Μνημόνιο, όλα τα άλλα παρέμειναν ενδεχόμενα· άρα, οφείλουμε να πράξουμε βάσει του γεγονότος, επί του γεγονότος και πέραν αυτού· να μείνει πίσω αυτό και να δημιουργήσουμε άλλα γεγονότα, όχι να μηρυκάζουμε ενδεχόμενα. Από 'δω και πέρα.
Η υπέρβαση του διλήμματος προϋποθέτει θέληση για συμφιλίωση. Συμφιλίωση των αντιπάλων και των οιονεί εχθρών, δηλαδή αμοιβαία αλληλοαναγνώριση και υπέρβαση του ατομικού· και συμφιλίωση με την πραγματικότητα, δηλαδή αναγνώριση της πραγματικότητας, των υλικών της όρων, των υπαρκτών δυσχερειών και των αντινομιών της. Ορισμένως, προϋποτίθεται η θέληση· να επενεργήσει δυναμικά η θέληση πάνω σε μια πραγματικότητα που τώρα ορίζεται ερήμην των υποκειμένων και της θέλησής τους, ή και εναντίον τους. Με τέτοια σύλληψη της δυσβάστακτης πραγματικότητας και τέτοια εκδήλωση θέλησης, με μετατόπιση από το ατομικό προς το καθολικό, και από τον φατριασμό προς το κοινό καλό, είναι δυνατόν να αποτραπούν τα χειρότερα για την κοινωνία, τον λαό, τη χώρα, την πατρίδα. Αιρόμενοι υπεράνω των διλημμάτων και του διχασμού, μετατοπιζόμενοι δραστικά από την εργαλειακή χρήση και κατανάλωση του κοινωνικού, προς τη συλλογικότητα, τη δοτικότητα, την ηθική θεμελίωση του κοινού βίου. Η κρίση φέρνει ευκαιρίες - ιδού μια κοινοτοπία που μένει να υποστασιωθεί: Ευκαιρίες ερείπωσης ή ευκαιρίες αναγέννησης;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.