Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Η προσπάθεια να μπει κάποιος στο μυαλό τουΓιώργου Παπανδρέου και να αποκρυπτογραφήσει το αν πράγματι σκοπεύει να κάνει βουλευτικές εκλογές αμέσως μετά τις αυτοδιοικητικές είναι χαμένος κόπος. Όχι μόνο επειδή οι προθέσεις του πρωθυπουργού ίσως δεν είναι ξεκάθαρες ούτε στον ίδιο, αλλά κυρίως διότι η απόφαση για εκλογές ίσως δεν είναι, τελικά, εξ ολοκλήρου δική του!
Μπορεί ήδη να διατρέχει τη χώρα η φημολογία ότι ο Παπανδρέου έχει στο συρτάρι του γραφείου του το «δραματικό» διάγγελμα που ίσως χρειαστεί να εκφωνήσει ακόμη και τη νύχτα της πρώτης Κυριακής των εκλογών, αν δει ότι το αποτέλεσμα αμφισβητείτην πολιτική κυριαρχία του. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν είναι η αυτοδιοίκηση αυτή που θα επιβάλει την προσφυγή στην κάλπη.
Αντιθέτως, όπως επίμονα επισημαίνουμε μετά τη «διακαναλική», ο μόνος πραγματικός λόγος για να συμβεί κάτι τέτοιο θα αφορά την οικονομία – και το τυχόν αδιέξοδο σ’ αυτό το μέτωπο.
Ούτε ένα πολιτικό επιχείρημα
Επειδή όμως η... παπαρολογία γύρω απ’ αυτό το θέμα έχει πλέον χτυπήσει κόκκινο, ίσως είναι μια καλή στιγμή, καθώς τελειώνει η αντίστροφη μέτρηση για την αυτοδιοικητική κάλπη, να βάλουμε μερικά πράγματα στη θέση τους.
Κατ’ αρχάς ένα ερώτημα: Γιατί να πάει σε εκλογές μια κυβέρνηση έναν μόλις χρόνο ύστερα από τη συντριπτική νίκη της επί του νεοδημοκρατικού ερειπίου, ειδικά όταν διαθέτει μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία; Καμιά από τις πιθανές απαντήσεις δεν φαίνεται αρκετά πειστική. Εκλογές λοιπόν θα μπορούσαν να γίνουν αυτή την πολιτική στιγμή:
1. Για τον ίδιο λόγο που η κυβέρνηση Καραμανλή, στα δύο χρόνια ύστερα από τη νίκη του 2007, έκανε εκλογές παρά τη βεβαιότητα ότι θα συντριβεί: Ο Καραμανλής την κοπάνησε για να μην χρεοκοπήσει η χώρα στα δικά του χέρια. Εδώ όμως υπάρχουν κάποιες ουσιώδεις διαφορές μεταξύ της δεύτερης κυβέρνησης της Ν.Δ. και της νυν του ΠΑΣΟΚ:
● Η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν η δεύτερη και ήδη η νεοδημοκρατική διακυβέρνηση είχε φτάσει τα πεντέμισι χρόνια. Το ΠΑΣΟΚ μόλις ολοκλήρωσε τον πρώτο χρόνο του στην εξουσία.
● Ο τότε πρωθυπουργός είχε οριακή πλειοψηφία και άρα θα ήταν πρακτικά αδύνατον να διαχειριστεί την κρίση, και μάλιστα με ένα ΠΑΣΟΚ το οποίο πίεζε ζητώντας την εξουσία. Ο Παπανδρέου όμως έχει μια άνετη πλειοψηφία και η Ν.Δ., εκτός από τα προβλήματα συνοχής και την αναμονή δημιουργίας ενός ακόμη κόμματος (της Μπακογιάννη) από τα σπλάχνα της, κουβαλάει ακόμη τα βαρίδια της καραμανλικής διακυβέρνησης.
● Τα σκάνδαλα, από τα πιο σοβαρά (υποκλοπές, ομόλογα) μέχρι τα πιο γελοία (Βατοπέδι), είχαν φθείρει μέχρι εξευτελισμού μια κυβέρνηση κι έναν πρωθυπουργό οι οποίοι ήδη όχι μόνο είχαν καταντήσει επιθεωρησιακό νούμερο, αλλά κυρίως είχαν ξεφτίσει στο «ηθικό» πεδίο και είχαν αποδείξει περίτρανα την τραγική ανικανότητά τους. Επιπλέον είχαν το σύνολο των ΜΜΕ εναντίον τους.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, από την άλλη, δείχνει να έχει πείσει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, έστω εν μέσω επικοινωνιακών υπερβολών και μιας καταιγιστικής στήριξης από τα ΜΜΕ, ότι διεξάγει πόλεμο κατά της διαφθοράς. Επιπλέον είναι τεράστια η δύναμη πυρός των Μέσων τα οποία επιχειρούν να πείσουν ότι η νυν κυβέρνηση μάχεται με θεούς και δαίμονες για να «σώσει» τη χώρα από την καταστροφή. Όποιος διαφωνεί, περίπου διασύρεται ή απλώς φιμώνεται.
● Τέλος, και μόνον η ιδέα ότι, ύστερα από τον Καραμανλή, την κοπανάει και ο Παπανδρέου υπό το βάρος του οικονομικού αδιεξόδου, θα προκαλέσει τον πολιτικό θάνατο του νυν πρωθυπουργού.
2. Διότι, σε συνθήκες εφαρμογής του Μνημονίου, καταλήστευσης του λαϊκού εισοδήματος, πλήρους γκρεμίσματος ό,τι είχε απομείνει από το κράτος πρόνοιας, επιδεινούμενης ύφεσης, καλπάζουσας ανεργίας, βίαιης εκπτώχευσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και δρομολογημένου ξεπουλήματος του κράτους, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει κοινωνική αναταραχή.
Η προϋπόθεση αυτή απλώς δεν ισχύει, όπως όλοι άριστα γνωρίζουμε.
3. Διότι, υπό τις συνθήκες που μόλις περιγράψαμε, υπάρχουν προβλήματα κυβερνητικής και κομματικήςσυνοχής.
Όμως η κυβέρνηση τελεί υπό τον πλήρη έλεγχο του πρωθυπουργού, οι λίγοι διαφωνούντες λουφάζουνανίκανοι να ασκήσουν κριτική, η κοινοβουλευτική ομάδα έχει ελάχιστες απώλειες κατά την ψήφιση του Μνημονίου και μηδενικό κόστος κατά την ψήφιση των πιο σκληρών μέτρων που έχουν ψηφιστεί εδώ και δεκαετίες, ενώ ο κομματικός κορμός, παρότι εμφάνισε σοβαρές διαρροές στην προσπάθεια εύρεσης «δυνατών» υποψηφιοτήτων για την αυτοδιοίκηση, δεν δείχνει σημάδια αποσάθρωσης.
Ό,τι θα μπορούσε να αποτελέσει αντίδραση και αμφισβήτηση προς τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση αποτελεί απλώς εξαίρεση στον κανόνα της συνολικής σύμπλευσης με την κυβερνητική πολιτική.
4. Διότι μια εκλογική ήττα στην αυτοδιοίκηση θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί ως αμφισβήτηση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού ή, έστω, αν επερχόταν μια συντριβή, θα ήταν δυνατόν να γίνει λόγος γιααπώλεια της πολιτικής ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ.
Όμως το ίδιο το κυβερνών κόμμα εκτιμά ότι και ικανοποιητική διαφορά από τη Ν.Δ. θα έχει στον πρώτο γύρο των εκλογών – όταν δηλαδή η κομματική επιρροή θα καταγραφεί ευκρινέστερα – και ο «χάρτης» θα βαφτεί πράσινος λόγω της πρωτιάς στη συντριπτική πλειονότητα των περιφερειών.
Εκτός αυτού, όμως, θα αποτελέσει τεράστια πρωτοτυπία η προσφυγή σε βουλευτικές εκλογές μια ήττα στην αυτοδιοίκηση, πόσω μάλλον όταν υποτίθεται ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός ισχυρίζεται ότι η χώρα χρειάζεται πάνω απ’ όλα σταθερότητα.
Ακόμη περισσότερο όταν, ήδη, και μόνον η επίκληση του ενδεχομένου των εκλογών από τον Παπανδρέουσυντάραξε και τις αγορές και τα επιτόκια δανεισμού της χώρας. Στο χθεσινό κλείσιμο το σπρεντ των δεκαετών ομολόγων ξεπέρασε τις 900 μονάδες επιστρέφοντας στις χειρότερες επιδόσεις της χρονιάς.
5. Διότι ο πρωθυπουργός εκτιμά ότι μπορεί να ενισχύσει την πολιτική του κυριαρχία.
Εδώ μάλλον θα πρέπει να βάλουμε τα γέλια, αφού καλύτερη επίδοση από αυτήν που κατεγράφη πέρυσι, αλλά και περισσότερους από τους 156 βουλευτές που διαθέτει σήμερα (157 θα γίνουν εάν εκλεγεί ο Δημαράς στην Περιφέρεια Αττικής) δεν πρόκειται να λάβει σε μια νέα αναμέτρηση.
Αντιθέτως η απώλεια της αυτοδυναμίας θα μπορούσε να προκαλέσει – μέσω μιας κυβέρνησης συνασπισμού – την «ιταλοποίηση» της πολιτικής ζωής, επιδεινώνοντας το περιβάλλον «πολιτικής σταθερότητας» που υποτίθεται ότι επιζητούν και οι επιτηρητές μας και οι «αγορές».
Από τι, λοιπόν, εξαρτάται το ενδεχόμενο μιας προσφυγής σε βουλευτικές εκλογές αν καμία πολιτική προϋπόθεση, από τις παραπάνω που αναφέραμε, δεν ισχύει;
Μόνο η οικονομία!
«“Είναι η οικονομία, ηλίθιε” ήταν η φράση που εξελίχθηκε σε ένα από τα μότο της πρώτης προεκλογικής εκστρατείας του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, ο οποίος κατάφερε να νικήσει τον Τζορτζ Μπους στις εκλογές του 1992. Μέχρι σήμερα, η αξία αυτής της φράσης αποδείχθηκε διαχρονική, όπως και το επιχείρημα που κρύβεται πίσω από αυτήν».
Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί την εισαγωγή σε άρθρο του
Economist για τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, με τίτλο «Η οικονομία θα καθορίσει το εκλογικό αποτέλεσμα», το οποίο
αναδημοσίευσε την περασμένη Τρίτη 2.11 η
Καθημερινή.
Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώθηκε πλήρως σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, αφού πράγματι η δεινή ήττα τουΟμπάμα – ο οποίος είχε εκλεγεί ακριβώς για να αντιστρέψει την εικόνα κατάρρευσης της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών – οφείλεται στα πενιχρά αποτελέσματα της μέχρι σήμερα οικονομικής πολιτικής του.
Στην Ελλάδα της εποχής του Μνημονίου και της διαρκώς παρούσας απειλής της πτώχευσης, ο μόνοςσοβαρός παράγων διαφοροποίησης των σημερινών πολιτικών δεδομένων είναι η πορεία της οικονομίας. Αυτή και μόνον είναι ικανή να δρομολογήσει κάθε σοβαρή πολιτική εξέλιξη.
Δυστυχώς τα μέχρι σήμερα δεδομένα, τα οποία συνεχώς παρουσιάζονται και αναλύονται εξαντλητικά τόσο από το «Ποντίκι» όσο και από την ιστοσελίδα του, είναι ιδιαιτέρως αρνητικά – άρα, υπό προϋποθέσεις, ικανά να δρομολογήσουν πολιτικές ανατροπές. Επομένως... και εκλογές, οι οποίες μπήκαν πια στην πολιτική ατζέντα, έστω «εκβιαστικά», αν και μέχρι πρότινος έμοιαζαν αδιανόητες!
Τραγική κατάσταση
Παρ’ όλα όσα περιγράψαμε παραπάνω για την κατάσταση που έχει διαμορφώσει η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και της τρόικας των δανειστών - επιτηρητών μας, ακόμη και με όρους Μνημονίου τα οικονομικά της χώρας βρίσκονται εντελώς εκτός στόχων.
Το αναλυτικό ρεπορτάζ του χθεσινού φύλλου του «Π» περιγράφει με τον εναργέστερο τρόπο τη δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων «εταίρων» για τη δραματική απόκλιση από τους στόχους της οικονομικής πολιτικής. Το αποτέλεσμα αυτής της απόκλισης είναι να τίθεται στο τραπέζι ανοιχτά το ενδεχόμενο ακόμη και της πλήρους αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας – δηλαδή της ελεγχόμενης πτώχευσης.
Όπως σημειώνει με σαφήνεια το ρεπορτάζ, η πτώχευση δεν εξαρτάται καν από την αναθεώρηση της συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία άλλωστε δεν είναι βέβαιο πότε θα ολοκληρωθεί, ή την – κατόπιν πολιτικής συμφωνίας – παράκαμψή της.
Οι Ευρωπαίοι θεωρούν ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό ειδικό καθεστώς λόγω του Μνημονίου, συνεπώς δεν δεσμεύονται ούτε καν από την ευρωσυνθήκη εάν αποφασίσουν να «ξεμπερδεύουν» με τη χώρα μας, η οποία από καιρό θεωρείται κίνδυνος για τη συνοχή ή ακόμη και την επιβίωση της Ευρωζώνης.
Όπως και άλλοτε έχουμε γράψει και όπως γράφει στο χθεσινό φύλλο του «Π» ο Δ. Καζάκης, «οι ειδικοί του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον επίσης έχουν από καιρό κατασταλάξει στην άποψη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή μέσω του Μνημονίου δεν βγάζει πουθενά». Για τον λόγο αυτόν, εκτός από τους Ευρωπαίους, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει καταλήξει στην άποψη ότι η μόνη προοπτική για την Ελλάδα είναι η ελεγχόμενη πτώχευση.
Το μόνο στοιχείο εν τέλει που είτε καθυστερεί είτε απλώς θα καθορίσει τις τελικές παραμέτρους του σχεδίου που θα εφαρμοστεί στην Ελλάδα δεν είναι τόσο το αν ο Παπακωνσταντίνου θα επιτύχει σε όσα απέτυχε οικτρά το προηγούμενο οκτάμηνο, αλλά η κατάληξη της διαμάχης για το ποιος (Ευρωπαίοι ή ΔΝΤ) θα καταφέρει να επιβάλει τον δικό του μηχανισμό και τους δικούς του όρους στη διαχείριση του ελληνικού «προβλήματος».
Αν όμως αυτή είναι η «μεγάλη εικόνα» της οικονομίας, υπάρχει και μια άλλη, η τρέχουσα, η οποία μεσοπρόθεσμα ενδέχεται να ανησυχεί τον Παπανδρέου ακόμη περισσότερο.
Η κυβέρνησή του, βάσει των προβλέψεων του Μνημονίου, υπό το φως της μέχρι σήμερα αποτυχίας προσαρμογής στις επιταγές του, αλλά και με δεδομένη την πλήρη αναθεώρηση των στοιχείων και των στόχων της δημοσιονομικής «προσαρμογής», θα πρέπει, από την επομένη κιόλας της δεύτερης Κυριακής των αυτοδιοικητικών εκλογών, να δρομολογήσει ακόμη πιο επαχθή μέτρα και ακόμη πιο επώδυνες«διαρθρωτικές αλλαγές».
Το βάθος και η σκληρότητα των νέων μέτρων, τα οποία εκτός όλων των άλλων συμπεριλαμβάνουν δεκάδες χιλιάδες απολύσεις από τον δημόσιο τομέα και πραγματικό σφαγιασμό του εισοδήματος όλων των κατηγοριών εργαζομένων, δεν θα είναι πλέον εύκολο να δικαιολογηθεί ούτε καν από τους συνήθεις μιντιακούς συνηγόρους της κυβέρνησης.
Η οικονομική κατάσταση της χώρας και της κοινωνίας, λοιπόν, έτσι όπως προδιαγράφεται αμέσως μετά τις εκλογές στην αυτοδιοίκηση, είναι πράγματι λόγος εκλογών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτές είναι μια βέβαιη πρωθυπουργική επιλογή. Είναι ωστόσο πολύ πιθανό ότι τόσο το ενδεχόμενο μιας πτώχευσης – με όποιο μοντέλο κι αν επιλεγεί – όσο και η πολύ πιο σίγουρη καταιγίδα των μέτρων είναι δυνατόν να προκαλέσουν κοινωνική έκρηξη.
Παρ’ ότι δεν είναι οπωσδήποτε αναγκαίο η εξαθλίωση να παραγάγει αναταραχή, όπως πολλοί αφελείςπιστεύουν, ας συγκρατήσουμε ότι και το ΔΝΤ εδώ και ένα περίπου δίμηνο και οι ευρωκράτες την τελευταία περίοδο λαμβάνουν όλο και σοβαρότερα υπ’ όψιν το ενδεχόμενο μιας εκτός ελέγχου αντίδρασης στη συνεχή και όλο αυξανόμενη οικονομική πίεση.
Ίσως, εκτός από τη δραματική κυβερνητική αποτυχία «προσαρμογής» στις διεθνείς απαιτήσεις, να είναι κιαυτός ένας λόγος για τον οποίο οι δανειστές και επιτηρητές μας επιλέγουν την οδό της ελεγχόμενης πτώχευσης – η οποία, όπως γνωρίζουμε από τη διεθνή πείρα, προσομοιάζει με τον ποδοσφαιρικό«ξαφνικό θάνατο»...
Διεθνής δυσαρέσκεια
Με όλα τα παραπάνω ως δεδομένα, θα περίμενε κάποιος ότι η κυβέρνηση, παρ’ ότι με τις υπογραφές της έχει απεμπολήσει κάθε νομικό δικαίωμα υπεράσπισης της χώρας μας, θα επιχειρούσε τουλάχιστον να κρατήσει ανοιχτή μια πόρτα πολιτικής διαπραγμάτευσης, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει έναν βαθμό κάλυψης έναντι των δυσμενών σεναρίων.
Κι όμως, ούτε καν αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει, παρ’ ότι πολλοί, ακόμη και υπουργοί, υποστηρίζουν υπήρχε σοβαρό περιθώριο διαπραγμάτευσης, δεδομένου ότι η διάσπαση της τρόικας και η ανηλεής οικονομική, νομισματική και γεωστρατηγική διαμάχη μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ / ΔΝΤ βρίσκεται στο απόγειό της!
Η κυβέρνηση της Ελλάδας, δυστυχώς, έχει καταφέρει, την κρισιμότερη περίοδο, όχι μόνο να στερείταιδιεθνών συμμαχιών, αλλά και να προκαλεί τη δυσαρέσκεια και των δύο πλευρών της διασπασμένης τρόικας.
1. Στην αρχή ταυτίστηκε με τις επιλογές του ΔΝΤ και των ΗΠΑ προκαλώντας την οργή της Ευρώπης – και κυρίως της Γερμανίας – για το ότι η Ελλάδα υπήρξε το όχημα εισόδου του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη, πληρώνοντας μάλιστα η ίδια αδιανόητα μεγάλο κόστος (Μνημόνιο, δανειακή σύμβαση κ.λπ.) για να στηρίξει τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον. Ένα δείγμα της «εκδίκησης» των Ευρωπαίων είναι οπανευρωπαϊκά πρωτοφανής τρόπος μέτρησης των ελλειμμάτων μας, ο οποίος εφαρμόζεται μόνο στην Ελλάδα και τα αποτελέσματα του οποίου θα κληθούμε πολύ σύντομα να πληρώσουμε, όπως είδαμε λίγο πριν.
2. Ύστερα, σε συμφωνία με το ΔΝΤ, «εκβίασε» τους Ευρωπαίους επιζητώντας την «επιμήκυνση» αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. ευρώ. Προκάλεσε έτσι εκ νέου την οργή τους και επιτάχυνε την απόφαση της Ευρωζώνης να πάει σε ελεγχόμενη πτώχευση της Ελλάδας.
3. Επειδή όμως τα δάνειά μας τα κρατούν σε συντριπτικό ποσοστό οι Ευρωπαίοι, το αμερικανικό «χαρτί» και ο ρόλος του Δούρειου Ίππου – τον οποίο αποδίδει ανοιχτά η Ευρώπη στην κυβέρνηση Παπανδρέου – αποδείχθηκαν μια οικονομικά ατελέσφορη επιλογή. Υπό την απειλή μιας εσπευσμένης πτώχευσης ο Παπανδρέου αναγκάστηκε στην τελευταία ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής να συναινέσει πλήρως στο σχέδιο δημιουργίας ευρωπαϊκού μηχανισμού πτωχεύσεων, η σκοπιμότητα του οποίου είναι να εξαλείψει τη δυνατότητα του ΔΝΤ να ελέγχει τις μελλοντικές πτωχεύσεις στην Ευρωζώνη.
Αυτή η αναγκαστική επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης όμως προκάλεσε τη μεγάλη δυσαρέσκεια των Αμερικανών και του ΔΝΤ, οι οποίοι βλέπουν ότι κινδυνεύει με ναυάγιο η επιδίωξή τους για ανάληψη πρωταγωνιστικού ρόλου στο πλαίσιο της Ε.Ε. Με συνέπεια να μειώνεται γι’ αυτούς η αντίστοιχη σημασία της Ελλάδας...
Όχι και για τον Σγουρό...
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι ο πρωθυπουργικός εκβιασμός των τελευταίων ημερών περί προσφυγής σε βουλευτικές εκλογές μπορεί να αφορά τον βαθμό υπερψήφισης η καταψήφισης των κυβερνητικών υποψηφίων δημάρχων και περιφερειαρχών; Ας είμαστε σοβαροί.
Η ψήφος μας τις δύο επόμενες Κυριακές μπορεί ενδεχομένως να αποτελέσει μια καλή αφορμή για να στηθούν εκ νέου κάλπες, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι η αιτία. Καλό βόλι, λοιπόν, καιχωρίς ενοχές ό,τι κι αν ψηφίσει ο καθένας μας...
topontiki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.