Του Jean - Marie Colombani
Στη Γαλλία δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η ομάδα του G20 δεν χρησιμεύει σε τίποτε. ΄Η σχεδόν σε τίποτε. Αυτό δεν ισχύει- υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκλαμβάνει κανείς το G20 ως κάτι που δεν είναι και ως κάτι που δεν μπορεί να γίνει: μια παγκόσμια κυβέρνηση. Πρόκειται αντιθέτως για ένα αποφασιστικό και πολύτιμο σώμα στην εποχή που διανύουμε. Εν μέσω της τεράστιας αναταραχής που επικρατεί σε αυτό τον πολυπολικό κόσμο, θα έπρεπε πάντοτε να εμμένουμε στην επικράτηση διαρκών διαπραγματεύσεων έναντι της σύγκρουσης. Κι όμως, η σύγκρουση βρίσκεται στην πόρτα μας, υπό τη μορφή των νομισματικών πολέμων.
Οι συκοφάντες του G20 επικαλούνται την ύπαρξη στην πραγματικότητα ενός G2, ενός δίπολου μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας. Σε αυτή την περίπτωση το G20 θα ήταν απλώς ένα προπέτασμα του G2. Κάτι τέτοιο είναι ταυτόχρονα αληθές και ψευδές. Πράγματι, από τον διάλογο μεταξύ των δύο χωρών, οι οικονομίες των οποίων ήδη συνδέονται στενά, εξαρτώνται πολλά ζητήματα που αφορούν και τον υπόλοιπο κόσμο. Κίνα και ΗΠΑ δεν άδραξαν όμως τις ευκαιρίες να συγκρουστούν. Συνεπώς, το παιχνίδι ίσως είναι πιο ανοιχτό από ό,τι φαίνεται.
Από αυτή την άποψη, η σύνοδος της Σεούλ που μόλις ολοκληρώθηκε αντιπροσωπεύει βεβαίως ένα μικρό βήμα, αλλά παρ΄ όλα αυτά ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η τελική δήλωση των συμμετεχόντων απορρίπτει τις πολιτικές ανταγωνιστικής νομισματικής υποτίμησης και θέτει στόχο τη μείωση των ανισορροπιών μεταξύ των κρατών που εξάγουν και εκείνων που ζουν από το έλλειμμά τους. Δεν ορίστηκε όμως κανένα αριθμητικό ή περιοριστικό πλαίσιο.
Οπως πάντα με το G20, το κατά πόσον οι συστάσεις του θα γίνουν ή όχι σεβαστές θα εξαρτηθεί στη συνέχεια από την καλή θέληση καθενός από τους συμμετέχοντες.
Μέχρι στιγμής το G20 έχει πρωταγωνιστήσει σε δύο ουσιώδη στοιχεία. Αρχικά, στη διεύρυνση. Από το G7 περάσαμε σε ένα σχήμα που δικαίως περιέλαβε τις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως τη Βραζιλία, την Ινδία, την Κίνα, αλλά και την Ινδονησία και τη Νότια Αφρική. Επρόκειτο για μια ευεργετική εξέλιξη που μεταφράστηκε και στη σύνοδο της Σεούλ με τη μεταρρύθμιση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), το κεφαλαίο του οποίου αυξήθηκε, ενώ εξισορροπήθηκαν τα δικαιώματα ψήφου μεταξύ των χωρών.
Επειτα, ήταν η οικονομική κρίση. Για να αποφευχθεί ένας παγκόσμιος κατακλυσμός, οι υπεύθυνοι του G20, που αντιπροσωπεύουν το 90% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώθηκαν ώστε να λάβουν αποφάσεις και να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι μόλις απομακρύνθηκε ο άμεσος κίνδυνος, τα εθνικά συμφέροντα επικράτησαν εκ νέου, ενώ η έναρξη μιας ομοιογένειας παραχώρησε τη θέση της στη μεγαλύτερη ανομοιογένεια. Οι ανισορροπίες μεταξύ αναπτυσσόμενων χωρών με αυξημένη ανάπτυξη και ανεπτυγμένων χωρών με άτονη ανάπτυξη και παράλογα ποσοστά ανεργίας είναι γνωστές. Ταυτόχρονα και κυρίως είναι γνωστές οι ανισορροπίες μεταξύ εισαγωγικών και εξαγωγικών χωρών με μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα. Η Κίνα έγινε γρήγορα δακτυλοδεικτούμενη διότι το νόμισμά της, το γουάν, είναι διαβόητα υπερτιμημένο, φρενάροντας έτσι το άνοιγμα της αγοράς της ως επί το πλείστον στους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους.
Επειτα ο συσχετισμός των δυνάμεων άλλαξε απότομα για να καταλήξει στη Σεούλ σε μια σύνοδο όπου αντί για την Κίνα οι ΗΠΑ βρέθηκαν απομονωμένες και δακτυλοδεικτούμενες. Αιτία αυτής της ανατροπής στάθηκε η απόφαση της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας να ρίξει στην αγορά 600 δισεκατομμύρια δολάρια ώστε να τονώσει την ανάπτυξη που στις ΗΠΑ παραμένει ακόμη πολύ αδύναμη για να κάμψει τα υψηλά ποσοστά ανεργίας. Αυτή η απόφαση προκάλεσε ισχυρό σοκ στην Ευρώπη, στην Κίνα, στη Βραζιλία και στην Ιαπωνία, δηλαδή όλους όσοι διαβλέπουν ως συνέπεια αυτής της απόφασης την πτώση της τιμής του δολαρίου. Πρόκειται για μια πολιτική ανταγωνιστικής υποτίμησης από πλευράς των ΗΠΑ και των ευμετάβλητων κινήσεων των διεθνών κεφαλαίων.
Μπορούμε άλλωστε να θυμηθούμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο πατήρΤζορτζ Μπους είχε υιοθετήσει απέναντι στο ιαπωνικό γιεν μια πολιτική υποτίμησης του δολαρίου, που συνετέλεσε στην είσοδο της Ιαπωνίας σε μια φάση μαρασμού και ατονίας από την οποία δεν έχει καταφέρει να εξέλθει ακόμη.
Πριν από τη σύνοδο της Σεούλ, υπήρχε μια εμφανής ένταση η οποία στρεφόταν εναντίον των ΗΠΑ και επισκίαζε τις δυσκολίες που δημιουργήθηκαν από την υπερεκτίμηση του γουάν. Ο διάλογος βοήθησε να μειωθεί η ένταση και να ληφθούν ορθές αποφάσεις, η κυριότερη των οποίων αφορούσε την αποκήρυξη της χρήσης νομισματικών όπλων. Τι θα συμβεί όμως στην πραγματικότητα; Κανείς δεν ξέρει. Αντιθέτως γνωρίζουμε τι σημαίνει ένας νομισματικός πόλεμος: ταυτόχρονα εμπορικό πόλεμο και επιστροφή του προστατευτισμού. Σε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα Κινέζοι και Ευρωπαίοι συμφωνούν: ο βασικός κίνδυνος αφορά την επιστροφή του προστατευτισμού. Η Γαλλία που προεδρεύει πλέον της ομάδας του G20 και εμφανίζεται δεκτική και συνετή, δέχεται εντολές από ένα διχασμένο G20. Αναμφίβολα, η σύνοδος της Σεούλ επέτρεψε την επικράτηση μιας προσωρινής ηρεμίας, αλλά ακόμη δεν έχουμε διαφύγει τον κίνδυνο.
Ο κ.Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde»
Οι συκοφάντες του G20 επικαλούνται την ύπαρξη στην πραγματικότητα ενός G2, ενός δίπολου μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας. Σε αυτή την περίπτωση το G20 θα ήταν απλώς ένα προπέτασμα του G2. Κάτι τέτοιο είναι ταυτόχρονα αληθές και ψευδές. Πράγματι, από τον διάλογο μεταξύ των δύο χωρών, οι οικονομίες των οποίων ήδη συνδέονται στενά, εξαρτώνται πολλά ζητήματα που αφορούν και τον υπόλοιπο κόσμο. Κίνα και ΗΠΑ δεν άδραξαν όμως τις ευκαιρίες να συγκρουστούν. Συνεπώς, το παιχνίδι ίσως είναι πιο ανοιχτό από ό,τι φαίνεται.
Από αυτή την άποψη, η σύνοδος της Σεούλ που μόλις ολοκληρώθηκε αντιπροσωπεύει βεβαίως ένα μικρό βήμα, αλλά παρ΄ όλα αυτά ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η τελική δήλωση των συμμετεχόντων απορρίπτει τις πολιτικές ανταγωνιστικής νομισματικής υποτίμησης και θέτει στόχο τη μείωση των ανισορροπιών μεταξύ των κρατών που εξάγουν και εκείνων που ζουν από το έλλειμμά τους. Δεν ορίστηκε όμως κανένα αριθμητικό ή περιοριστικό πλαίσιο.
Οπως πάντα με το G20, το κατά πόσον οι συστάσεις του θα γίνουν ή όχι σεβαστές θα εξαρτηθεί στη συνέχεια από την καλή θέληση καθενός από τους συμμετέχοντες.
Μέχρι στιγμής το G20 έχει πρωταγωνιστήσει σε δύο ουσιώδη στοιχεία. Αρχικά, στη διεύρυνση. Από το G7 περάσαμε σε ένα σχήμα που δικαίως περιέλαβε τις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως τη Βραζιλία, την Ινδία, την Κίνα, αλλά και την Ινδονησία και τη Νότια Αφρική. Επρόκειτο για μια ευεργετική εξέλιξη που μεταφράστηκε και στη σύνοδο της Σεούλ με τη μεταρρύθμιση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), το κεφαλαίο του οποίου αυξήθηκε, ενώ εξισορροπήθηκαν τα δικαιώματα ψήφου μεταξύ των χωρών.
Επειτα, ήταν η οικονομική κρίση. Για να αποφευχθεί ένας παγκόσμιος κατακλυσμός, οι υπεύθυνοι του G20, που αντιπροσωπεύουν το 90% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώθηκαν ώστε να λάβουν αποφάσεις και να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι μόλις απομακρύνθηκε ο άμεσος κίνδυνος, τα εθνικά συμφέροντα επικράτησαν εκ νέου, ενώ η έναρξη μιας ομοιογένειας παραχώρησε τη θέση της στη μεγαλύτερη ανομοιογένεια. Οι ανισορροπίες μεταξύ αναπτυσσόμενων χωρών με αυξημένη ανάπτυξη και ανεπτυγμένων χωρών με άτονη ανάπτυξη και παράλογα ποσοστά ανεργίας είναι γνωστές. Ταυτόχρονα και κυρίως είναι γνωστές οι ανισορροπίες μεταξύ εισαγωγικών και εξαγωγικών χωρών με μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα. Η Κίνα έγινε γρήγορα δακτυλοδεικτούμενη διότι το νόμισμά της, το γουάν, είναι διαβόητα υπερτιμημένο, φρενάροντας έτσι το άνοιγμα της αγοράς της ως επί το πλείστον στους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους.
Επειτα ο συσχετισμός των δυνάμεων άλλαξε απότομα για να καταλήξει στη Σεούλ σε μια σύνοδο όπου αντί για την Κίνα οι ΗΠΑ βρέθηκαν απομονωμένες και δακτυλοδεικτούμενες. Αιτία αυτής της ανατροπής στάθηκε η απόφαση της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας να ρίξει στην αγορά 600 δισεκατομμύρια δολάρια ώστε να τονώσει την ανάπτυξη που στις ΗΠΑ παραμένει ακόμη πολύ αδύναμη για να κάμψει τα υψηλά ποσοστά ανεργίας. Αυτή η απόφαση προκάλεσε ισχυρό σοκ στην Ευρώπη, στην Κίνα, στη Βραζιλία και στην Ιαπωνία, δηλαδή όλους όσοι διαβλέπουν ως συνέπεια αυτής της απόφασης την πτώση της τιμής του δολαρίου. Πρόκειται για μια πολιτική ανταγωνιστικής υποτίμησης από πλευράς των ΗΠΑ και των ευμετάβλητων κινήσεων των διεθνών κεφαλαίων.
Μπορούμε άλλωστε να θυμηθούμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο πατήρΤζορτζ Μπους είχε υιοθετήσει απέναντι στο ιαπωνικό γιεν μια πολιτική υποτίμησης του δολαρίου, που συνετέλεσε στην είσοδο της Ιαπωνίας σε μια φάση μαρασμού και ατονίας από την οποία δεν έχει καταφέρει να εξέλθει ακόμη.
Πριν από τη σύνοδο της Σεούλ, υπήρχε μια εμφανής ένταση η οποία στρεφόταν εναντίον των ΗΠΑ και επισκίαζε τις δυσκολίες που δημιουργήθηκαν από την υπερεκτίμηση του γουάν. Ο διάλογος βοήθησε να μειωθεί η ένταση και να ληφθούν ορθές αποφάσεις, η κυριότερη των οποίων αφορούσε την αποκήρυξη της χρήσης νομισματικών όπλων. Τι θα συμβεί όμως στην πραγματικότητα; Κανείς δεν ξέρει. Αντιθέτως γνωρίζουμε τι σημαίνει ένας νομισματικός πόλεμος: ταυτόχρονα εμπορικό πόλεμο και επιστροφή του προστατευτισμού. Σε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα Κινέζοι και Ευρωπαίοι συμφωνούν: ο βασικός κίνδυνος αφορά την επιστροφή του προστατευτισμού. Η Γαλλία που προεδρεύει πλέον της ομάδας του G20 και εμφανίζεται δεκτική και συνετή, δέχεται εντολές από ένα διχασμένο G20. Αναμφίβολα, η σύνοδος της Σεούλ επέτρεψε την επικράτηση μιας προσωρινής ηρεμίας, αλλά ακόμη δεν έχουμε διαφύγει τον κίνδυνο.
Ο κ.Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.