JEAN - MARIE COLOMBANI
Η Ανγκελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζί αναγκάστηκαν για άλλη μία φορά να προσπαθήσουν να σβήσουν την κερδοσκοπική λαίλαπα που φέρνει σε δύσκολη θέση τη ζώνη του ευρώ. Μετά την Ιρλανδία που, για να χρηματοδοτήσει το χρέος της, αναγκάστηκε να πληρώσει υπέρογκο τόκο και παρά το πλάνο βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), από τα ίδια δεινά απειλούνται η Πορτογαλία και σύντομα και η Ισπανία. Το Παρίσι και το Βερολίνο επανέλαβαν λοιπόν ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στήριξης, το οποίο δημιουργήθηκε εν μέσω της ελληνικής θέσης, θα συνεχίσει να υφίσταται ως το 2013. Οι δύο πρωτεύουσες γνωστοποίησαν επίσης ότι εργάζονται ώστε να οριστεί επακριβώς ο μόνιμος μηχανισμός που θα το διαδεχθεί.
Εν μέσω αυτής της τόσο ευαίσθητης κατάστασης, διαπιστώνουμε ότι η Μέρκελ μιλάει πολύ, την ώρα που ο γενικά φλύαρος Σαρκοζί αναμφίβολα δεν μιλάει αρκετά. Ωστόσο πέρα από αυτό το έλλειμμα επικοινωνίας, για το οποίο ευθύνονται οι κυβερνώντες των δύο χωρών, διαπιστώνουμε ότι εν μέσω της δοκιμασίας που υφίσταται η ζώνη του ευρώ υπάρχει ένας λόγος για να χαιρόμαστε. Και δυστυχώς και ένας άλλος λόγος για να ανησυχούμε.
Η αιτία για να χαιρόμαστε αφορά την εξέλιξη που συντελέστηκε στη Γερμανία. Πριν από μόλις λίγους μήνες η γερμανίδα καγκελάριος, υπερβολικά ευαίσθητη στην πίεση μιας κοινής γνώμης που έτεινε προς τον εθνικισμό, αρχικά αρνιόταν τη βαρύτητα της κρίσης, έπειτα υποτιμούσε την απειλή μετάδοσής της και τέλος φρέναρε κάθε βοήθεια προς την Ελλάδα. Εκτοτε η Γερμανία μοιάζει να έχει πράγματι συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που διατρέχει η ευρωζώνη, θύμα ενός είδους στρατηγικής των ντόμινο- ρίχνουμε τη μία χώρα μετά την άλλη- που διεξάγεται από τις αγορές, δηλαδή τους πιστωτές των χρεωμένων χωρών.
Η Γερμανία αναγνωρίζει ότι έχει συμφέρον να εξασφαλίσει την αφθαρσία του ευρώ. Χθες πίστευε ότι θα ξέφευγε από την παράταση της κρίσης και θα έδινε ένα μάθημα στα λιγότερο ενάρετα κράτη, δηλαδή σχεδόν όλα τα άλλα κράτη της ΕΕ. Σήμερα υπολογίζει ότι χωρίς το ευρώ θα δεχθεί μια ανυπολόγιστη και ασυγκράτητη πίεση για να υποχρεωθεί να επανεκτιμήσει το νόμισμά της. Από αυτή την άποψη, η σύνοδος της ομάδας του G20 στη Σεούλ και η νομισματική διαμάχη μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας υπήρξαν ένα καλό μάθημα. Ακούσαμε με ευτυχία τον πρόεδρο της Βundesbank και υποψήφιο να δια δεχθεί τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ στην κεφαλή του ΔΝΤ Αξελ Βέμπερ να δηλώνει στο Παρίσι ότι όσον αφορά το ευρώ «δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω» και ότι «η κερδοσκοπία είναι καταδικασμένη να αποτύχει».
Ας αποδεχθούμε αυτό το προμήνυμα. Δυστυχώς όμως, η επιτυχία εναντίον της κερδοσκοπίας όχι μόνο δεν είναι εγγυημένη, αλλά ακόμη δεν διαφαίνεται καν. Ολοι έχουμε λοιπόν λόγο να ανησυχούμε όσο αυτός ο μηχανισμός δεν αναγκάζεται να σταματήσει. Και αυτό δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να γίνει όσο οι κυβερνήσεις μας δεν συνασπίζονται και παραμένουν «η καθεμία για τον εαυτό της». Φυσικά, οι Ευρωπαίοι έχουν προοδεύσει: κανείς δεν συζητεί πια την αναγκαιότητα της επείγουσας χορήγησης βοήθειας στις χώρες που έχουν ανάγκη, ο διάλογος πηγαίνει καλά και τα μέλη της ΕΕ δεσμεύθηκαν να υποβάλουν στις Βρυξέλλες τον προϋπολογισμό τους πριν από την ψήφισή του από τα εθνικά κοινοβούλια. Πρόκειται όμως για μικρό πρώτο βήμα και δεν θα εξέλθουμε πραγματικά από τη δίνη αν δεν πραγματοποιήσει η ευρωζώνη ένα νέο αποφασιστικό βήμα προς την πολιτική και νομισματική ενοποίηση.
Κατά τα άλλα, η Ευρώπη πάντοτε προχωρούσε με αυτόν τον τρόπο. Οι δυσκολίες της δεκαετίας του 1980 γέννησαν την ενιαία αγορά. Επειτα, οι ατέλειές της οδήγησαν στο ενιαίο νόμισμα. Η καινοτομία έγκειται στο ότι τώρα πρέπει να δράσουμε κατεπειγόντως, χωρίς να έχουμε συμπληρώσει το ενιαίο νόμισμα με τα ομοσπονδιακά όργανα που έχει ανάγκη, κυρίως όσον αφορά τους προϋπολογισμούς.
Οι χώρες μας, οι οποίες πρακτικά από την εποχή της περιόδου Ζακ Σιράκ, Γκέρχαρντ Σρέντερ και Τόνι Μπλερ, και αυτό χωρίς διακοπή, αναδιπλώνονται προοδευτικά, ικανοποιούνται από έναν νέο εγωισμό και οδήγησαν σε αδιέξοδο την αναπόφευκτη συνέπεια του ευρώ: μια νέα αγορά προς την ενοποίηση. Κι όμως οφείλουμε να το επαναλάβουμε: η ευρωζώνη θεωρημένη πράγματι ως τέτοια, όχι κατακερματισμένη σε χώρες, αλλά ιδωμένη σφαιρικά, είναι μια ζώνη σταθερότητας εν μέσω του παρόντος αναβρασμού. Επιπλέον πρόκειται για μια ζώνη η οποία στην πράξη τείνει προς την ισορροπία, εκεί όπου δεν υπάρχουν παρά μόνο ανισορροπίες, όπως για παράδειγμα μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. Θα έπρεπε λοιπόν, όπως υποδεικνύει ο γάλλος οικονομολόγος Ζακ Αταλί, να μπορέσει η ζώνη του ευρώ να εκδώσει ευρωομόλογο, έχοντας ως εχέγγυο αυτή τη σταθερή ζώνη. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ότι οι κυβερνώντες μας θα αποκτήσουν το κουράγιο να αποκαταστήσουν μια λέξη-ταμπού στην Ευρώπη: τον φεντεραλισμό.
Ο κ.Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους,πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde».
Εν μέσω αυτής της τόσο ευαίσθητης κατάστασης, διαπιστώνουμε ότι η Μέρκελ μιλάει πολύ, την ώρα που ο γενικά φλύαρος Σαρκοζί αναμφίβολα δεν μιλάει αρκετά. Ωστόσο πέρα από αυτό το έλλειμμα επικοινωνίας, για το οποίο ευθύνονται οι κυβερνώντες των δύο χωρών, διαπιστώνουμε ότι εν μέσω της δοκιμασίας που υφίσταται η ζώνη του ευρώ υπάρχει ένας λόγος για να χαιρόμαστε. Και δυστυχώς και ένας άλλος λόγος για να ανησυχούμε.
Η αιτία για να χαιρόμαστε αφορά την εξέλιξη που συντελέστηκε στη Γερμανία. Πριν από μόλις λίγους μήνες η γερμανίδα καγκελάριος, υπερβολικά ευαίσθητη στην πίεση μιας κοινής γνώμης που έτεινε προς τον εθνικισμό, αρχικά αρνιόταν τη βαρύτητα της κρίσης, έπειτα υποτιμούσε την απειλή μετάδοσής της και τέλος φρέναρε κάθε βοήθεια προς την Ελλάδα. Εκτοτε η Γερμανία μοιάζει να έχει πράγματι συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που διατρέχει η ευρωζώνη, θύμα ενός είδους στρατηγικής των ντόμινο- ρίχνουμε τη μία χώρα μετά την άλλη- που διεξάγεται από τις αγορές, δηλαδή τους πιστωτές των χρεωμένων χωρών.
Η Γερμανία αναγνωρίζει ότι έχει συμφέρον να εξασφαλίσει την αφθαρσία του ευρώ. Χθες πίστευε ότι θα ξέφευγε από την παράταση της κρίσης και θα έδινε ένα μάθημα στα λιγότερο ενάρετα κράτη, δηλαδή σχεδόν όλα τα άλλα κράτη της ΕΕ. Σήμερα υπολογίζει ότι χωρίς το ευρώ θα δεχθεί μια ανυπολόγιστη και ασυγκράτητη πίεση για να υποχρεωθεί να επανεκτιμήσει το νόμισμά της. Από αυτή την άποψη, η σύνοδος της ομάδας του G20 στη Σεούλ και η νομισματική διαμάχη μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας υπήρξαν ένα καλό μάθημα. Ακούσαμε με ευτυχία τον πρόεδρο της Βundesbank και υποψήφιο να δια δεχθεί τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ στην κεφαλή του ΔΝΤ Αξελ Βέμπερ να δηλώνει στο Παρίσι ότι όσον αφορά το ευρώ «δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω» και ότι «η κερδοσκοπία είναι καταδικασμένη να αποτύχει».
Ας αποδεχθούμε αυτό το προμήνυμα. Δυστυχώς όμως, η επιτυχία εναντίον της κερδοσκοπίας όχι μόνο δεν είναι εγγυημένη, αλλά ακόμη δεν διαφαίνεται καν. Ολοι έχουμε λοιπόν λόγο να ανησυχούμε όσο αυτός ο μηχανισμός δεν αναγκάζεται να σταματήσει. Και αυτό δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να γίνει όσο οι κυβερνήσεις μας δεν συνασπίζονται και παραμένουν «η καθεμία για τον εαυτό της». Φυσικά, οι Ευρωπαίοι έχουν προοδεύσει: κανείς δεν συζητεί πια την αναγκαιότητα της επείγουσας χορήγησης βοήθειας στις χώρες που έχουν ανάγκη, ο διάλογος πηγαίνει καλά και τα μέλη της ΕΕ δεσμεύθηκαν να υποβάλουν στις Βρυξέλλες τον προϋπολογισμό τους πριν από την ψήφισή του από τα εθνικά κοινοβούλια. Πρόκειται όμως για μικρό πρώτο βήμα και δεν θα εξέλθουμε πραγματικά από τη δίνη αν δεν πραγματοποιήσει η ευρωζώνη ένα νέο αποφασιστικό βήμα προς την πολιτική και νομισματική ενοποίηση.
Κατά τα άλλα, η Ευρώπη πάντοτε προχωρούσε με αυτόν τον τρόπο. Οι δυσκολίες της δεκαετίας του 1980 γέννησαν την ενιαία αγορά. Επειτα, οι ατέλειές της οδήγησαν στο ενιαίο νόμισμα. Η καινοτομία έγκειται στο ότι τώρα πρέπει να δράσουμε κατεπειγόντως, χωρίς να έχουμε συμπληρώσει το ενιαίο νόμισμα με τα ομοσπονδιακά όργανα που έχει ανάγκη, κυρίως όσον αφορά τους προϋπολογισμούς.
Οι χώρες μας, οι οποίες πρακτικά από την εποχή της περιόδου Ζακ Σιράκ, Γκέρχαρντ Σρέντερ και Τόνι Μπλερ, και αυτό χωρίς διακοπή, αναδιπλώνονται προοδευτικά, ικανοποιούνται από έναν νέο εγωισμό και οδήγησαν σε αδιέξοδο την αναπόφευκτη συνέπεια του ευρώ: μια νέα αγορά προς την ενοποίηση. Κι όμως οφείλουμε να το επαναλάβουμε: η ευρωζώνη θεωρημένη πράγματι ως τέτοια, όχι κατακερματισμένη σε χώρες, αλλά ιδωμένη σφαιρικά, είναι μια ζώνη σταθερότητας εν μέσω του παρόντος αναβρασμού. Επιπλέον πρόκειται για μια ζώνη η οποία στην πράξη τείνει προς την ισορροπία, εκεί όπου δεν υπάρχουν παρά μόνο ανισορροπίες, όπως για παράδειγμα μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. Θα έπρεπε λοιπόν, όπως υποδεικνύει ο γάλλος οικονομολόγος Ζακ Αταλί, να μπορέσει η ζώνη του ευρώ να εκδώσει ευρωομόλογο, έχοντας ως εχέγγυο αυτή τη σταθερή ζώνη. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ότι οι κυβερνώντες μας θα αποκτήσουν το κουράγιο να αποκαταστήσουν μια λέξη-ταμπού στην Ευρώπη: τον φεντεραλισμό.
Ο κ.Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους,πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.