του Γιάνη Βαρουφάκη
Την πρώτη φορά ως τραγωδία
Όταν το 1929 ξέσπασε η Κρίση, τα κράτη πανικοβλήθηκαν βλέποντας τα έσοδά τους να καταρρέουν και τα έξοδά τους να αυξάνονται. Η αντανακλαστική τους αντίδραση ήταν κατανοητή: προέβησαν σε περικοπές του προϋπολογισμού τους ελπίζοντας ότι έτσι θα τους ισοσκελίσουν. Όμως γρήγορα κατάλαβαν ότι το φάρμακο ήταν χειρότερο από την ασθένεια: οι περικοπές που επιδείνωσαν την Κρίση και έτσι μεγάλωσαν (αντί να μειώσουν) τα ελλείμματα. Προχώρησαν λοιπόν στο Plan B: έχοντας πλέον καταλάβει ότι το πρόβλημα της οικονομίας τους ήταν η έλλειψη ζήτησης, αποφάσισαν να κάνουν το μόνο πράγμα που γνώριζαν: Να «εισάγουν» ζήτηση από το εξωτερικό. Πως; Υποτιμώντας το νόμισμά τους έτσι ώστε οι εξαγωγές τους να φθηνύνουν στο εξωτερικό και, με αυτό τον τρόπο, να «εισάγουν» ζήτηση για τα ντόπια προϊόντα απ’ έξω. Όμως κι αυτό το σχέδιο απέτυχε. Γιατί; Επειδή δεν γίνεται όλοι να υποτιμήσουν το νόμισμά τους. Δεν είναι δυνατόν να πέφτουν όλα τα νομίσματα μαζί. Ο μόνος τρόπος να υποτιμηθεί το δολάριο είναι να υπερτιμηθεί κάποιο άλλο νόμισμα. Και καθώς το διαπλανητικό εμπόριο δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα (κάτι που θα ήταν απαραίτητο ώστε να μπορεί μια γενικευμένη μείωση της αξίας των νομισμάτων της γης να οδηγήσει στην αύξηση των συνολικών εξαγωγών της), και αυτό το εγχείρημα εστέφθη από παταγώδη αποτυχία. Έτσι προχώρησαν στο Plan C: έβαλαν δασμούς στα αγαθά των «ξένων» με σκοπό την ενίσχυση της ζήτησης ντόπιων προϊόντων. Όμως όταν αντέδρασαν οι "ξένοι" κάνοντας το ίδιο, πλήγησαν οι δικές τους εξαγωγές και, το χειρότερο, επλήγη το διεθνές εμπόριο. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε: η Κρίση έγινε μόνιμη, σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1930, μέχρις ότου προέκυψε η «λύση»: η αύξηση των κρατικών επενδύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, ελέω Β' παγκοσμίου πολέμου, που εξαφάνισε την Κρίση εν μία νυκτί. Το ότι για να γίνει αυτό εξαφανίστηκαν και 50 εκατομμύρια άνθρωποι (1939-1945) ήταν μια απλή απόδειξη ότι, εν απουσία μιας οικουμενικά ορθολογικής πολιτικής παρέμβασης εναντίον της Παγκόσμιας Κρίσης, μόνο οι ανθρωποθυσίες μπορεί να βοηθήσουν.
Την δεύτερη φορά ως φάρσα
Σήμερα, το 2010, δύο χρόνια μετά από το δικό μας 1929, βρισκόμαστε ήδη στο Plan C. Αρχίσαμε με τις περικοπές εν καιρώ Κρίσης, και η Κρίση φούντωσε τόσο σε κεντρικές χώρες όπως οι ΗΠΑ (όπου η ανεργία αποτελματώθηκε πλήρως με το που σταμάτησαν οι αρχικές τονωτικές ενέσεις) όσο και στην Ευρώπη (για να μην μιλήσουμε συγκεκριμένα για την Ελλάδα). Πολύ γρήγορα η ενδυνάμωση της Κρίσης οδήγησε σχεδόν ταυτόχρονα στα Plans B&C: ΗΠΑ και Ευρώπη επιδίδονται σε ρητορικό πόλεμο εναντίον της Κίνας, πασχίζοντας να την πείσουν να αφήσει το δολάριο και το ευρώ να υποτιμηθούν (σε σχέση με το γουάν). Παράλληλα, το Κογκρέσο, έχοντας προεξοφλήσει την άρνηση του Πεκίνου να ενδώσει, έχει ήδη ψηφίσει νόμο επιβολής δασμών στις Κινεζικές εισαγωγές. Ένας πόλεμος συναλλαγμάτων και δασμών, πανομοιότυπος με εκείνον της δεκαετίας του 1930 φαίνεται να είναι στα σκαριά. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, είχε πει ο Κάρολος. Πόσο φάρσα θα είναι όμως και ποιο το ανθρώπινο κόστος της;
Ο κεντρικός ρόλος της Κίνας
Νομίζω ότι η προσπάθεια να απαντήσουμε το ερώτημα και να ρίξουμε λίγο φως στο σκοτεινό μέλλον, μπορεί να ξεκινήσει με την ευρωπαϊκή περιοδεία του Κινέζου πρωθυπουργού. Όσο ο κ. Wen Jiabao περιδιάβαινε στας Ευρώπας, η σύρραξη των νομισμάτων φούντωνε: ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία εκτόξευσαν από κοινού, και σχεδόν συντονισμένα, τα βέλη τους εναντίον της Κίνας κατηγορώντας την ότι, μη επιτρέποντας την υπερτίμηση του γουάν, κλέβει τις δουλειές των αμερικανών, ιαπώνων και ευρωπαίων εργαζόμενων. Οι φραστικές επιθέσεις από την Washington, που ακούγονταν σποραδικά έως τότε, εντάθηκαν και προστέθηκαν στον θυμό της Ιαπωνίας μετά την απόφαση της Κίνας να αγοράσει Ιαπωνικά ομόλογα, και να στηρίξει (τουλάχιστον στα λόγια) τα ελληνικά. Για το Τόκυο και τις Βρυξέλλες αυτές οι κινήσεις των Κινέζων υπέρ των Ιαπωνικών και ελληνικών ομολόγων θεωρήθηκαν επιθετικές κινήσεις και μέρος μιας τακτικής απόρριψης των δυτικών πιέσεων για υποτίμηση του Κινεζικού νομίσματος. Τώρα που η Ιαπωνία βουλιάζει υπό το βάρος του ακριβού γιέν, και η Γερμανία επενδύει στην ελληνική κρίση για να κρατάει το ευρώ χαμηλά, η Κίνα προέβη στις συγκεκριμένες κινήσεις ως μία δήλωση ότι δεν θα επιτρέψει να την εμπλέξουν οι δυτικοί σε μια δίνη υποτιμήσεων σαν εκείνη της δεκαετίας του 1930. Ότι επιμένει να ελέγχει το νόμισμά της.
Αν πάρουμε τους τρεις δυτικούς πυλώνες (ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ευρώπη) παρατηρούμε το εξής κοινό χαρακτηριστικό: πλήρη αδυναμία της εσωτερικής αγοράς τους να παραγάγει αρκετή ζήτηση για να βοηθήσει στην υπέρβαση από την Κρίση. Οι ΗΠΑ, που για τριάντα χρόνια έλκυαν τα κεφάλαια της οικουμένης (και έτσι κατάφερναν να χρηματοδοτούν το τεράστιο εμπορικό τους έλλειμμα), τώρα βλέπουν την μαζική αυτή μετανάστευση κεφαλαίων προς την Wall Street να έχει κοπάσει και για αυτό νιώθουν το βάρος των εμπορικών τους ελλειμμάτων. Αντιμέτωπη με τις εκλογές του Νοεμβρίου, είναι ευκολότερο για την κυβέρνηση Ομπάμα να κηρύξει πόλεμο λόγων εναντίον της Κίνας από το να προβεί σε αυτοκριτική (άφησε τις χρεωκοπημένες τράπεζες να ξεκοκκαλίσουν τα χρήματα του bail out) και σε μια λογική ανάλυση των εγγενών προβλημάτων της Αμερικανικής οικονομίας (χαμηλή αγοραστική δύναμη των πολλών). Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη: χρεοκοπημένες από ιδέες για την στήριξη της ντόπιας ζήτησης, στρέφονται στην συνταγή της υποτίμησης του γιεν και του ευρώ. Απέναντι σε ποιο νόμισμα όμως; Όχι βέβαια στο δολάριο (κάτι που θα εξόργιζε την Washington) αλλά προς το νόμισμα της μόνης σοβαρής οικονομίας που μένει: Του γουάν.
Απέναντι σε αυτή την άτυπη συμμαχία βρίσκεται μόνη της η Κίνα. Σε τι διαφέρει η οικονομία της από εκείνες των ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας; Στο εξής: πάνω από το 55% των Κινεζικών εξαγωγών παράγονται από δυτικές πολυεθνικές εντός της Κίνας οι οποίες, όπως είναι φυσικό, είναι ενθουσιασμένες με το φθηνό γουάν, το οποίο τους εξασφαλίζει χαμηλά κόστη και εύκολες πωλήσεις στις χώρες όπου έχουν την βάση τους. Αναρωτηθήκατε ποτέ πως έγινε δυνατόν η κομμουνιστική Κίνα να γίνει τόσο γρήγορα δεκτή στους κόλπους του ΔNT, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου; Ο λόγος ήταν η συμμαχία του ΚΚ της Κίνας με τις δυτικές πολυεθνικές. Στην βάση αυτής της συμμαχίας το ΚΚ της Κίνας οικοδομεί μια νέα εθνική αστική τάξη η οποία είναι συνεκτικά διασυνδεδεμένη με το Κινεζικό κράτος. Η ενίσχυση αυτής της αστικής τάξης στηρίζεται στο μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ που πάει σε δημόσιες επενδύσεις και στο όλο και μειούμενο ποσοστό των μισθών (σημ. οι μισθοί στην Κίνα αυξάνονται αλλά όχι ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ενδεικτικά αναφέρω ότι μετά την Κρίση του 2008 η Κινεζική κυβέρνηση έριξε πάνω από 1,5 τρις δολάρια στην οικονομία για να μην μειωθεί δραστικά ο ρυθμός ανάπτυξης. Το εγχείρημα πέτυχε και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ διατηρήθηκε στο 9%-10%. Όμως, κι αυτό έχει σημασία, το ποσοστό του ΑΕΠ που πήγε στους μισθωτούς μειώθηκε, η δε κατανάλωση έπεσε κάτω του 40%! Που πήγαν τα άλλα; Σε επενδύσεις υποδομών, είναι η απάντηση. Τραίνα, δρόμοι, παραγωγή και διανομή ενέργειας, έρευνα.
Περιληπτικά, στο έδαφος της Κίνας χτίστηκε και ενισχύεται καθημερινά μια τριπλή συμμαχία μεταξύ: (α) Του ΚΚ της Κίνας, (β) της νέας εθνικής αστικής τάξης, και (γ) των δυτικών και ιαπωνικών πολυεθνικών. Το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται η ισχυρή αυτή συμμαχία είναι το απέραντο εργατικό δυναμικό της χώρας το οποίο, με την ελαστική και φθηνή εργασία του, δημιουργεί τις προϋποθέσεις τεράστιων επενδύσεων και εξαγωγών.
Σε αυτό το πλαίσιο, βλέπουμε κάτι που συχνά αγνοείται: Η σύγκρουση δεν είναι απλώς μια σύγκρουση Κίνας-Δύσης αλλά και μεταξύ (α) δυτικών κυβερνήσεων και (β) δυτικών πολυεθνικών οι οποίες δεν έχουν καμία όρεξη να δουν τον ρόλο και την εσωτερική δυναμική της Κίνας να αλλάζει. Την ίδια στιγμή που το αμερικανικό κράτος χρηματοδοτεί τα ελλείμματά του πουλώντας ομόλογα στο Κινέζικο κράτος, το αμερικανικό κεφάλαιο συσσωρεύεται στην Κίνα (π.χ. τα κέρδη της Apple, που παράγει τα iPhone στα εργοστάσια της κινεζικής Foxcon, αυγαταίνουν επί Κινεζικού εδάφους).
Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Από την μία έχουμε εκείνους που, όπως οι πολυεθνικές, χαίρονται με το χαμηλό γουάν: Π.χ. οι μεγάλες εμπορικές αλυσίδες ρούχων κλπ που αγοράζουν μαζικά από την Κίνα και δραστηριοποιούνται στην Γαλλία και στην Βρετανία, αλλά, αν και λιγότερο, και στην Γερμανία και τις Σκανδιναβικές χώρες. Παράλληλα, ολόκληρη η Ευρωπαϊκή βιομηχανία μηχανολογικών, ηλεκτρονικών και, γενικότερα, κεφαλαιουχικών αγαθών (ακόμα και χωρών όπως η Ιταλία) εξάγει τα προϊόντα της στην Κίνα. Το ίδιο και οι παραγωγοί αγαθών πολυτελείας (λέγε με Porsche, Mercedes, Saab). Όλοι αυτοί εμψυχώνουν τον κ. Wen Jiabao να μην ενδώσει. Μια υπερτίμηση του γουάν θα τους έπληττε. Όμως υπάρχει και η άλλη Ευρώπη. Η Fiat, η Renault, οι βιοτεχνίες της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας δυσανασχετούν για τις Κινεζικές εισαγωγές και βλέπουν με καλό μάτι την αύξηση του γουάν. Λόγω αυτού του διχασμού παρακολουθούμε χώρες όπως Γερμανία και οι Σκανδιναβικές, αλλά και το υπουργείο βιομηχανίας της Ιταλίας, να μην έχουν κανένα πρόβλημα με το επίπεδο του γουάν. Αντίθετα, η Γαλλία, η Ισπανία, η Βρετανία συντάσσονται με τις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα αυτών των ενδο-ευρωπαϊκών ρηγμάτων είναι η ακόμα μεγαλύτερη απομάκρυνση της Ευρώπης από την προοπτική μιας πραγματικά ενοποιημένης πολιτικής της ΕΕ απέναντι στην Κίνα. Πρώτα η Ευρώπη διαιρέθηκε σε ελλειμματικές και πλεονασματικές χώρες. Τώρα ακόμα και τα κράτη-μέλη διαιρούνται σε κλάδους που θέλουν την υποτίμηση του γουάν και σε εκείνους που παλεύουν να μείνει σταθερό. Έτσι, λίγο-λίγο σβήνει και η τελευταία ελπίδα της Ενωμένης Ευρώπης.
Αυτά τα ρήγματα που χαρακτηρίζουν την ΕΕ τα βλέπουν οι Κινέζοι και τα εκμεταλλεύονται, κάτι που είναι θεμιτό σε μια περίοδο που πλήττονται από παντού και απειλούνται με πόλεμο δασμών από το Αμερικανικό Κογκρέσο. Π.χ. αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν μέρος των αποθεμάτων τους σε δολάρια για να αγοράσουν ευρώ, καθώς η Washington και τους παίρνει να λεφτά και τους κατηγορεί ότι αγοράζοντας αμερικανικά ομόλογα προσπαθούν να κρατήσουν το δολάριο ψηλά. Έχοντας όμως αγοράσει ευρώ, για να σιγουρευτούν για την αξία του αποκτήματός τους, παράλληλα ανακοινώνουν δημόσια την στήριξη των ελληνικών ομολόγων. Έτσι, θυμώνουν Washington και Βερολίνο αλλά παίρνουν με το μέρος τους την Siemens, την Mercedes, την Thyssen-Krupp και... τον κ. Παπανδρέου.
Η Ελλάδα και η Τουρκία στα απόνερα αυτών των συγκρούσεων
Κλείνω με μερικά λόγια για τα του οίκου μας και της ευρύτερης περιοχής. Η Κίνα γνωρίζει κάτι που η Αμερικανική κυβέρνηση κάνει ότι το έχει ξεχάσει: οι μαζικές εξαγωγές δεν εξαρτώνται μόνο από την συναλλαγματική ισοτιμία. Εξαρτώνται και από το δίκτυο διανομής αλλά και παραγωγής. Η Κίνα, με αυτή την σκέψη κατά νου, επενδύει λοιπόν σε μια σειρά από λιμάνια, από την Σιγκαπούρη, την Μπέρμα, το Μπαγκλαντές, την Σρι Λάνκα έως την Νάπολι, τον Πειραιά και την Οδησσό. Δεν την ενδιαφέρει να τα ελέγχει τόσο πολύ όσο το να μην εμποδίζονται σε αυτά οι εξαγωγές της. Αυτό είναι το ένα σκέλος της Κινεζικής στρατηγικής, στο οποίο καλά έκανε η κυβέρνησή μας και έδωσε σημασία. Όμως υπάρχει κι άλλο ένα σκέλος το οποίο φαίνεται ότι το αγνοήσαμε. Το σκέλος αυτό έκανε την εμφάνισή του στην διάρκεια της επίσκεψης του κ. Wen στην Τουρκία. Εν συντομία, στόχος της Κίνας είναι η μετατροπή της Τουρκίας στην Κορέα της Ιαπωνίας. Εξηγώ: η Ιαπωνική βιομηχανία, στην δεκαετία του 1980, κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τον τζίρο και τις εξαγωγές της πουλώντας ολόκληρους ιμάντες παραγωγής (π.χ. αυτοκινήτων) στην Κορέα, η οποία με την σειρά της εξήγαγε τα προϊόντα αυτά σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Τα Kia και τα Hyundai ήταν, για να το πω απλά, παλαιότερα μοντέλα Toyota ή Nissan κατασκευασμένα στην Κορέα. Οι Ιάπωνες πούλησαν τους ιμάντες παραγωγής και την τεχνογνωσία στους Κορεάτες και εκείνοι πούλησαν τα αυτοκίνητα στην Δύση.
Κάτι τέτοιο είναι έτοιμες να κάνουν και οι Κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες στην Τουρκία: να παράγουν συγκεκριμένα μοντέλα εκεί επειδή η Τουρκία έχει τελωνειακή συμφωνία με την ΕΕ που της επιτρέπει να εξάγει ό,τι αυτοκίνητο συναρμολογείται επί τουρκικού εδάφους χωρίς δασμούς. (Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, διατηρούν εργοστάσια στην Τουρκία οι Fiat και Renault.) Μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, ένα ολόκληρο Κινεζικό υπουργικό κλιμάκιο επισκέφτηκε την Άγκυρα. Τι νομίζετε ότι συζήτησαν; Σε πολύ λίγο χρόνο η Τουρκία θα λειτουργεί ως εφαλτήριο των Κινεζικών εξαγωγών αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών στην ΕΕ. Στο μεταξύ η Ελλάδα έχει μείνει, άλλη μια φορά, πίσω. Δεν διαθέτουμε ούτε την παραγωγική βάση ούτε την αγορά που θα έκανε τον κ. Wen να μας κάνει και εμάς μια αντίστοιχη πρόταση. Όμως αυτό δεν είναι λόγος να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Θεωρώ ότι η Ελλάδα θα πρέπει να βρει και για εκείνην ένα ρόλο σε αυτή την διαδικασία από την οποία να προκύψουν οφέλη τεχνολογικά, οικονομικά και οικολογικά για την χώρα μας. Για αυτό και μου έχει γίνει έμμονη ιδέα η ιστορία με τα τραίνα και η πρότασή μου να συμπράξει το ελληνικό δημόσιο με την Κίνα με στόχο την σιδηροδρομική σύνδεση της Αθήνας με την Κεντρική Ευρώπη. Το να εκχωρήσουμε τον ΟΣΕ σε Γαλλικές ή Γερμανικές επιχειρήσεις θα ήταν ανόητο μιας και αυτές, αντίθετα με τις Κινεζικές, δεν έχουν ούτε τα χρήματα ούτε το ενδιαφέρον για να μετατρέψουν έναν νέο ΟΣΕ σε περιφερειακή δύναμη. Όμως πάνω από όλα δεν έχουν το κίνητρο να χρησιμοποιήσουν μια τέτοια υποδομή για να μεταφέρουν τεράστιες ποσότητες Κινεζικών προϊόντων στην καρδιά της Ευρώπης.
protagon.gr
Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010
Η σύγκρουση των νομισμάτων
Αναρτήθηκε από
Unknown
στις
14:41
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες
'Αρθρα,
Οικονομία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ευχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφήΝίκος Β