Περισσότεροι από 630.000 μαθητές φοιτούν στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, που πλησιάζουν τις 7. 500 σ΄ολόκληρη τη χώρα. Όπως σχολιάζουν καθηγητές, το ενδιαφέρον των Ελλήνων για τις ξένες γλώσσες ήταν ανέκαθεν μεγάλο. Οι Ελληνες, άλλωστε, κατέχουν τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως στον αριθμό των ξένων γλωσσών που μιλούν.
Αν, όμως, κάποτε η εκμάθηση μιας γλώσσας, όπως των κινεζικών, ρωσικών, ή τουρκικών ήταν πολυτέλεια και εξυπηρετούσε μόνον προσωπικές επιθυμίες, τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει. Σε καιρούς οικονομικής κρίσης και ανεργίας, οι νέοι επιζητούν ολοένα και περισσότερες γνώσεις, δεξιότητες και πτυχία, για να δημιουργήσουν «πλούσια» βιογραφικά.
Η συγκεκριμένη ανάγκη έχει ωθήσει πολλούς στην παρακολούθηση κινεζικών. Έναν μήνα μετά την έναρξη των μαθημάτων, οι ιδιοκτήτες φροντιστηρίων ξένων γλωσσών, που διαθέτουν εκπαιδευτικό προσωπικό και για κινεζικά, υποστηρίζουν ότι έχει παρατηρηθεί μικρή αύξηση των μαθητών σε σύγκριση με τη συνολικότερη μείωση των εγγραφών σε φροντιστήρια, όπως και σε ιδιωτικά σχολεία, λόγω της οικονομικής κρίσης.
Αλλά και οι εργαζόμενοι, που παρακολουθούν ξένες γλώσσες, είτε επειδή θέλουν ένα ακόμη προσόν στο βιογραφικό τους, είτε επειδή η δουλειά απαιτεί αυτή τη γνώση, δεν είναι λίγοι. Δεδομένων, μάλιστα, των πρόσφατων συμφωνιών Ελλάδας και Κίνας, πολλοί εκτιμούν ότι το ενδιαφέρον των Ελλήνων για την εκμάθηση της κινεζικής γλώσσας θα ενταθεί.
Ο υπεύθυνος μεγάλης αλυσίδας φροντιστηρίων ξένων γλωσσών στην Ελλάδα, Θανάσης Τσαρμανίδης, επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Οι Ελληνες σε ηλικία 25 ετών σε μεγάλο ποσοστό κατέχουν ήδη δύο ξένες γλώσσες. Έτσι, αμέσως μετά αρχίζουν να σπουδάζουν μία τρίτη γλώσσα και από το 2007 και μετά, που η Κίνα έρχεται στο προσκήνιο και λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008, βλέπουμε αύξηση των μαθητών της γλώσσας αυτής».
«Δεν είναι "μόδα" τα κινεζικά. Είναι μία ακόμη προσπάθεια για να βρει ένας νέος άνθρωπος δουλειά», λέει η νεαρή Λήδα Κοκκίνη, που ολοκλήρωσε τις σπουδές της σε ελληνικό πανεπιστήμιο και τώρα πια ακολουθεί μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της δημοσιογραφίας και επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου.
Από πολύ μικρή ηλικία, η Λ. Κοκκίνη είχε αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα κινεζικών, στην Ελλάδα, διότι πίστευε πως θα ήταν ένα επιπλέον προσόν για ευκολότερη εξεύρεση εργασίας, όποιες κι αν ήταν οι σπουδές της στο μέλλον. Η πραγματικότητα, όμως, τη διέψευσε μερικώς κι αυτό διότι στην Ελλάδα δεν κατάφερε -ακόμη τουλάχιστον- να βρει δουλειά. «Τελικά, είναι ευκολότερο να βρω δουλειά στη Κίνα, καθώς ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται επιχειρήσεις Ελλήνων, που αναζητούν συμπατριώτες τους, οι οποίοι να μιλούν τα κινεζικά και να μπορούν να συνεννοούνται». Μικρό διάλειμμα στις σπουδές της έκανε πέρσι με την ελπίδα να επιστρέψει στην Ελλάδα και να ψάξει για δουλειά. Δεν κατάφερε να βρει κάτι αξιόλογο κι επέστρεψε στην Κίνα, όπου εργάζεται στη Σαγκάη ολοκληρώνοντας παράλληλα το μεταπτυχιακό της.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, οι επιπλέον γλώσσες, που μαθαίνουν σήμερα οι Έλληνες, είναι κινεζικά, βουλγαρικά, ρωσικά, τουρκικά, σερβικά και αραβικά. Οι περισσότεροι απ΄αυτούς, όμως, γνωρίζουν ήδη μία ή δύο από τις βασικές γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά. Ιδιαίτερα τα ισπανικά, τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνουν τις προτιμήσεις μεγάλης μερίδας των Ελλήνων, ενώ και τα τουρκικά σημειώνουν άνοδο.
«Μία ερμηνεία είναι το ότι οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων έχουν βελτιωθεί και παράλληλα, έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται και οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών. Τελευταία θα μπορούσα να πω ότι τα τουρκικά έχουν γίνει "μόδα" στην Ελλάδα, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι, που τα διδάσκονται για καθαρά τουριστικούς λόγους», λέει ο κ. Τσαρμανίδης.
Το γεγονός ότι οι Ελληνες διαθέτουν περισσότερα από 590 εκατ. ευρώ τον χρόνο για ξένες γλώσσες, εκτιμούν οι εκπαιδευτικοί ότι δείχνει την «πολυγλωσσία» που υπάρχει στην Ελλάδα, και συγχρόνως τις ελλείψεις του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας.
Φέτος, το υπουργείο Παιδείας θέλοντας να «θεραπεύσει» την «πληγή» των οικογενειών, που αιμορραγούν οικονομικά για πάσης φύσεως φροντιστήρια, εισήγαγε τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας από την πρώτη τάξη του δημοτικού. Έτσι, αναμένεται να διαμορφωθεί μία γενιά ανθρώπων, οι οποίοι ολοκληρώνοντας την υποχρεωτική εκπαίδευση είναι πιθανό να κατέχουν σε καλό επίπεδο δύο ξένες γλώσσες, βασικό προσόν για την εξέλιξή τους σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά και γενικά σε μορφωτικό.
Στην Πανεπιστημιακή Λέσχη της Αθήνας, όπου διδάσκονται από σουαχίλι μέχρι ρωσικά, παρατηρείται μικρή αύξηση των «μαθητών» της κινεζικής γλώσσας, ωστόσο, κινεζικά αρχίζουν πλέον να μαθαίνουν παιδιά μόλις 8 και 9 ετών.
«Δεν ξέρω αν αυτό είναι μια επιθυμία των γονιών για να είναι τα παιδιά τους διαφορετικά από τα άλλα», λέει ο κ. Τσαρμανίδης και συνεχίζει: «Το φαινόμενο της "αγάπης" των κινεζικών άρχισε έναν χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου και πολλοί ιδιοκτήτες φροντιστηρίων ενέταξαν τη γλώσα στο πρόγραμμά τους, περιμένοντας το μεγάλο "μπαμ". Ωστόσο, η αύξηση της εκμάθησης κινεζικών δεν είχε την έκταση που αναμέναμε. Τώρα, όμως, με τις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί μεταξύ Κίνας και Ελλάδας, πιστεύω ότι θα έχουμε περισσότερους μαθητές».
Πολλοί θεωρούν ότι ανασταλτικός παράγοντας εκμάθησης της κινεζικής είναι το γεγονός ότι η φιλοσοφία της γλώσσας είναι εντελώς διαφορετική απ΄ όσα γνωρίζουμε. Θεωρείται δύσκολη και περίπλοκη.
«Παρ΄ ολ΄ αυτά, αν κάποιος μάθει μια σειρά ιδεογραμμάτων θα είναι ευκολότερο να συνεχίσει για να ολοκληρώσει το επίπεδο συνεννόησής του», εξηγεί η Λ. Κοκκίνη.
«Χρειάζονται τουλάχιστον έξι μήνες με σχετικά εντατικά μαθήματα για να πούμε ότι κάποιος μπορεί να συνεννοηθεί, να καταλάβει και να τον καταλάβουν στα κινεζικά», προσθέτει ο κ. Τσαρμανίδης.
Η οικονομική κρίση δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω τις επιθυμίες των Ελλήνων για εκμάθηση ξένων γλωσσών. Έτσι, παρατηρείται ήδη μείωση εγγραφών μεταξύ 10% και 30% στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.
Πόσο κοστίζει, όμως, το φροντιστήριο για την εκμάθηση μίας γλώσσας, όπως τα κινεζικά, ή τα τουρκικά;
Για να φτάσει κάποιος σ΄ενα ικανοποιητικό επίπεδο χρειάζεται τρία με τέσσερα χρόνια χαλαρού ρυθμού παρακολούθησης και διαβάσματος. Δηλαδή, περίπου δύο ώρες την εβδομάδα. Αυτό το πρόγραμμα κοστίζει, κατά μέσο όσο, περί τα 390 ευρώ το χρόνο ανάλογα με το φροντιστήριο. Αν, όμως, οι ώρες υπερδιπλασιαστούν, τα δίδακτρα φτάνουν τα 800 ευρώ το χρόνο, ενώ απαιτούνται λιγότερο από τέσσερα χρόνια για να επιτευχθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο γνώσης.
Σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες φροντιστηρίων, η πλειονότητα εκείνων, οι οποίοι σπεύδουν να μάθουν μία ασυνήθιστη γλώσσα είναι νέοι μεταξύ 18 και 25 χρόνων, ενώ οι περισσότεροι από τους ευρισκόμενους σε ηλικίες κοντά στα 30, που πηγαίνουν σε φροντιστήριο, χρειάζονται τη συγκεκριμένη γλώσσα για τη δουλειά τους.
Ένα ακόμη κίνητρο που ενδεχομένως θα οδηγήσει πολλούς στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, είναι η πιστοποίηση των γνώσεων, που θα εφαρμοστεί πλέον και στην Ελλάδα, μέσω του ειδικού Κέντρου του υπουργείου Παιδείας, το οποίο θα πιστοποιεί κάθε γνώση που κάποιος αποκτά, σε οποιαδήποτε ηλικία, διευκολύνοντας έτσι και τη συνέχιση των σπουδών σε ανώτερο επίπεδο.
APE.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.