Subscribe Twitter Twitter

Παρέμβαση - Τίτλοι Αναρτήσεων

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Το ανάγνωσμα της Κυριακής - Γεώργιος Βιζυηνός,Το αμάρτημα της μητρός μου (Μέρος β΄)

 

 ...Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ταύτης ἡ μήτηρ μας ἤρχισε νὰ ἐπιδαψιλεύῃ εἰς τὴν θετήν μας ἀδελφὴν τόσας περιποιήσεις, ὅσων ἴσως δὲν ἠξιώθημεν ἡμεῖς εἰς τὴν ἡλικίαν της καὶ εἰς καιροὺς πολὺ εὐτυχεστέρους. Ἐνῷ δε μετ᾿ ὀλίγον χρόνον ἐγὼ μὲν ἐπλανώμην νοσταλγῶν ἐν τῇ ξένῃ, οἱ δὲ ἄλλοι μου ἀδελφοὶ ἐταλαιπωροῦντο κακοκοιμώμενοι εἰς τὰ ἐργαστήρια τῶν μαστόρων, τὸ ξένον κοράσιον ἐβασίλευεν εἰς τὸν οἶκον μας, ὡς ἐὰν ἦτον ἐδικός του.
Οἱ μικροὶ τῶν ἀδελφῶν μου μισθοὶ θὰ ἐξήρκουν πρὸς ἀνακούφισιν τῆς μητρός, ἐφ᾿ ᾧ καὶ τῇ ἐδίδοντο. Ἀλλ᾿ ἐκείνη, ἀντὶ νὰ τοὺς δαπανᾶ πρὸς ἀνάπαυσίν της, ἐπροίκιζε δι᾿ αὐτῶν τὴν θετήν της θυγατέρα καὶ ἐξηκολούθει ἐργαζομένη πρὸς διατροφὴν της. Ἐγὼ ἔλειπον μακράν, πολὺ μακράν, καὶ ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἠγνόουν τὶ συνέβαινεν εἰς τὸν οἶκον μας. Πρὶν δὲ κατορθώσω νὰ ἐπιστρέψω, τὸ ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καὶ ὑπανδρεύθη, ὡς ἐὰν ἦτον ἀληθῶς μέλος της οἰκογενείας μας.
Ὁ γάμος αὐτῆς, ὅστις φαίνεται ἐπίτηδες ἐπεσπεύθη, ὑπῆρξεν ἀληθὴς χαρὰ τῶν ἀδελφῶν μου. Οἱ δυστυχεῖς ἀνέπνευσαν, ἀπαλλαγέντες ἀπὸ τὸ πρόσθετον φορτίον. Καὶ εἶχον δίκαιον. Διότι ἡ κόρη ἐκείνη, ἐκτὸς ὅτι ποτὲ δὲν ἠσθάνθη πρὸς αὐτοὺς ἀδελφικήν τινα στοργήν, ἐπιτέλους ἀπεδείχθη ἀχάριστος πρὸς τὴν γυναῖκα, ἥτις περιεποιήθη τὴν ζωὴν αὐτῆς μὲ τοσαύτην φιλοστοργίαν, ὅσην ὀλίγα γνήσια τέκνα ἐγνώρισαν. Εἶχον λόγους λοιπὸν οἱ ἀδελφοί μου νὰ εἶναι εὐχαριστημένοι καὶ εἶχον λόγους νὰ πιστεύσουν, ὅτι καὶ ἡ μήτηρ ἀρκετὰ ἐδιδάχθη ἐκ τοῦ παθήματος ἐκείνου. Ἀλλ᾿ ὁποία ὑπῆρξεν ἡ ἔκπληξὶς των, ὅταν, ὀλίγας μετὰ τοὺς γάμους ἡμέρας, τὴν εἶδον νὰ ἔρχεται εἰς τὴν οἰκίαν, σφίγγουσα τρυφερῶς εἰς τὴν ἀγκάλην της ἓν δεύτερον κοράσιον, ταύτην τὴν φορὰν ἐν σπαργάνοις!
- Τὸ κακότυχο! ἀνεφώνει ἡ μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικῶς ἐπὶ τῆς μορφῆς τοῦ νηπίου, δὲν τὸ ἔφθανε πῶς ἐγεννήθη κοιλιάρφανο, μόν᾿ ἀπέθανε καὶ ἡ μάνα του καὶ τὸ ἄφηκε μὲσ᾿ στὴ στράτα! Καὶ, εὐχαριστημένη τρόπον τινὰ ἐκ τῆς ἀτυχοῦς ταύτης συμπτώσεως, ἐπεδείκνυε τὸ λάφυρόν της θριαμβευτικῶς πρὸς τοὺς ἐνεοὺς ἐκ τῆς ἐκπλήξεως ἀδελφούς μου.
Τὸ υἱικὸν σέβας ἦτο πολύ, καὶ ἡ αὐθεντεία τῆς μητρὸς μεγάλη, ἀλλ᾿ οἱ πτωχοὶ ἀδελφοί μου ἦσαν τόσον ἀπογοητευμένοι, ὥστε δὲν ἐδίστασαν νὰ ὑποδείξουν εὐσχήμως πως εἰς τὴν μητέρα των, ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ παραιτηθῇ τοῦ σκοποῦ της. Ἀλλὰ τὴν εὖρον ἀμετάπειστον. Τότε ἐδήλωσαν φανερὰ τὴν δυσαρέσκειάν των καὶ τῇ ἠρνήθησαν τὴν διαχείρισιν τοῦ βαλαντίου των. Ὅλα εἰς μάτην.
- Μὴ μοῦ φέρετε τίποτε, ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου, ἐγὼ δουλεύω καὶ τὸ θρέφω, ῾σὰν πὼς ἔθρεψα καὶ σᾶς. Καὶ ὅταν ἔλθῃ ὁ Γιωργῆς μου ἀπ᾿ τὴν ξενιτειά, θὰ τὸ προικίσῃ καὶ θὰ τὸ ῾πανδρέψῃ. Ἂμ᾿ τί θαρρεῖτε! Ἐμένα τὸ παιδί μου μὲ τὸ ὑποσχέθηκε. -Ἐγώ, μάνα, θὰ σὲ θρέφω καὶ σένα καὶ τὸ ψυχοπαίδι σου. -Ναί! ἔτσι μὲ τὸ εἶπε, ποῦ νἄχῃ τὴν εὐχή μου!
Ὁ Γιωργῆς ἤμην ἐγώ. Καὶ τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην τὴν εἶχον δώσει ἀληθῶς, ἀλλὰ πολὺ προτήτερα.
Ἦτο καθ᾿ ἣν ἐποχὴν ἡ μήτηρ μας εἰργάζετο διὰ νὰ θρέψῃ τὴν πρώτην μας θετὴν ἀδελφὴν καθὼς καὶ ἡμᾶς. Ἐγὼ τὴν συνώδευον κατὰ τὰς διακοπὰς τῶν μαθημάτων, παίζων παρ᾿ αὐτῇ, ἐνῶ ἐκείνη ἔσκαπτεν ἢ ἐξεβοτάνιζεν. Μίαν ἡμέραν διακόψαντες τὴν ἐργασίαν ἐπεστρέφομεν ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς φεύγοντες τὸν ἀφόρητον καύσωνα, ὑφ᾿ οὗ ὀλίγον ἔλειψε νὰ λιποθυμήσῃ ἡ μήτηρ μου. Καθ᾿ ὁδὸν κατελήφθημεν ὑπὸ ραγδαιοτάτης βροχῆς, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες συμβαίνουσι παρ᾿ ἡμῖν συνήθως, μετὰ προηγηθείσαν ὑπερβολικὴν ζέστην ἢ λαύραν, καθὼς τὴν ὀνομάζουν οἱ συντοπίται μου. Δὲν ἤμεθα πλέον πολὺ μακρὰν τοῦ χωρίου, ἀλλ᾿ ἔπρεπε νὰ διαβῶμεν ἕνα χείμαρρον, ὅστις πλημμυρήσας ἐκατέβαινεν ὁρμητικώτατος. Ἡ μήτηρ μου ἠθέλησε νὰ μὲ σηκώσῃ εἰς τὸν ὦμον της. Ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀπεποιήθην.
- Εἶσαι ἀδύνατη ἀπὸ τὴ λιποθυμία, τῇ εἶπον. Θὰ μὲ ρίψῃς μὲσ᾿ στὸν ποταμό.
Καὶ ἐσήκωσα τὰ φορέματά μου καὶ εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τὸ ρεῦμα, πρὶν ἐκείνη προφθάσῃ νὰ μὲ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῇ εἰς τὰς δυνάμεις μου πλέον ἢ ὅτι ἔπρεπε. Διότι πρὶν σκεφθῶ νὰ ὑποχωρήσω, τὰ γόνατά μου ἐλύγισαν, οἱ πόδες μου ἔχασαν τὸ στήριγμα των, καὶ, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπὸ τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτικὴ κραυγὴ φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνὴ τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τὰ ρεύματα διὰ νὰ μὲ σώσῃ. Πῶς δὲν ἔγεινα αἰτία νὰ πνιγῇ καὶ ἐκείνη μετ᾿ ἐμοῦ, εἶναι θαῦμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακὴν φήμην παρ᾿ ἡμῖν. Καὶ ὅταν λέγουν περί τινος «τὸν ἐπῆρε τὸ ποτάμι», ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν χείμαρρον. Καὶ ὅμως ἡ μήτηρ λιγόθυμος καθὼς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρημένη ἀπὸ ἐπαρχιακὰ φορέματα, ἰκανὰ νὰ πνίξουν καὶ τὸν δεξιώτερον κολυμβητήν, δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκθέσῃ τὴν ζωὴν αὐτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νὰ μὲ σώσῃ, καὶ ἂς ἤμην ἐκεῖνο της τὸ τέκνον, τὸ ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν θεὸν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ τῆς θυγατρός της.
Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν οἶκον καὶ μὲ ἀπέθεσε χαμαὶ ἀπὸ τὸν ὦμον της, ἤμην ἀκόμη παραζαλισμένος. Διὰ τοῦτο, ἀντὶ νὰ αἰτιαθῶ τὴν ἀπρονοησίαν μου διὰ τὸ συμβάν, ἀπέδωκα αὐτὸ εἰς τὰς ἐργασίας τῆς μητρός μου.
- Μή δουλεύεις πιά, μάνα, τῇ εἶπον, ἐνῷ ἐκείνη μ᾿ ἐνέδυε στεγνὰ φορέματα.
- Ἀμ᾿ ποιός θὰ μᾶς θρέψῃ, παιδί μου, ῾σὰν δὲν δουλεύω ἐγώ; -Ἠρώτησεν ἐκείνη στενάξασα.
- Ἐγώ, μάνα! ἐγώ! - τῇ ἀπήντησα τότε μετὰ παιδικοῦ στόμφου.
- Καὶ τὸ ψυχοπαίδι μας;
- Κ᾿ ἐκεῖνο ἐγώ!
Ἡ μήτηρ ἐμειδίασεν ἀκουσίως, διὰ τὴν ἐπιβλητικὴν στάσιν, ἣν ἔλαβον προφέρων τὴν διαβεβαίωσιν ταύτην. Ἔπειτα διέκοψε τὴν ὁμιλίαν ἐπειποῦσα·
- Ἄμ᾿ θρέψε δὰ πρῶτα τὸν ἑαυτό σου καὶ ὕστερα βλέπουμε.
Δὲν παρῆλθε πολὺς καιρὸς καὶ ἀπηρχόμην εἰς τὰ ξένα.
Ἡ μήτηρ βεβαίως οὐδ᾿ ἐσημείωσε κἂν τὴν ὑπόσχεσιν ἐκείνην. Ἐγὼ ὅμως ἐνθυμούμην πάντοτε, ὅτι ἡ αὐταπάρνησίς της μοὶ ἐχάρισε διὰ δευτέραν φορὰν τὴν ζωήν, τὴν ὁποίαν τῇ ὥφειλον. Διὰ τοῦτο εἶχον τὴν ὑπόσχεσιν ἐκείνην ἐπὶ τῆς καρδίας μου, καὶ ὅσον ἐμεγάλωνα, τόσῳ σπουδαιότερον ἐνόμιζα τὸν ἐαυτόν μου ὑποχρεωμένον πρὸς ἐκπλήρωσίν της.
- Μὴν κλαίγῃς μητέρα, τῇ εἶπον ἀναχωρῶν. Ἐγὼ πηγαίνω πιὰ νὰ κάμω παρᾶδες. ἔννοια σου! Ἀπὸ τώρα καὶ νὰ πάγῃ θὰ σὲ θρέφω καὶ σένα καὶ τὸ παραπαίδι σου. Ἀλλά, ἀκούεις; Δὲν θέλω πιὰ νὰ δουλεύῃς!
Δὲν ἤξευρον ἀκόμη ὅτι δεκαετὲς παιδίον ὄχι τὴν μητέρα, ἀλλ᾿ οὐδὲ τὸν ἐαυτόν του δὲν δύναται νὰ θρέψῃ. Καὶ δὲν ἐφανταζόμην, ὁποῖαι φοβεραὶ περιπέτειαι μὲ περιέμενον καὶ πόσας πικρίας ἔμελλον ἀκόμη νὰ ποτίσω τὴν μητέρα μου διὰ τῆς ξενιτείας ἐκείνης, δι᾿ ἧς ἤλπιζον νὰ τὴν ἀνακουφίσω. Ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλ᾿ οὐδὲ μίαν ἐπιστολὴν κατώρθωσα νὰ τῇ στείλω. Ἐπὶ πολλὰ ἔτη παρεμόνευεν εἰς τοὺς δρόμους, ἐρωτῶσα τοὺς διαβάτας μὴ μὲ εἶδον πουθενὰ. Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐτούρκευσα.
- Νὰ φᾶνε τὴ γλῶσσα τους ποὺ τὤβγαλαν! - Ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτὸς ποῦ λένε, δὲν ῾μπορεῖ νὰ ἦτον τὸ παιδί μου! - Ἀλλὰ μετ᾿ ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τὸ εἰκονοστάσιόν μας, καὶ προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μου.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Κύπρου, καὶ ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τοὺς δρόμους.
- Φωτιὰ νὰ τοὺς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τὸ λὲν ἀπὸ τη ζούλια τους. Τὸ παιδί μου θενἄκανε κατάστασι καὶ πά᾿ στὸν Ἅγιο Τάφο.
Ἀλλὰ μετ᾿ ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τοὺς δρόμους, ἐξετάζουσα τοὺς διαβατικοὺς ἐπαίτας, καὶ μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανεὶς καραβοτσακισμένος μὲ τὴν θλιβερὰν ἐλπίδα ν᾿ ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τὸ ἴδιον της τέκνον, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὰ στερήματά της, ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων. Καὶ ὅμως, ὁσάκις ἐπρόκειτο περὶ της θετὴς αὐτὴς θυγατρὸς, τὰ ἐλησμόνει ὅλα ταύτα καὶ ἐφοβέριζε τους ἀδελφοὺς μου, ὅτι ἐλθῶν ἐγὼ ἀπὸ τὰ ξένα θὰ τοὺς ἐντροπιάσω διὰ τῆς γενναιότητός μου, καὶ θὰ προικίσω καὶ θὰ ὑπανδρεύσω τὴν κόρην της ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει.
- Ἔ; Ἄμ᾿ τὶ θαρρεῖτε! Ἐμένα τὸ παιδί μου μὲ τὸ ὑποσχέθηκε! Ἂς ἔχῃ τὴν εὐχή μου!
Εὐτυχῶς αἱ κακαὶ ἐκείναι εἰδήσεις δὲν ἦσαν ἀληθεῖς. Καὶ ὅταν, μετὰ μακρὰν ἀπουσίαν, ἐπέστρεφα εἰς τὸν οἶκον μας, ἤμην εἰς θέσιν νὰ ἐκπληρώσω τὴν ὑπόσχεσίν μου, ὡς πρὸς τὴν μητέρα μου κἄν, ἡ ὁποία ἦτο τόσον ὀλιγαρκής. Ὡς πρὸς τὸ ψυχοπαίδι της ὅμως δὲν μ᾿ εὖρε τόσον πρόθυμον, ὅσον ἤλπιζεν. Ἀπ᾿ ἐναντίας μόλις εἶχον φθάσει καὶ ἐξεφράσθην ἐναντίον τῆς διατηρήσεώς του, πρὸς μεγίστην τῆς μητρός μου ἔκπληξιν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν ἤμην κυρίως ἐναντίος τῆς ἀδυναμίας τῆς μητρός μου. Τὴν πρὸς τὰ κοράσια κλίσιν της τὴν εὔρισκον σύμφωνον πρὸς τὰ αἰσθήματα καὶ τοὺς πόθους μου. Τίποτε ἄλλο δὲν ἐπεθύμουν περισσότερο, παρὰ νὰ εὔρω ἐπιστρέφων εἰς τὸν οἶκον μας μίαν ἀδελφήν, τῆς ὁποίας ἡ φαιδρὰ μορφὴ κ᾿ αἱ συμπαθητικαὶ φροντῖδες νὰ ἐξορίσουν ἀπὸ τῆς καρδίας μου τὴν ἐκ τῆς μονώσεως μελαγχολίαν, καὶ νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τῆς μνήμης μου τὰς κακοπαθείας ὅσας ὑπέστην ἐν τῇ ξένῃ. Πρὸς ἀνταλλαγὴν ἐγὼ θὰ ἐπροθυμούμην νὰ τῃ διηγῶμαι τὰ θαυμάσια τῶν ξένων χωρῶν, τὰς περιπλανήσεις καὶ τὰ κατορθώματά μου, καὶ θὰ ἤμην πρόθυμος νὰ τῇ ἀγοράζω ὅ,τι ἀγαπᾷ· νὰ τὴν ὁδηγῶ εἰς τοὺς χοροὺς καὶ τὰς πανηγύρεις· νὰ τὴν προικίσω, καὶ τέλος νὰ χορεύσω εἰς τοὺς γάμους της.
Ἀλλὰ τὴν ἀδελφὴν ταύτην τὴν ἐφανταζόμην ὡραίαν καὶ συμπαθητικήν, ἀνεπτυγμένην καὶ ἔξυπνον, μὲ γράμματα, μὲ χειροτεχνήματα, μὲ ὅλας ἐν γένει τὰς ἀρετὰς ὅσας εἶχον αἱ κόραι τῶν χωρῶν, ὅπου ἔζων μέχρι τότε. Καὶ ἀντὶ τούτων ὅλων τί εὖρον; Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον. Ἡ θετή μου ἀδελφὴ ἦτον ἀκόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καὶ πρὸ πάντων δύσνους, τόσον δύσνους, ὥστε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς μ᾿ ἐνέπνευσεν ἀντιπάθειαν.
- Δός του ῾πίσου τὸ Κατερινιὼ, ἔλεγον μίαν ἠμέραν εἰς τὴν μητέρα μου. Δός το ῾πίσου, ἂν μ᾿ ἀγαπᾶς. Αὐτὴν τὴν φορὰν σὲ τὸ λέγω μὲ τὰ σωστά μου! Ἐγὼ θὰ σὲ φέρω μίαν ἄλλην ἀδελφὴ ἀπὸ τὴν Πόλι. Ἕνα εὔμορφο κορίτσι, ἕνα ἔξυπνο, ποὺ νὰ στολίσῃ μίαν ἡμέρα τὸ σπίτι μας.
Ἔπειτα περιέγραψα μὲ τὰ ζωηρότερα χρώματα ὁποῖον θὰ ἦτο τὸ ὀρφανὸν, τὸ ὁποῖον ἔμελλον νὰ τῆς φέρω, καὶ πόσον πολὺ θὰ τὸ ἠγάπων.
Ὅταν ὕψωσα τὰ βλέμματά μου πρὸς αὐτήν, εἶδον μετ᾿ ἐκπλήξεώς μου, ὅτι τὰ δάκρυά της ἔρρεον σιγαλὰ καὶ μεγάλα ἐπὶ τῶν ὠχρῶν αὐτῆς παρειῶν, ἐνῶ οἱ ταπεινωμένοι της ὀφθαλμοὶ ἐξέφραζον μίαν ἀπερίγραπτον θλίψιν!
- Ὦ! εἶπε μετ᾿ ἀπελπιστικῆς ἐκφράσεως. Ἐνόμισα ὅτι σὺ θὰ ἀγαπήσῃς τὴν Κατερινιὼ περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ, ἀπατήθηκα! Ἐκεῖνοι δὲν θέλουν διόλου ἀδελφὴν, καὶ σὺ θέλεις μίαν ἄλλην. Καὶ τί φταίγει τὸ φτωχὸ, ῾σὰν ἔγεινεν ὅπως τὸ ἔπλασεν ὁ Θεὸς. Ἂν εἶχες μίαν ἀδελφὴν ἄσχημην καὶ μὲ ὀλίγον νοῦν, θὰ τὴν ἔβγαζες δι᾿ αὐτὸ μέσα ῾στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ πάρῃς μίαν ἄλλην, εὔμορφην καὶ γνωστικὴν;
- Ὄχι, μητέρα! Βέβαια ὄχι! ἀπήντησα ἐγὼ. Μὰ ἐκείνη θὰ ἦτο παιδί σου, καθὼς καὶ ἐγώ. Ἐνῷ αὐτὴ δὲν σοῦ εἶναι τίποτε. Μᾶς εἶναι ὅλως διόλου ξένη.
- Ὄχι! ἀνεφώνησε ἡ μήτηρ μου μετὰ λυγμῶν, ὄχι! Δεν εἶναι ξένο τὸ παιδὶ! Εἶναι ῾δικό μου! τὸ ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπὸ ῾πάνω ἀπὸ τὸ λείψανο τῆς μάνας του· καὶ ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τὸ βυζί μου ῾στὸ στόμα του, γιὰ νὰ τὸ πλανέσω καὶ τὸ ἐτύλιξα μὲσ᾿ στὰ σπάργανά σας, καὶ τὸ ἐκοίμησα μὲσ᾿ στὴν κούνια σας. Εἶναι ῾δικό μου τὸ παιδί, καὶ εἶναι ἀδελφή σας!
Μετὰ τὰς λέξεις ταύτας, τὰς ὁποίας ἐπρόφερεν ἰσχυρῶς καὶ μετ᾿ ἐπιβλητικοῦ τρόπου, ὕψωσεν τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ μὲ παρετήρησεν ἀσκαρδαμυκτί. Ἐπερίμενε προκλητικῶς τὴν ἀπάντησίν μου. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἐτόλμησα νὰ προφέρω λέξιν. Τότε ἐχαμήλωσε πάλι τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐξηκολούθησε μὲ ἀσθενῆ φωνὴν καὶ θλιβερὸν τόνον.
- Ἔ! τί νὰ γείνῃ! Κ᾿ ἐγὼ τὸ ἤθελα καλλίτερο, μὰ -ἡ ἁμαρτία μου, βλέπεις, δὲν ἐσώθηκεν ἀκόμη. Καὶ τὸ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τέτοιο, διὰ νὰ δοκιμάσὴ τὴν ὑπομονή μου, καὶ νὰ μὲ σχωρέσῃ. Εὐχαριστῶ σέ, Κύριε!
Καὶ ταῦτα λέγουσα, ἔθηκε τὴν δεξιὰν ἐπὶ τοῦ στήθους, ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς πλήρεις δακρύων πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ ἔμεινεν οὕτως ἐπὶ τινας στιγμὰς σιγῶσα.
- Κάτι θὰ ἔχῃς στὴν καρδιά, μητέρα, εἶπον τότε μετά τινος δειλίας. Μὴ θυμώνῃς!
Καὶ λαβὼν ἐφίλησα τὴν παγερὰν αὐτῆς χεῖρα πρὸς ἐξιλέωσιν.
- Ναί! εἶπεν ἐκείνη ἀποφασιστικῶς. Ἔχω κάτι ἐδῶ μέσα βαρὺ, πολὺ βαρύ, παιδί μου! Ὡς τώρα τὸ γνωρίζει μόνον ὁ Θεὸς καὶ ὁ πνευματικὸς μου. Ἐσὺ εἶσαι διαβασμένος καὶ συντυχαίνεις καμμιὰ φορὰ ῾σὰν τὸν ἴδιο τὸν πνευματικό, καὶ καλλίτερα. Σήκω, κλεῖσε τὴ θύρα, καὶ κάτσε νὰ σὲ τὸ ῾πῶ, ἴσως μὲ παρηγόρησῃς ὀλίγο, ἴσως μὲ λυπηθῇς, καὶ ἀγαπήσῃς τὸ Κατερινιώ, ῾σὰν νἆταν ἀδελφή σου.
Οἱ λόγοι οὗτοι, καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον τοὺς ἐπρόφερεν, ἐνέβαλον τὴν καρδίαν μου εἰς μεγάλην ταραχήν. Τί εἶχε νὰ μ᾿ ἐμπιστευθῇ ἡ μήτηρ μου χωριστὰ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου; Ὅλας τὰς κατὰ τὴν ἀπουσίαν μου δυστυχίας της μοι τὰς εἶχεν ἀφηγηθῇ. Ὅλον τὸν προτοῦ της βίον τὸν ἐγνώριζον ὡσὰν παραμῦθι. Τί ἦτο λοιπὸν αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀπέκρυπτε μέχρι τοῦδε; ποὺ δὲν ἐτόλμησε νὰ φανερώσῃ εἰς κανένα πλὴν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ της; Ὅταν ἐπανῆλθον νὰ καθίσω πλησίον της, ἔτρεμον τὰ γόνατά μου ἐξ ἀορίστου ἀλλ᾿ ἰσχυροῦ τινος φόβου. Ἡ μήτηρ μου ἐκρέμασε τὴν κεφαλήν, ὡς κατάδικος, ὅστις ἴσταται ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ του μὲ τὴν συναίσθησιν τρομεροῦ τινὸς ἐγκλήματος.
- Τὸ ῾θυμᾶσαι τὸ Ἀννιώ μας; μὲ ἠρώτησε μετά τινας στιγμὰς πληκτικῆς σιωπῆς.
- Μάλιστα, μητέρα! Πῶς δὲν τὸ ῾θυμοῦμαι! ἦταν ἡ μόνη μας ἀδελφὴ, κ᾿ ἐξεψύχησεν ἐμπρὸς στὰ ῾μάτια μου.
- Ναὶ! μὲ εἶπεν, ἀναστενάξασα βαθέως, ἀλλὰ δὲν ἦτο τὸ μόνον μου κορίτσι! Ἐσὺ εἶσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος ἀπὸ τὸ Χρηστάκη. Ἕνα χρόνο κατόπιν του ἔκαμα τὴν πρώτη μου θυγατέρα.
Ἤταν τότε κοντά, ῾ποὺ ἐπαντρολογιέτο ὁ Φώτης ὁ Μυλωνᾶς. Ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας σου παράργησε τὸ γάμο τους, ὡς ῾ποὺ ν᾿ ἀποσαραντήσω ἐγὼ, γιὰ νὰ τοὺς στεφανώσουμε μαζὶ. Ἤθελε νὰ μὲ ῾βγάλῃ καὶ μένα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ χαρῶ ῾σὰν ῾πανδρευμένη, ἀφοῦ κορίτσι δὲν μ᾿ ἀφῆκεν ἡ γιαγιά σου νὰ χαρῶ. Τὸ πρωὶ τοὺς ῾στεφανώσαμε, καὶ τὸ βράδυ ἦταν οἱ καλεσμένοι στὸ σπίτι τους· καὶ ἐπαῖζαν τὰ βιολιά, καὶ ἔτρωγεν ὁ κόσμος μέσα στὴν αὐλὴ, κι᾿ ἐγύρνα ἡ κανάτα μὲ τὸ κρασὶ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι. Καὶ ἔκαμεν ὁ πατέρας σου κέφι, ῾σὰν διασκεδαστικὸς ποὺ ἦταν ὁ μακαρίτης, καὶ μ᾿ ἔρριψε τὸ μανδύλι του, νὰ σηκωθῶ νὰ χορέψουμε. ῾Σὰν τὸν ἔβλεπα νὰ χορεύῃ, μοῦ ἄνοιγεν ἡ καρδιά μου, καὶ ῾σὰν νέα ποὺ ἤμουνε, ἀγαποῦσα κ᾿ ἐγὼ τὸ χορό. Κ᾿ ἐχορέψαμε λοιπὸν κ᾿ ἐχόρεψαν καὶ οἱ ἄλλοι καταπόδι μας. Μὰ ἐμεῖς ἐχορέψαμε καὶ καλλίτερα καὶ πολύτερα. ῾Σαν ἐκοντέψανε τὰ μεσάνυχτα, ἐπῆρα τὸν πατέρα σου παράμερα καὶ τὸν εἶπα· ἄνδρα, ἐγὼ ἔχω παιδὶ ῾στὴν κούνια καὶ δὲν ῾μπορῶ πιὰ νὰ μείνω. Τὸ παιδὶ πεινᾷ· ἐγὼ ἐσπάργωσα. Πῶς νὰ τὸ βυζάξω μὲσ᾿ ῾στὸν κόσμο καὶ μὲ τὸ καλὸ μου φόρεμα! Μεῖνε σύ, ἂν θέλῃς νὰ διασκέδασῃς ἀκόμα. Ἐγὼ θὰ πάρω τὸ μωρὸ νὰ ῾πάγω ῾στὸ σπίτι.
- Ἔ, καλὰ γυναίκα! εἶπε ὁ σχωρεμένος, καὶ μ᾿ ἐπαπάρισε ῾πα στὸν ὦμο. Ἔλα, χόρεψε κι᾿ αὐτὸ τὸ χορὸ μαζί μου, καὶ ὕστερα πηγαίνουμε κ᾿ οἱ δύο. Τὸ κρασὶ ἄρχησε νὰ μὲ χτυπᾷ στὸ κεφάλι, καὶ ἀφορμὴ γυρεύω κι᾿ ἐγὼ νὰ φύγω.
Σὰν ἐξεχορέψαμε κ᾿ ἐκείνο τὸ χορὸ, ἐπήραμε τὴ στράτα.
Ὁ γαμβρὸς ἔστειλε τὰ παιχνίδια καὶ μας ἐξεπροβόδησαν ὡς τὸ μισὸ τὸ δρόμο. Μὰ εἴχαμε ἀκόμη πολὺ ὡς τὸ σπίτι. Γιατὶ ὁ γάμος ἔγινε ῾στὸν Καρσιμαχαλᾶ. Ὁ δοῦλος ἐπήγαινε ῾μπροστὰ μὲ τὸ φανάρι. Ὁ πατέρας σου ἐσήκωνε τὸ παιδί, καὶ ῾βαστοῦσε καὶ ῾μένα ἀπὸ τὸ χέρι.
- ῾Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα!
- Ναὶ, Μιχαλιό. ῾Κουράσθηκα.
- Ἄιντε βάλ᾿ ἀκόμα κομμάτι δύναμι, ὡς ποῦ νὰ φθάσουμε στὸ σπίτι, θὰ στρώσω τὰ στρώματα μοναχός μου. Ἐμετάνοιωσα ποὺ σ᾿ ἔβαλα κ᾿ ἐχόρεψες τόσο πολύ.
- Δὲν πειράζει, ἄνδρα, τοῦ εἶπα. Τὸ ἔκαμα γιὰ τὸ χατήρι σου. Αὔριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Ἔτσι ἤρθαμε στὸ σπίτι. Ἐγὼ ἐφάσκιωσα κ᾿ ἐβύζαξα τὸ παιδὶ κ᾿ ἐκεῖνος ἔστρωσε. Ὁ Χρηστάκης ἐκοιμᾶτο μαζὶ μὲ τὴν Βενετειά, ποὺ τὴν ἀφῆκα νὰ τὸν φυλάγῃ. ῾Σε ῾λίγο ἐπλαγιάσαμε καὶ ῾μεῖς. Ἐκεῖ, μέσα στὸν ὕπνο μου, μ᾿ ἐφάνηκε πῶς ἔκλαψε τὸ παιδί. τὸ καϋμένο! εἶπα, δὲν ἔφαγε σήμερα χορταστικά. Καὶ ἀκούμβησα στὴν κούνια του νὰ τὸ βυζάξω. Μὰ ἤμουν πολὺ κουρασμένη καὶ δὲν ῾μποροῦσα νὰ κρατηθῶ. Τὸ ἔβγαλα λοιπὸν, καὶ τὸ ἔβαλα κοντά μου, μέσ᾿ στὸ στρῶμα, καὶ τοῦ ἔδωσα τὴ ρόγα στὸ στόμα του. Ἐκεῖ μὲ ῾ξαναπῆρεν ὁ ὕπνος. Δὲν ἠξεύρω πόσην ὥρα ἤθελεν ὡς τὸ πουρνό. Μὰ ῾σὰν ἔνοιωσα νὰ χαράζῃ - ἂς τὸ βάλω, εἶπα, τὸ παιδὶ στὸν τόπο του. Μὰ ῾κεῖ ποὺ πῆγα νὰ τὸ σηκώσω, τί νὰ διῶ! τὸ παιδὶ δὲν ἐσάλευε!
Ἐξύπνησα τὸν πατέρα σου· τὸ ῾ξεφασκιώσαμε, τὸ ῾ζεστάναμε, τοῦ ἐτρίψαμε τὸ μυτούδι του, τίποτε! - ἦταν ἀπεθαμένο!
- Τὸ ῾πλάκωσες, γυναίκα, τὸ παιδί μου! -εἶπεν ὁ πατέρας σου, καὶ τὸν ἐπῆραν τὰ δάκρυα. Τότε ἄρχησα ἐγὼ νὰ κλαίγω ῾στὰ δυνατὰ καὶ νὰ ξεφωνίζω. Μὰ ὁ πατέρας σου ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ στόμα μου καὶ - Σούς! μὲ εἶπε. Τί φωνάζεις ἔτσι, βρὲ βῶδι; - Αὐτὸ μὲ τὸ εἶπε, Θεὸς σχωρέσ᾿ τονε. Τρία χρόνια εἴχαμε ῾πανδρευμένοι, κακὸ λόγο δὲν μὲ εἶπε. Κ᾿ ἐκείνη τὴ στιγμὴ μὲ τὸ εἶπε. - Ἔ; Τί φωνάζεις ἔτσι; θέλεις νὰ ξεσηκώσῃς τὴ γειτονιά, νὰ ῾πῇ ὁ κόσμος πῶς ἐμέθυσες κ᾿ ἐπλάκωσες τὸ παιδί σου;
Καὶ εἶχε δίκηο, ῾ποὺ ν᾿ ἁγιάσουν τὰ χώματα ποὺ κοίτεται! Γιατὶ, ἂν τὸ ῾μάθαινεν ὁ κόσμος, ἔπρεπε νὰ σχίσω τὴ γῆ νὰ ἔμβω μέσα ἀπὸ τὸ κακό μου. Ἀλλά, τί τὰ θέλεις! Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία. ῾Σὰν τὸ ἐθάψαμε τὸ παιδὶ, κ᾿ ἐγυρίσαμεν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, τότε ἄρχησε τὸ θρῆνος τὸ μεγάλο. Τότε πιὰ δὲν ἔκλαιγα κρυφά. - Εἶσαι νέα, καὶ θὰ κάμῃς κι᾿ ἄλλα, μ᾿ ἔλεγαν. Ὡς τόσον ὁ καιρὸς ῾περνοῦσε, καὶ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδιδε τίποτε. Νά! ἔλεγα μέσα μου. Ὁ Θεὸς μὲ τιμωρεῖ, γιατὶ δὲν ἐστάθηκα ἄξια νὰ προφυλάξω τὸ παιδὶ ῾ποὺ μ᾿ ἔδωκε! Καὶ ἐντρεπόμουνα τὸν κόσμο, καὶ ἐφοβούμην τὸν πατέρα σου. Γιατὶ κ᾿ ἐκεῖνος ὅλο τὸν πρῶτο χρόνο ἔκαμνε τάχα τὸν ἀλύπητο καὶ μ᾿ ἐπαρηγοροῦσε, γιὰ νὰ μὲ δώσῃ θάρρος. Ὕστερα ὅμως ἄρχισε νὰ γίνεται σιγανὸς καὶ συλλογισμένος. Τρία χρόνια ἐπέρασαν, χωρὶς νὰ φάγω ψωμὶ νὰ ῾πάγῃ στὴν καρδιά μου. ῾Στα τρία χρόνια κ᾿ ὕστερα ῾γεννήθηκες ἐσύ. - Ἦταν ἡ πολλαὶς ἡ χαραὶς ῾ποὺ ἐπῆρα. ῾Σὰν ἐγεννήθηκες ἐσὺ ἐκατάκατσεν ἡ καρδιά μου, μὰ δὲν ἡμέρεψε. Ὁ πατέρας σου σὲ ἤθελε κορίτσι. Καὶ μίαν ἡμέρα μὲ τὸ εἶπε.
- Κι᾿ αὐτὸ καλῶς μᾶς ὥρισε, Δεσποινιώ, μὰ ῾γὼ τὸ ἤθελα κορίτσι.
Ὅταν ἐπῆγεν ἡ γιαγιά σου στὸν Ἁγιοντάφο, ἔστειλα δώδεκα ῾πουκάμισα καὶ τρία Κωνσταντινᾶτα, γιὰ νὰ μὲ ῾βγάλῃ ἕνα σχωροχάρτι. Καὶ, διὲς ἐσύ! ἴσα ἴσα ἐκεῖνο τὸ μῆνα, ῾ποὺ ἐγύρισεν ἡ γιαγιά σου ἀπὸ τὴ Γερουσαλῆ μὲ τὸ σχωροχάρτι, ἐκεῖνο τὸ μῆνα ἐκακοψυχοῦσα τὴν Ἀννιώ. Κάθε ῾λίγο καὶ ῾λιγάκι ἐφώναζα τὴ μανίτσα. - Ἔλα δὰ, κυρά, νὰ διοῦμε· κορίτσι εἶναι; -Ναί, θυγατέρα, ἔλεγεν ἡ μαμῆ. Κορίτσι. Δὲ βλέπεις; Δὲ σὲ χωροῦν τὰ ροῦχα σου! - Καὶ νά πιὰ χαρὰ ἐγώ, ῾σὰν τὸ ἄκουγα! ῾Σὰν ἐγεννήθηκε τὸ παιδὶ καὶ ῾βγῆκεν ἀληθινὰ κορίτσι, τότε πιὰ ἦρθεν ἡ καρδιὰ στὸν τόπο της. Τὸ ὠνομάσαμεν Ἀννιώ, τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα ποὺ εἶχε τὸ σχωρεμένο, γιὰ νὰ μην ῾ποφαίνεται πῶς μᾶς λείπει κανεὶς ἀπὸ τὸ σπίτι. - Εὐχαριστῶ σὲ, Θεέ μου! ἔλεγα νύχτα καὶ ῾μέρα. Εὐχαριστῶ σὲ ἡ ἁμαρτωλὴ, ποὺ ἐσήκωσες τὴν ἐντροπὴ καὶ ἐξάλειψες τὴν ἁμαρτία μου!
Καὶ εἴχαμε πιὰ τὴν Ἀννιὼ ῾σὰν τὰ μάτια μας. Καὶ ἐζούλευες ἐσύ, καὶ ἔγεινες τοῦ θανατᾶ ἀπὸ τή ζούλια σου. Ὁ πατέρας σου σὲ ἔλεγε τὸ ἀδικημένο του, γιατὶ σ᾿ ἀπόκοψα πολὺ ῾νωρίς, καὶ μ᾿ ἐμάλωνε καμμιὰ φορά, γιατὶ σὲ ῾παραμελοῦσα. Κ᾿ ἐμένα ἡ καρδιά μου ἐρράγιζε, ῾σὰν σ᾿ ἔβλεπα νὰ χαλνᾶς. Μά, ἔλα ποὺ δὲν ἐμποροῦσα ν᾿ ἀφήσω τὴν Ἀννιὼ ἀπὸ τὰ χέρια μου! Ἐφοβούμην πὼς κάθε στιγμὴ ῾μπορεῖ νὰ τῆς συμβῇ τίποτε. Καὶ ὁ πατέρας σου ὁ μακαρίτης, ὅσο καὶ ἂν ῾μάλωνε κ᾿ ἐκεῖνος, τὴν ἤθελε πιὰ νὰ μὴ στάξῃ καὶ τὴν βρέξῃ! Μὰ ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένο, ὅσο περισσότερα χάδια, τόσο ὀλιγώτερην ὑγεία. Ἔλεγες πῶς ἐμετάνοιωσεν ὁ Θεὸς γιατὶ μᾶς τὸ ἔδωκε. Ἐσεῖς ἤσασθε κόκκινα κόκκινα, καὶ ζωηρὰ καὶ σερπετά. Ἐκεῖνο, ἥσυχο καὶ σιγανὸ καὶ ἀρρώστιάρικο! Ὅταν τὸ ἔβλεπα ἔτσι χλωμὸ χλωμό, μοῦ ἤρχετο εἰς τὸν νοῦ μου τὸ πεθαμένο, καὶ ἡ ἰδέα πὼς ἐγὼ τὸ ἐθανάτωσα ἄρχησε νὰ ῾ξανακυριεύῃ μέσα μου. Ὡς ποὺ μιὰν ἡμέρα ἀπέθανε καὶ τὸ δεύτερο!
Ὅποιος δὲν τὸ ἐδοκίμασε μοναχός του, παιδὶ μου, δὲν ῾ξεύρει τὶ πικρὸ ποτήρι ἦταν ἐκεῖνο. Ἐλπίδα νὰ κάνω ἄλλο κορίτσι δὲν ἦταν πλέον. Ὁ πατέρας σου εἶχ᾿ ἀποθάνει. Ἂν δὲν εὑρίσκετο ἕνας γονιὸς νὰ μὲ χαρίσῃ τὸ κορίτσι του, ἤθελα πάρω τὰ βουνὰ νὰ φύγω. Ἀλήθεια ῾ποῦ δὲν ἐβγῆκε καλόγνωμο. Μὰ ὅσο τὸ εἶχα καὶ τὸ ῾κήδευα καὶ τὸ ῾κανάκευα, ῾θαρροῦσα πῶς τὸ εἶχα ῾δικό μου, καὶ ῾ξεχνοῦσα ῾κεῖνο πὤχασα, κ᾿ ἡμέρωνα τη συνείδησί μου. Καθὼς τὸ λέγ᾿ ὁ λόγος, ξένο παιδί ῾ναι παίδεψι. Μὰ γιὰ μένα ἡ παίδεψι αὐτὴ εἶναι παρηγοριὰ κ᾿ ἐλαφροσύνη. Γιατὶ ὅσο περισσότερο τυραννηθῶ καὶ χολοσκάσω, τόσο ῾λιγώτερο θὰ μὲ παιδέψῃ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ παιδὶ ῾ποὺ πλάκωσα. Γι᾿ αὐτὸ -νἄχῃς τὴν εὐχή μου- μὴ μὲ γυρεύεις νὰ διώξω τώρα τὴν Κατερινιὼ γιὰ νὰ πάρω ἕνα παιδὶ καλόγνωμο καὶ προκομμένο.
- Ὄχι, ὄχι, μητέρα! ἀνέκραξα διακόψας αὐτὴν ἀκρατήτως. Δὲν γυρεύω τίποτε. Ὕστερα ἀπ᾿ ὅσα μ᾿ ἀφηγήθης, σὲ ζητῶ συγχώρησι διὰ τὴν ἀσπλαγχνίαν μου. Σε ὑπόσχομαι ν᾿ ἀγαπῶ τὸ Κατερινιὼ ῾σὰν τὴν ἀδελφή μου, καὶ νὰ μὴ τῆς εἴπω τίποτε πλέον, τίποτε δυσάρεστο.
- Ἔτσι νάχῃς τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας! Εἶπεν ἡ μήτηρ μου ἀναπνεύσασα. Γιατὶ, βλέπεις, τὸ ῾πόνεσε ἡ καρδιά μου τὸ πολλακαμμένο, καὶ δὲν θέλω νὰ τὸ κακολογοῦνε. ῾Ξέρω κ᾿ ἐγὼ, μαθές; Τῆς Τύχης ἤτανε; τοῦ Θεοῦ ἤτανε; Τόσο κακὴ καὶ ἀνεπιδέξια ποῦ εἶναι -τὴν ῾πῆρα στὸ λαιμό μου, ἐτελείωσε.
Ἡ ἐκμυστήρευσις αὕτη ἔκαμε βαθυτάτην ἐπ᾿ ἐμοῦ ἐντύπωσιν. Τώρα μοῦ ἠνοίγησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐκατάλαβα πολλὰς πράξεις τῆς μητρός μου, αἱ ὁποῖαι πότε μὲν ἐφαίνοντο ὡς δεισιδαιμονία, πότε δὲ ὡς αὐτόχρημα μονομανίας ἀποτελέσματα. Τὸ φοβερὸν ἐκεῖνο δυστύχημα ἐπηρέασε τόσον πολὺ τὸν βίον της ὅλον, ὅσῳ μᾶλλον ἁπλῆ καὶ ἐνάρετος καὶ θεοφοβουμένη ἦτον ἡ μήτηρ μου. Ἡ συναίσθησις τοῦ ἁμαρτήματος, ἡ ἠθικὴ ἀνάγκη τῆς ἐξαγνίσεως καὶ τὸ ἀδύνατον τῆς ἐξαγνίσεως αὐτοῦ -τί φρικτὴ καὶ ἀμείλικτος Κόλασις! Ἐπὶ εἰκοσιοκτὼ τώρα ἔτη βασανίζεται ἡ τάλαινα γυνὴ χωρὶς νὰ δυνηθῇ νὰ κοιμίσῃ τὸν ἔλεγχον της συνειδήσεώς της, οὔτε ἐν ταῖς δυστυχίαις οὔτε ἐν ταῖς εὐτυχίαις της!
Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἔμαθον τὴν θλιβεράν της ἱστορίαν, συνεκέντρωσα ὅλην μου τὴν προσοχὴν εἰς τὸ πῶς ν᾿ ἀνακουφίσω τὴν καρδίαν της, προσπαθῶν νὰ παραστήσω εἰς αὐτὴν ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὸ ἀπρομελέτητον καὶ ἀβούλητον τοῦ ἀμαρτήματος, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνίαν, τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, ἥτις δὲν ἀνταποδίδει ἴσα ἀντὶ ἴσων, ἀλλὰ κρίνει κατὰ τοὺς διαλογισμοὺς καὶ τὰς προθέσεις μας. Καὶ ὑπῆρξεν καιρὸς καθ᾿ ὃν ἐπίστευον, ὅτι αἱ προσπάθειαὶ μου δὲν ἔμειναν ἀνεπιτυχεῖς. Ἐν τούτοις ὅταν μετὰ δύο ἐτῶν νέαν ἀπουσίαν ἦλθεν ἡ μήτηρ μου νὰ μὲ ἰδῇ ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐθεώρησα καλὸν νὰ κάμω ὑπὲρ αὐτῆς κάτι τι ἐπιβλητικώτερον.
Ἐξενιζόμην τότε ἐν τῷ περιφανεστέρῳ τῆς Πόλεως οἴκῳ, ἐν ᾧ ἔσχον ἀφορμὴν νὰ γνωρισθῶ μὲ τὸν Πατριάρχην, Ἰωακεὶμ τὸν δεύτερον. Ἐνῶ μίαν ἡμέραν συνεβαδίζομεν μόνοι ὑπὸ τὰς ἀμφιλαφεῖς τοῦ κήπου σκιὰς, τῷ ἐξέθηκα τὴν ἱστορίαν κ᾿ ἐπεκαλέσθην τὴν ἐπικουρίαν του. Τὸ ὕψιστον αὐτοῦ ἀξίωμα, τὸ ἐξαίρετον κῦρος, μεθ᾿ οὗ περιβάλλεται πᾶσα θρησκευτική του ρήτρα, ἔμελλεν ἀναμφιβόλως νὰ ἐμπνεύσῃ εἰς τὴν μητέρα μου τὴν πεποίθησιν τῆς ἀφέσεως τοῦ κρίματός της. Ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος γέρων ἐπαινέσας τὸν περὶ τὰ θρησκευτικὰ ζῆλον μου, μοῖ ὑπεσχέθη τὴν πρόθυμον σύμπραξίν του.
Οὕτω λοιπὸν ὁδήγησα μετ᾿ ὀλίγον τὴν μητέρα μου εἰς τὸ Πατριαρχεῖον διὰ νὰ ἐξομολογηθῇ εἰς τὴν Παναγιότητά του. Ἡ ἐξομολόγησις διήρκεσε πολλὴν ὥραν καὶ ἐκ τῶν νευμάτων καὶ ἐκ τῶν ρημάτων τοῦ Πατριάρχου ἐννόησα, ὅτι ἐχρειάσθη νὰ διαθέσῃ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ἁπλῆς καὶ εὐλήπτου ρητορικῆς του, ὅπως ἐπιφέρῃ τὸ ποθητὸν ἀποτέλεσμα. Ἡ χαρά μου ἦτον ἀπερίγραπτος. Ἡ μήτηρ μου ἀπεχαιρέτησε τὸν γεραρὸν Ποιμενάρχην μετ᾿ εἰλικρινοῦς εὐγνωμοσύνης καὶ ἐξῆλθε τῶν Πατριαρχείων τόσον εὐχαριστημένη, τόσον ἐλαφρά, ὡς ἐὰν ἤρθη ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῆς μία μεγάλη μυλόπετρα. Ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τὸ κατάλυμά της, ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κόλπου της ἕνα σταυρόν, δῶρον τῆς Παναγιότητός του, τὸν ἐφίλησε καὶ ἤρχησε νὰ τὸν περιεργάζεται, βυθιζομένη ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰς σκέψεις.
- Καλὸς ἄνθρωπος, τῇ εἶπον, αὐτὸς ὁ Πατριάρχης. Ὁρῖστε; Τώρα πιὰ πιστεύω, ὅτι ἦλθεν ἡ καρδιά σου στὸν τόπο της.
Ἡ μήτηρ μου δὲν ἀπεκρίθη.
- Δὲν λέγεις τίποτε, μητέρα; τὴν ἠρώτησα μετά τινος δισταγμοῦ.
- Τί νὰ σὲ ῾πῶ, παιδί μου! ἀπήντησε τότε σύννους καθὼς ἦτον, ὁ Πατριάρχης εἶναι σοφὸς καὶ ἅγιος ἄνθρωπος. Γνωρίζει ὅλαις ταῖς βουλαῖς καὶ τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ, καὶ συγχωρνᾶ ταῖς ἀμαρτίαις ὅλου τοῦ κόσμου. Μά, τί νὰ σὲ ῾πῶ! Εἶναι καλόγερος. Δεν ἔκαμε παιδιὰ, γιὰ νὰ ῾μπορῇ νὰ γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ σκοτώσῃ κανεὶς τὸ ἴδιο τὸ παιδί του!
Οἱ ὀφθαλμοί της ἐπληρώθησαν δακρύων καὶ ἐγὼ ἐσιώπησα.






ΤΕΛΟΣ

Bookmark and Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.

Recent Posts

free counters
single russian women contatore visite website counter
Lamia Blogs