Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010
Το ενεργό ηφαίστειο
Του Γιάννη Τριάντη
Μέτρα, Μνημόνιο, ζόφος, ανασφάλεια και καμία ελπίδα. Τότε γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος; Γιατί οι απανωτές γενικές απεργίες θυμίζουν συντεταγμένες εκδηλώσεις ολιγάριθμων διαδηλωτών;
Πού είναι το «καυτό φθινόπωρο» και ο «χειμώνας της φωτιάς» που έβλεπαν οι Κασσάνδρες; Εύλογα ερωτήματα που απαιτούν απάντηση...
Η κυβερνητική εκδοχή, στηριγμένη στην αδυσώπητη προπαγάνδα, θεωρεί ότι οι μουδιασμένες αντιδράσεις και η αφλογιστία των κινητοποιήσεων οφείλονται στο ότι ο κόσμος δείχνει κατανόηση, διότι συνειδητοποίησε δύο πράγματα: ότι η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο και ότι η κυβέρνηση, που παρέλαβε χάος, έσωσε τη χώρα από τη χρεοκοπία δίνοντας σκληρές μάχες σε όλα τα επίπεδα... Η θολή ατμόσφαιρα των πρώτων μηνών μετά τις εκλογές του περυσινού Οκτωβρίου, μια ατμόσφαιρα διαμορφωμένη κυρίως από ηχηρές αποκαλύψεις περί ψευδών στοιχείων για το έλλειμμα, δημιούργησε αμέσως ένα ισχυρό άλλοθι για την κυβέρνηση. Και ταυτόχρονα νομιμοποίησε στην κοινή συνείδηση οποιοδήποτε μέτρο ικανό και απαραίτητο για τη σωτηρία του τόπου...
Και ποιος να αρθρώσει πειστικό αντίλογο στα (δήθεν) συντριπτικά δεδομένα που κατέκλυζαν καθημερινά, ριπηδόν, τις οθόνες και τις συνειδήσεις; Η απαξιωμένη ΝΔ, που και μόνο το όνομά της προκαλούσε αλλεργία; Η Αριστερά των δεδομένων αντιδράσεων; Πώς να πείσει μέσα σ' αυτόν τον ορυμαγδό; Και πώς ν' ακουστούν οι λίγοι γραφιάδες που έλεγαν εξαρχής ότι υπήρχε άλλος δρόμος, πέραν του Μνημονίου και της τοκογλυφικής δανειακής στήριξης, όταν οι λέξεις τους έμοιαζαν με χαμένους βώλους σε ερημική παραλία; Πέρασε όμως ο καιρός, άρχισαν να γίνονται γνωστές κρίσιμες λεπτομέρειες των συζητήσεων για το Μνημόνιο, ήρθαν τα σκληρά μέτρα, ζωήρεψε ο αντίλογος περί το «αν υπήρχε άλλος δρόμος» και ο κόσμος άρχισε να αμφισβητεί την κυβερνητική προπαγάνδα. Οι σχετικές έρευνες της κοινής γνώμης το δείχνουν καθαρά. Αλλά το ερώτημα παραμένει εδραίο: Τότε γιατί δεν ξεσηκώνεται;
Υπάρχει εξήγηση. Πολύπτυχη μεν, αλλά πειστική: Πρώτον, ο κόσμος, εθισμένος να εξαντλεί το δικαίωμά του στο πολιτικό παρεμβαίνειν μονάχα με την ψήφο του, δεν αντιδρά αμέσως, ούτε εξεγείρεται, αλλά περιμένει και πάλι τις γενικές εκλογές για να υπενθυμίσει τιμωρητικά στους ψεύτες ότι τον εξαπάτησαν. Ο εθισμός αυτός δεν είναι άσχετος με τον συνολικό προσανατολισμό, τις επιλογές και τη συμπεριφορά της κοινωνίας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Υπερίσχυσαν κατά καιρούς οι –θεμιτές βεβαίως– ατομικές προτεραιότητες έναντι της συλλογικότητας. Αν συνυπολογιστεί η γενική ψευδαίσθηση περί ευημερίας, μια ψευδαίσθηση που υψώνει το ατομικώς δραν και υποτιμά το συνολικώς αντιδράν, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η κοινωνία είχε απολέσει τη δυνατότητα να διακρίνει ευκρινώς την υπαρκτή δυνατότητα των πεισμωμένων γενικών αντιδράσεων απέναντι στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Και δεν την αξιοποίησε ούτε τώρα...
Δεύτερον, ο κόσμος είχε κουραστεί από τις κορόνες των συνδικαλιστών, την ιδεολογική μετάλλαξη ορισμένων εξ αυτών, την α λα καρτ συμπεριφορά τους ανάλογα με το κομματικό τους πρόσημο, τις ελάχιστα ευφάνταστες κινητοποιήσεις και τον δογματικό χαρακτήρα ορισμένων αιτημάτων. Με δυο λόγια, δεν ένιωθε τους συνδικαλιστές δικούς της η κοινωνία. Ούτε καν εκείνους που βρίσκονται στην Αριστερά, παρά τη διαρκή εγρήγορση και την ανυπόκριτη συμπεριφορά τους. Προς τούτοις, το βαθύ σχίσμα στον συνδικαλιστικό χώρο, οι χωριστές κινητοποιήσεις και τα συναφή επιβάρυναν έτι μάλλον την εικόνα τους. Με αποτέλεσμα, τα ποικιλώνυμα προσκλητήρια για κινητοποίηση και αγώνες να μη βρίσκουν ανταπόκριση. Απόδειξη τα λυμφατικά συλλαλητήρια και οι μικρές σε σύγκριση με το διακύβευμα διαδηλώσεις και απεργίες...
Και τρίτον, ο κόσμος υφίσταται ένα ανηλεές οικονομικό μαστίγωμα, βιώνει τις συνέπειες του Μνημονίου, τρομοκρατημένος ανησυχεί έντονα για το μέλλον, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμη στο όριο. Οι επιπτώσεις είναι σαφείς (μαγαζιά κλείνουν, η ανεργία ογκούται, η φορολογία και τα χαράτσια γονατίζουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς), αλλά ο κόσμος δεν βρίσκεται στο «αμήν», διότι έχει ήδη μετέλθει κάθε μέσο για την έστω πρόσκαιρη σωτηρία του: Δεν βγαίνει, δεν αγοράζει, δεν μετακινείται όπως παλιά, περικόπτει απ' όπου μπορεί. Όμως αυτή η εν απογνώσει άμυνα θα δείξει σύντομα τις οριακές της δυνατότητες, όταν ο κόσμος φτάσει να κόψει ακόμη και το ψωμί, να κρυώνει γιατί δεν έχει λεφτά για πετρέλαιο, για να δώσει χαρτζιλίκι στα παιδιά του ή για να σώσει το σπίτι του που απειλείται με κατάσχεση... Τότε ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι οι μαζεμένες σπίθες δεν θα ανάψουν μια γενική φωτιά, ανεξέλεγκτη και τρομερή...
Τις προάλλες, ένας παλιός γάλλος ποδοσφαιριστής, μια ξεχωριστή προσωπικότητα, ο Ερίκ Καντονά, είπε ότι δεν αρκούν οι γενικές απεργίες. «Η μόνη αληθινή επανάσταση είναι αυτή που έχει στόχο τις τράπεζες που κλέβουν τον κόσμο». Θαυμάσια διαπίστωση, με ατελέσφορη και ανέφικτη πρόταση: Ο Καντονά πρότεινε στα εκατομμύρια των εξεγερμένων να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες για να γκρεμιστεί το τραπεζικό σύστημα, στο οποίο στηρίζεται το οικονομικό σύστημα που κυβερνά την οικουμένη... Αν ήταν τόσο απλό, θα είχε ήδη γίνει. Όμως η σπίθα που πέταξε ο Καντονά είναι πολύτιμη για άλλο λόγο: Ανάβει φωτιές στις συνειδήσεις. Τις ξυπνάει από τον λήθαργο. Τις οδηγεί σε δρόμους διαφορετικής σκέψης. Τις βγάζει από τη νάρκη του δεδομένου. Τις κινητοποιεί. Τις παρακινεί να είναι φιλέρευνες και υποψιασμένες. Να μην καταπίνουν αμάσητη την οργιώδη προπαγάνδα. Να μην παγιδεύονται σε εκβιαστικά διλήμματα. Να είναι καχύποπτες απέναντι στις ευκολίες και στους θαυματοποιούς. Να αμφισβητούν ως και τις δικές τους αλήθειες. Να μην τρομοκρατούνται. Και, προπάντων, να έχουν εμπιστοσύνη στο συλλογικό. Στις τρομερές δυνατότητες του συλλογικώς δραν, μακριά από «εκπροσώπους» και παρένθετους... Όλα τούτα σημαίνουν ότι έτσι μορφοποιείται μια νέα κοινωνική συνείδηση, απαλλαγμένη από τους δυναστικούς εθισμούς του παρελθόντος...
Αναρτήθηκε από
Unknown
στις
08:00
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες
'Αρθρα,
Πολιτική
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.