Ἄλλην ἀδελφὴν δὲν εἴχομεν παρὰ μόνον τὴν Ἀννιώ. Ἤτον ἡ χαϊδεμμένη τῆς μικρᾶς ἡμῶν οἰκογενείας καὶ τὴν ἠγαπῶμεν ὅλοι. Ἄλλ᾿ ἀπ᾿ ὅλους περισσότερον τὴν ἠγάπα ἡ μήτηρ μας. Εἰς τὴν τράπεζαν τὴν ἐκάθιζε πάντοτε πλησίον της καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἴχομεν ἔδιδε τὸ καλλίτερον εἰς ἐκείνην. Καὶ ἐνῷ ἡμᾶς μᾶς ἐνέδυε χρησιμοποιοῦσα τὰ φορέματα τοῦ μακαρίτου πατρός μας, διὰ τὴν Ἀννιὼ ἠγόραζε συνήθως νέα. Ὡς καὶ εἰς τὰ γράμματα δὲν τὴν ἐβίαζεν. Ἂν ἤθελεν, ἐπήγαινεν εἰς τὸ σχολεῖον, ἂν δὲν ἤθελεν, ἔμενεν εἰς τὴν οἰκίαν. Πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἰς ἡμᾶς διὰ κανένα λόγον δὲν θὰ ἐπετρέπετο.
Ἐξαιρέσεις τοιαῦται ἔπρεπε, φυσικῷ τῷ λόγῳ, νὰ γεννήσουν ζηλοτυπίας βλαβερὰς μεταξὺ παιδίων, μάλιστα μικρῶν, ὅπως ἤμεθα καὶ ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι δύο μου ἀδελφοί, καθ᾿ ἣν ἐποχὴν συνέβαινον ταῦτα. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἐγνωρίζομεν, ὅτι ἡ ἐνδόμυχος τῆς μητρὸς ἡμῶν στοργὴ διετέλει ἀδέκαστος καὶ ἵση πρὸς ὅλα της τὰ τέκνα. Ἥμεθα βέβαιοι, ὅτι αἱ ἐξαιρέσεις ἐκείναι δὲν ἦσαν παρὰ μόνον ἐξωτερικαὶ ἐκδηλώσεις φειστικωτέρας τινὸς εὐνοίας πρὸς τὸ μόνον τοῦ οἴκου μας κοράσιον. Καὶ ὄχι μόνον ἀνειχόμεθα τὰς πρὸς αὐτὴν περιποιήσεις ἀγογγύστως, ἀλλὰ καὶ συνετελοῦμεν πρὸς αὔξησιν αὐτῶν, ὅσον ἠδυνάμεθα. Διότι ἡ Ἀννιώ, ἐκτὸς ὅτι ἦτον ἡ μόνη μας ἀδελφὴ, ἦτο κατὰ δυστυχίαν ἀνέκαθεν καχεκτικὴ καὶ φιλάσθενος. Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ ὑστερότοκος τοῦ οἴκου, ὁ ὁποίος, ὡς κοιλιάρφανος, ἐδικαιοῦτο νὰ καρποῦται πλέον παντὸς ἄλλου τὰς μητρικὰς θωπείας, παρεχώρει τὰ δικαιώματά του εἰς τὴν ἀδελφὴν τόσῳ μᾷλλον ἀσμένως, καθόσον ἡ Ἀννιὼ οὔτε φιλόπρωτος οὔτε ὑπεροπτικὴ ἐγίνετο διὰ τοῦτο.
Ἀπ᾿ ἐναντίας ἤτο πολὺ προσηνὴς πρὸς ἠμὰς καὶ μᾶς ἠγάπα ὅλους μετὰ περιπαθείας. Και -πράγμα περίεργον- ἡ πρὸς ἡμὰς τρυφερότης τοῦ κορασίου, ἀντὶ νὰ ἑλαττοῦται προϊούσης τῆς ἀσθενείας του, ἀπεναντίας ηὔξανεν. Ἐνθυμοῦμαι τοὺς μαύρους καὶ μεγάλους αὐτῆς ὀφθαλμοὺς, καὶ τὰ καμαρωτὰ καὶ σμιγμένα της ὀφρύδια, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο τόσῳ μᾶλλον μελανότερα, ὅσῳ ὠχρότερον ἐγίνετο τὸ πρόσωπον της. Πρόσωπον ἐκ φύσεως ρεμβῶδες καὶ μελαγχολικόν, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τότε μόνον ἐπεχύνετο γλυκειά τις ἱλαρότης, ὅταν μᾶς ἔβλεπεν ὅλους συνηγμένους πλησίον της. Συνήθως ἐφύλαττεν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιόν της τοὺς καρπούς, οὕς αἱ γειτόνισσαι τῇ ἔφερον ὡς ἀρρωστικόν, καὶ τοὺς ἐμοίραζεν εἰς ἡμᾶς, ἐπανελθόντας ἐκ τοῦ σχολείου. Ἀλλὰ τὸ ἔκαμνε πάντοτε κρυφὰ. Διότι ἡ μήτηρ μας ἐθύμωνε, καὶ δὲν ἔστεργε νὰ καταβροχθίζωμεν ἡμεῖς ὅ,τι ἐπεθύμει νὰ εἴχε γευθῇ κἂν ἡ ἀσθενής της κόρη.
Ἐν τούτοις ἡ ἀσθένεια τῆς Ἀννιῶς ὁλονὲν ἐδεινοῦτο καὶ ὁλονὲν περισσότερον συνεκεντροῦντο περὶ αὐτὴν τῆς μητρός μας αἱ φροντίδες. Ἀφ᾿ ὅτου ἀπέθανεν ὁ πατὴρ μας, δὲν εἶχεν ἐξέλθει τῆς οἰκίας. Διότι ἐχήρευσε πολὺ νέα καὶ ἐντρέπετο νὰ κάμῃ χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας, ἥτις, καὶ ἐν αὐτῇ τῃ Τουρκίᾳ, ἰδιάζει εἰς πᾶσαν πολύτεκνον μητέρα. Ἀλλ᾿ ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἔπεσεν ἡ Ἀννιὼ σπουδαίως εἰς τὸ στρῶμα, ἔβαλε τὴν ἐντροπὴν κατὰ μέρος. Κάποιος εἶχεν ἄλλοτε παρόμοιαν ἀσθένειαν -ἔτρεχε νὰ τὸν ἐρωτήσῃ, πῶς ἐθεραπεύθη. -Κάπου μιὰ γραῖα κρύπτει βότανα θαυμασίας ἰατρικῆς δυνάμεως, -ἔσπευδε νὰ τὰ ἐξαγοράσῃ. -Κάποθεν ἦλθε ξένος τις, παράδοξος τὸ ἐξωτερικόν, ἢ φημιζόμενος διὰ τὰς γνώσεις του, -δὲν ἐδίστασε νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν ἀντίληψίν του: Οἱ διαβασμένοι, κατὰ τοὺς λαοὺς, εἶνε παντογνῶσται. Καὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα πτωχοῦ ὁδοιπόρου κρύπτονται ἐνίοτε μυστηριώδη ὄντα, πλήρη ὑπερφυσικὼν δυνάμεων.
Ὁ χονδρὸς τῆς συνοικίας κουρεύς, αὐτὸς μᾶς ἐπεσκέπτετο αὐτόκλητος καὶ δικαιωματικῶς. ἦτον ὁ μόνος ἐπίσημος ἰατρὸς ἐν τῇ περιφερείᾳ μας. Ἄμᾳ τὸν ἔβλεπον ἐγὼ ἔπρεπε νὰ τρέχω εἰς τὸν μπακάλην. Διότι ποτὲ δὲν ἐπλησίαζε τὴν ἀσθενῆ, πρὶν ἢ καταπίῃ τοὐλάχιστον πενῆντα δράμια ρακῆς.
- Εἶμαι γέρος, μωρή, ἔλεγε πρὸς τὴν ἀνυπόμονον μητέρα, εἶμαι γέρος, καὶ ἂν δὲν τὸ τσούξω κομμάτι, δὲν βλέπουν καλὰ τὰ μάτια μου.
Καὶ φαίνεται, ὅτι δὲν ἐψεύδετο. Διότι ὅσῳ περισσότερον ἔπινε, τόσο εὐκολώτερον ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ ποία εἶναι ἡ παχυτέρα τῆς αὐλῆς μας ὄρνιθα, διὰ νὰ τὴν λάβῃ ἀπερχόμενος.
Ἡ μήτηρ μου, ἂν καὶ ἔπαυσε πλέον νὰ μεταχειρίζεται τὰ ἰατρικά του, ἐν τούτοις τὸν ἐπλήρωνε τακτικὰ καὶ ἀγογγύστως. Τοῦτο μὲν, διὰ νὰ μὴ τὸν δυσαρεστήσῃ, τοῦτο δέ, διότι πολὺ συχνὰ διϊσχυρίζετο παρηγορῶν αὐτήν, ὅτι ἡ πορεία τῆς ἀσθενείας εἶνε καλή, καὶ ἀκριβῶς τοιαύτη, ὁποίαν ἐδικαιοῦτο νὰ τὴν περιμένῃ ἡ ἐπιστήμη ἀπὸ τὰς συνταγάς του. Τὸ τελευταῖον τοῦτο ἦτο δυστυχῶς λίαν ἀληθές. Ἡ κατάστασις τῆς Ἀννιῶς ἔβαινεν ἀργὰ μὲν καὶ ἀπαρατηρήτως, ἀλλ᾿ ὁλονὲν ἐπὶ τὰ χείρῳ. Καὶ ἡ παράτασις αὕτη τῆς ἀορίστου καχεξίας ἔκαμνε τὴν μητέρα μας ἄλλην ἐξ ἄλλης. Πᾶσα νόσος, ἄγνωστος εἰς τὸν λαόν, διὰ νὰ θεωρηθῇ ὡς φυσικὸ πάθος, πρέπει, ἢ νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς τὰς στοιχειώδεις ἰατρικὰς τοῦ τόπου γνώσεις, ἢ νὰ ἐπιφέρῃ ἐντὸς ὀλίγου τὸν θάνατον. Εὐθὺς ὡς παραταθῇ καὶ χρονίσῃ, ἀποδίδεται εἰς ὑπερφυσικὰς αἰτίας, καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ἐξωτικόν. Ὁ ἀσθενὴς ἐκάθησεν εἰς ἄσχημον τόπον. Ἐπέρασε νύκτα τὸν ποταμόν, καθ᾿ ἣν στιγμὴν αἱ Νηρηῗδες ἐτέλουν ἀόρατοι τὰ ὄργιά των. Ἐδιασκέλισε μαῦρον γάτον, ὁ ὁποῖος ἦτο κυρίως ὁ ἔξω ἀπὸ ἐδῶ μεταμορφωμένος.
Ἡ μήτηρ μου ἦτο μᾶλλον εὐλαβὴς παρὰ δεισιδαίμων. Κατ᾿ ἀρχὰς ἀπετροπιάζετο τὰς τοιαῦτας διαγνώσεις, καὶ ἠρνεῖτο νὰ ἐφαρμόσῃ τὰς προτεινομένας γοητείας, φοβουμένη μὴ ἁμαρτήσῃ. Ἄλλως τε ὁ ἱερεὺς ἀνέγνωσεν ἤδη ἐπὶ τῆς ἀσθενοῦς τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ κακοῦ, διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον. Ἀλλὰ μετ᾿ ὀλίγον μετέβαλε γνώμην. Ἡ κατάστασις τῆς ἀσθενοὺς ἐδεινοῦτο. Ἡ μητρικὴ στοργὴ ἐνίκησεν τὸν φόβον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ θρησκεία ἔπρεπε νὰ συμβιβασθῇ μὲ τὴν δεισιδαιμονίαν. Πλησίον εἰς τὸν σταυρὸν, ἐπὶ τοῦ στήθους τῆς Ἀννιῶς, ἐκρέμασεν ἐν χαμαγλί, μὲ μυστηριώδεις ἀραβικὰς λέξεις. Τα ἀγιάσματα διεδέχθησαν αἱ γοητείαι, καὶ μετὰ τὰ εὐχολόγια τῶν ιἐρέων ἦλθον τὰ σαλαβάτια τῶν μαγισσῶν. Ἀλλ᾿ ὅλα παρήρχοντο εἰς μάτην. Τὸ παιδίον ἐχειροτέρευεν ἀδιακόπως, καὶ ἡ μήτηρ μας ἐγίνετο ὁλονὲν ἀγνώριστος. Ἐνόμιζες, ὅτι ἐλησμόνησε πῶς εἴχε καὶ ἄλλα τέκνα.
Ποῖος μᾶς ἔτρεφε, ποῖος μᾶς ἔπλυνε, ποῖος μᾶς ἐμβάλωνεν ἡμᾶς τὰ ἀγόρια, οὔτε ἤθελε κἂν νὰ τὸ γνωρίζῃ. Μία Σοφηδιώτισσα γραία, πρὸ πολλῶν ἤδη ἐτῶν παρασιτοῦσα ἐν τῷ οἴκῳ μας, ἐφρόντιζε περὶ ἡμῶν, ἐφ᾿ ὅσον τῆς τὸ ἐπέτρεπεν ἡ μαθουσάλειος αὐτῆς ἡλικία. Τὴν μητέρα μας δὲν τὴν ἐβλέπομεν ἐνίοτε ὁλοκλήρους ἡμέρας. Πότε ἐπήγαινε νὰ δέσῃ μίαν λωρίδα ἀπὸ τὸ φόρεμα τῆς Ἀννιῶς ἐπὶ θαυματουργοῦ τινὸς τόπου, μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι θὰ δεθῇ καὶ τὸ κακὸν μακρὰν τῆς πασχούσης, πότε μετέβαινεν εἰς τὰς πλησιοχώρους ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων κατὰ τύχην ἐτελείτο ἡ μνήμη, κομίζουσα λαμπάδα κιτρίνου κηροὺ, χυμένην ἰδίοις αὐτῆς χερσὶ, καὶ ἴσην ἀκριβῶς πρὸς τῆς ἀσθενοὺς τὸ ἀνάστημα. Πλὴν ὅλα, ὅλα ταύτα ἀπέβαινον ἀνωφελῆ. Ἡ ἀσθένεια τῆς πτωχὴς μας ἀδελφῆς ἦτον ἀνίατος.
Ὅταν ἐξηντλήθησαν πλέον ὅλα τὰ μέσα, καὶ ὅλα τὰ ἰατρικὰ ἐδοκιμάσθησαν, τότε προσήλθομεν εἰς τὸ ἔσχατον καταφύγιον εἰς παρομοίας περιστάσεις. Ἡ μήτηρ μου ἐσήκωσε τὸ μαραμένον κοράσιον εἰς τὴν ἀγκάλην της καὶ τὸ ἔφερεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἐγὼ καὶ ὁ μεγαλήτερὸς μου ἀδελφὸς ἐφορτώθημεν τὰ στρώματα καὶ ἠκολουθήσαμεν κατόπιν. Καὶ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν καθύγρων καὶ ψυχρῶν πλακῶν, πρὸ τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας, ἐστρώσαμεν καὶ ἐπλαγιάσαμεν τὸ γλυκύτερον ἀντικείμενον τῶν μεριμνῶν μας, τὴν μίαν καὶ μόνην μας ἀδελφὴν!
Ὅλος ὁ κόσμος τὸ ἔλεγεν ὅτι εἶχεν ἐξωτικόν. Ἡ μήτηρ μου δὲν ἀμφέβαλλε πλέον περὶ τούτου, καὶ αὐτὴ ἡ πάσχουσα ἤρχισε νὰ τὸ ἐννοῇ. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μείνῃ σαράντα ἡμερονύκτια ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας, πρὸ τοῦ ἁγίου βήματος, ἐνώπιον τῆς Μητρὸς τοῦ Σωτῆρος, ἐμπεπιστευμένη εἰς μόνον τὸ ἔλεος καὶ τοὺς οἰκτιρμοὺς αὐτῶν, ἵνα σωθῇ ἀπὸ τὸ σατανικὸν πάθος, τὸ ὁποῖον ἐμφωλεύσαν ἤλεθε τόσον ἀμειλίκτως τὸ τρυφερὸν τῆς ζωῆς αὐτῆς δένδρον. Σαράντα ἡμερονύκτια. Διότι μέχρι τοσούτου εἰμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ ἡ τρομερὰ ἰσχυρογνωμοσύνη τῶν δαιμονίων εἰς τὸν ἀόρατον πόλεμον μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῆς θείας χάριτος. Μετὰ τὴν διορίαν ταύτην τὸ κακὸν ἠττάται καὶ ὑποχωρεῖ κατησχυμένον. Καὶ δὲν λείπουσι διηγήσεις, καθ᾿ ἃς οἱ πάσχοντες αἰσθάνονται ἐν τῷ ὀργανισμὼ των τοὺς τρομεροὺς σφαδασμοὺς τῆς τελευταίας μάχης, καὶ βλέπουσι τὸν ἐχθρὸν αὐτῶν φεύγοντα ἐν παραδόξῳ σχήματι, πρὸ πάντων, καθ᾿ ἣν στιγμὴν διαβαίνουσι τὰ ἅγια, ἢ ἐκφωνεῖται τὸ «Μετὰ φόβου».
Ευτυχεῖς αὐτοὶ, ἐὰν ἔχωσι τότε ἀρκετὰς δυνάμεις ν᾿ ἀνθέξωσιν εἰς τοὺς κλονισμοὺς τοῦ ἀγῶνος. Οἱ ἀδύνατοι συντρίβονται ὑπὸ τὸ μέγεθος τοῦ ἐν αὐτοῖς τελουμένου θαύματος. Ἀλλὰ δὲν μετανοοῦσι διὰ τοῦτο. Διότι ἂν χάνουν τὴν ζωήν, τουλάχιστον κερδαίνουν τὸ πολυτιμότερον. Σώζουν τὴν ψυχήν των. Οὐχ ἧττον τοιαύτη τις ἐνδεχομένη περίπτωσις ἐνέβαλλεν εἰς μεγίστας ἀνησυχίας τὴν μητέρα ἡμῶν, ἥτις, μόλις ἐτοποθετήσαμεν τὴν Ἀννιῶ, καὶ ἤρχισε νὰ τὴν ἐρωτᾷ περίφροντις πῶς αἰσθάνεται τὸν ἐαυτό της. Ἡ ἱερότης τοῦ τόπου, ἡ θέα τῶν εἰκόνων, ἡ εὐωδία τοῦ θυμιάματος ἐπέδρασαν, φαίνεται, εὐνοϊκῶς ἐπὶ τοῦ μελαγχολικοῦ της πνεύματος. Διότι, εὐθὺς μετὰ τὰς πρώτας στιγμὰς, ἐζωήρευσε καὶ ἤρχισε νὰ ἀστεΐζεται μὲ ἡμᾶς.
- Ποῖον ἀπὸ τοὺς δύο θέλεις νὰ παίζετε μαζί; τὴν ἠρώτησε τρυφερῶς ἡ μήτηρ μου -τὸν Χρηστάκη, ἢ τὸ Γιωργί;
Ἡ ἀσθενὴς ἔρριψε πρὸς τὴν λαλοῦσαν πλάγιον ἀλλ᾿ ἐκφραστικὸν βλέμμα, καὶ, ὡς ἐὰν ἐπέπληττεν αὐτὴν διὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀδιαφορίαν, τῇ ἀπήντησεν, ἀργὰ καὶ μετρημένα·
- Ποῖον ἀπὸ τοὺς δύο θέλω; Κανένα δὲν θέλω χωρὶς τὸν ἄλλο. Τὰ θέλω ὅλα τὰ ἀδέλφια μου, ὅσα καὶ ἂν ἔχω.
Ἡ μήτηρ μου συνεστάλη καὶ ἐσιώπησεν. Μετ᾿ ὀλίγον ἔφερε καὶ τὸν ὁλόμικρον ἀδελφόν μας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μόνον διὰ τὴν πρώτη ἐκείνην ἡμέραν. Τὸ ἐσπέρας ἀπέπεμψε τοὺς ἄλλους δύο, καὶ ἐκράτησε μόνον ἐμὲ πλησίον της. Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις. Τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῶν ἔμπροσθεν τοῦ εἰκονοστασίου λύχνων, μόλις ἐξαρκοῦν νὰ φωτίζῃ αὐτὸ καὶ τὰς πρὸ αὐτοῦ βαθμίδας, καθίστα τὸ περὶ ἡμᾶς σκότος ἔτι ὑποπτότερον καὶ φοβερώτερον, παρὰ ἐὰν ἤμεθα ὅλως διόλου εἰς τὰ σκοτεινὰ.
Ὁσάκις τὸ φλογίδιον μιᾶς κανδύλας ἔτρεμε, μοὶ ἐφαίνετο, πῶς ὁ ἅγιος ἐπὶ τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἤρχιζε νὰ ζωντανεύῃ, καὶ ἐσάλευε, προσπαθῶν ν᾿ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὰς σανίδας, καὶ καταβῇ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, μὲ τὰ φαρδυὰ καὶ κόκκινά του φορέματα, μὲ τὸν στέφανον περὶ τὴν κεφαλὴν, καὶ μὲ τοὺς ἀτενεῖς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ ὠχροῦ καὶ ἀπαθοῦς προσώπου του. Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρὸς ἄνεμος ἐσύριζε διὰ τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, σείων θορυβωδῶς τὰς μικρὰς αὐτῶν ὑέλους, ἐνόμιζον, ὅτι οἱ περὶ τὴν ἐκκλησίαν νεκροὶ ἀνερριχῶντο τοὺς τοίχους καὶ προσεπάθουν νὰ εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν. Καὶ τρέμων ἐκ φρίκης, ἔβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἕνα σκελετόν, ὅστις ἥπλωνε νὰ θερμάνῃ τὰς ἀσάρκους του χεῖρας ἐπὶ τοῦ μαγκαλίου, τὸ ὁποῖον ἔκαιε πρὸ ἡμῶν.
Καὶ ὅμως δὲν ἐτόλμων νὰ δηλώσω οὐδὲ τὴν παραμικροτέραν ἀνησυχίαν. Διότι ἠγάπων τὴν ἀδελφήν μου, καὶ ἐθεώρουν μεγάλην προτίμησιν νὰ ἦμαι διαρκῶς πλησίον της καὶ πλησίον τῆς μητρός μου, ἥτις χωρὶς ἄλλο θὰ μὲ ἀπέστελλεν εἰς τὸν οἴκον, εὐθὺς ὡς ἤθελεν ὑποπτευθῇ ὅτι φοβοῦμαι. Ὑπέφερον λοιπὸν καὶ κατὰ τὰς ἑπομένας νύκτας τὰς φρικιάσεις ἐκείνας μετὰ ἀναγκαστικῆς στωικότητος καὶ ἐξετέλουν προθύμως τὰ καθήκοντά μου, προσπαθῶν νὰ καταστῶ ὅσον τὸ δυνατὸν ἀρεστότερος.
Ἤναπτον πῦρ, ἔφερον νερὸν καὶ ἐσκούπιζα τὴν ἐκκλησίαν, ὅταν ἦτο καθημερινή. Τὰς ἑορτὰς καὶ Κυριακάς, κατὰ τὸν ὄρθρον, ἐχειραγώγουν τὴν ἀδελφὴν μου, νὰ σταθῇ κάτω ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον ἀνεγίγνωσκεν ὁ λειτουργὸς ἀπὸ τῆς Ὡραίας Πύλης. Κατὰ τὴν λειτουργίαν, ἤπλωνα χαμαὶ τὸ χράμι, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενὴς πρόμυτα, διὰ νὰ περάσουν τὰ ἅγια ἀπὸ ἐπάνω της. Κατὰ δὲ τὴν ἀπόλυσιν, ἔφερον τὸ προσκέφαλόν της ἐνώπιον τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Ἱεροῦ θύρας, διὰ νὰ γονατίζῃ ἐπ᾿ αὐτοῦ, ὡς ποῦ νὰ ξεφορέσῃ ὁ παππᾶς ἐπάνω της καὶ νὰ τῆς σταυρώσῃ τὸ πρόσωπον μὲ τὴν Λόγχην, ψιθυρίζων τὸ «Σταυρωθέντος σου Χριστέ, ἀνηρέθη ἡ τυραννίς, ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ Ἐχθροῦ, κτλ.»
Καὶ εἰς ὅλα ταῦτα μὲ παρηκολούθει ἡ πτωχὴ μου ἀδελφὴ μὲ τὴν ὠχρὰν καὶ μελαγχολικήν της ὄψιν, μὲ τὸ ἀργὸν καὶ ἀβέβαιον βήμα της, ἐλκύουσα τὸν οἶκτον τῶν ἐκκλησιαζομένων καὶ προκαλοῦσα τὰς εὐχὰς αὐτῶν ὑπὲρ ἀναρρώσεώς της· ἀναρρώσεως, ἥτις δυστυχῶς ἤργει νὰ ἐπέλθῃ. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἡ ὑγρασία, τὸ ψῦχος, τὸ ἀσύνηθες καί, μὰ τὸ ναί, φρικαλέον τῶν ἐν τῷ ναῷ διανυκτερεύσεων δὲν ἤργησαν νὰ ἐπιδράσουν βλαβερῶς ἐπὶ τῆς ἀσθενοῦς, τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἤρχησε νὰ ἐμπνέῃ τώρα τοὺς ἐσχάτους φόβους. Ἡ μήτηρ μου τὸ ἠννόησε, καὶ ἤρχησε, καὶ ἐν αὐτῇ τῇ ἐκκλησίᾳ νὰ δεικνύῃ θλιβερὰν ἀδιαφορίαν πρὸς πᾶν ὅ,τι δὲν ἦτο αὐτὴ ἡ ἀσθενὴς. Δεν ἤνοιγε τὰ χείλη της πρὸς οὐδένα πλέον, εἴ μὴ πρὸς τὴν Ἀννιῶ καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους, ὁσάκις ἐπροσηύχετο.
Μίαν ἡμέραν τὴν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος, ἐνῷ ἔκλαιε γονυπετὴς πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος.
- Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ μου τὸ κορίτσι. Τὸ βλέπω πῶς εἶνε γιὰ νὰ γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ ἐβάλθηκες νὰ μοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, καθ᾿ ἣν τὰ δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπὶ τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καὶ ἔπειτα ἐπρόσθεσεν:
- Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου τὸ κορίτσι!
Ὅταν ἤκουσα τὶς λέξεις ταῦτας, παγερὰ φρικίασις διέτρεξε τὰ νεῦρα μου καὶ ἤρχησαν τὰ αὐτία μου νὰ βοΐζουν. Δὲν ἠδυνήθην ν᾿ ἀκούσω περιπλέον. Καθ᾿ ἣν στιγμὴν εἶδον, ὅτι ἡ μήτηρ μου, καταβληθεῖσα ὑπὸ φοβερὰς ἀγωνίας, ἔπιπτεν ἀδρανῆς ἐπὶ τῶν μαρμάρων, ἐγὼ ἀντὶ νὰ δράμω πρὸς βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τὴν εὐκαιρίαν νὰ φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἔξαλλος καὶ ἐκβάλλων κραυγὰς, ὡς ἐὰν ἠπείλει νὰ μὲ συλλάβῃ ὁρατὸς αὐτὸς ὁ θάνατος.
Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούοντο ὑπὸ τοῦ τρόμου, καὶ ἐγὼ ἔτρεχον, καὶ ἀκόμη ἔτρεχον. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσω, εὑρέθην ἔξαφνα μακρὰν, πολὺ μακρὰν τῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐστάθην νὰ πάρω τὴν ἀναπνοήν μου, κ᾿ ἐτόλμησα νὰ γυρίσω νὰ ἰδῶ ὀπίσω μου. Κανεὶς δὲν μ᾿ ἐκυνήγει.
Ἤρχησα λοιπὸν νὰ συνέρχωμαι ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, καὶ ἤρχησα νὰ συλλογίζομαι.
Ἀνεκάλεσα εἰς τὴν μνήμην μου ὅλας τὰς πρὸς τὴν μητέρα τρυφερότητας καὶ θωπείας μου. Προσεπάθησα νὰ ἐνθυμηθὼ μήπως τῆς ἔπταισα ποτέ, μήπως τὴν ἀδίκησα, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὔρισκον, ὅτι ἀφ᾿ ὅτου ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας, ἐγὼ, ὄχι μόνον δὲν ἠγαπήθην, ὅπως θὰ τὸ ἐπεθύμουν, ἀλλὰ τοῦτ᾿ αὐτὸ παρηγκωνιζόμην ὁλονὲν περισσότερον. Ἐνθυμήθην τότε, καὶ μοῖ ἐφάνη ὅτι ἐνόησα, διατὶ ὁ πατήρ μου ἐσυνείθιζε νὰ μὲ ὀνομάζη τὸ ἀδικημένο του. Καὶ μὲ ἐπῆρε τὸ παράπονον καὶ ἤρχησα νὰ κλαίω. Ὦ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δὲν μὲ ἀγαπᾶ καὶ δὲν μὲ θέλει! Ποτέ, ποτὲ πλέον δὲν πηγαίνω εἰς τὴν ἐκκλησίαν! Και διηυθύνθην πρὸς τὴν οἰκίαν μας, περίλυπος καὶ ἀπηλπισμένος.
Ἡ μήτηρ μου δὲν ἤργησε νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ μετὰ τῆς ἀσθενοῦς. Ἐπειδὴ ὁ ἱερεύς, ὅστις, ταραχθεὶς ὑπὸ τῶν κραυγῶν μου, ἐμβῆκεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅταν εἶδε τὴν ἀσθενή, συνεβούλευσε τὴν μητέρα μου νὰ τὴν μετακομίσῃ.
- Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος, θυγατέρα, τῇ εἶπε, καὶ ἡ χάρις του φθάνει εἰς ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἂν εἶναι γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ παιδί σου θὰ τὸ γιάνῃ καὶ στὸ σπίτι σου.
Δυστυχὴς ἡ μήτηρ ἥ τὸν ἤκουσε! Διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ τυπικοὶ λόγοι μὲ τοὺς ὁποίους οἱ ἱερεῖς ἀποπέμπουσι συνήθως τοὺ ἑτοιμοθανάτους, διὰ νὰ μὴ ἐκπνεύσουν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ βεβηλωθῇ ἡ ἱερότης τοῦ τόπου.
Ὅ ἐπανεῖ τὴν μητέρα μου, ἦ ὑπέ ποτε θλιβερά. Ἀλλὰ πρὸς ἐμὲ ἰδίως ἐφέρθη μὲ πολλὴν γλυκύτητα καὶ προσήνειαν. Μὲ ἔλαβεν εἰς τὴν ἀγκάλην της, μ᾿ ἐθώπευσε καὶ μ᾿ ἐφίλησε τρυφερὰ καὶ ἐπανειλημμένως. Ἐνόμιζες ὅτι προσεπάθει νὰ μ᾿ ἐξιλέωσῃ. Ἐν τούτοις ἐγὼ τὴν νύκτα ἐκείνην οὔτε νὰ φάγω εἰμπόρεσα, οὔτε νὰ κοιμηθὼ. Ἐκοιτόμην εἰς τὸ στρῶμα μὲ καμμυομένους ὀφθαλμοὺς, ἀλλ᾿ ἔτεινον τὰ ὦτα προσεκτικὰ πρὸς πᾶσαν κίνησιν τῆς μητρὸς μου, ἡ ὁποία, ὅπως πάντοτε, ἠγρύπνει παρὰ τὸ προσκεφάλαιον τῆς ἀσθενοῦς. Θὰ ἦτον ἴσως μεσάνυκτα ὅταν ἤρχησε νὰ πηγαινοέρχηται εἰς τὸ δωμάτιον. Ἐνόμιζον ὅτι ἔστρωνε νὰ κοιμηθῇ, ἀλλ᾿ ἠπατώμην. Διότι μετ᾿ ὀλίγον ἐκάθησε καὶ ἤρχησε νὰ μοιρολογῇ χαμηλοφώνως.
Ἦτο τὸ μοιρολόγι τοῦ πατρός μας. Πρὶν ἀσθενήσῃ ἡ Ἀννιῶ, τὸ ἔψαλλε πολὺ συχνὰ, ἀλλ᾿ ἀφ᾿ ὅτου ἀσθένησε, τὸ ἤκουον διὰ πρώτην φορὰν. Τὸ μοιρολόγιον τοῦτο ἐσύνθεσεν ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός μου, κατὰ παραγγελίαν αὐτῆς, ἡλιοκαὴς ρακένδυτος Γύφτος, γνωστὸς εἰς τὰ περίχωρά μας διὰ τὴν δεξιότητα εἰς τὸ στιχουργεῖν αὐτοσχεδίως.
Μοὶ φαίνεται, ὅτι βλέπω ἀκόμη τὴν μαύρην καὶ λιγδερὰν κόμην, τοὺς μικροὺς καὶ φλογεροὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τ᾿ ἀνοιχτὰ καὶ τριχωμένα στήθη του. Ἐκάθητο ἔνδοθεν τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας, περιστοιχισμένος ὑπὸ τῶν χαλκῶν ἀγγείων, ὅσα ἐσύναζε διὰ νὰ γανώσῃ. Καὶ, μὲ τὴν κεφαλὴν κεκλιμένην ἐπὶ τοῦ ὦμου, συνώδευε τὸν πένθιμον αὐτοῦ σκοπὸν μὲ τοὺς κλαυθμηροὺς ἤχους τῆς τριχόρδου του λύρας. Πρὸ αὐτοῦ ἡ μήτηρ μου ὀρθία ἐβάσταζε τὴν Ἀννιῶ εἰς τὴν ἀγκάλην της καὶ ἤκουε προσεκτικὴ καὶ δακρύουσα. Ἐγὼ τὴν ἐκράτουν σφιγκτὰ ἀπὸ τοῦ φορέματος καὶ ἔκρυπτον τὸ πρόσωπόν μου εἰς τὰς πτυχὰς αὐτοῦ, διότι ὅσον γλυκεῖς ἦσαν οἱ ἤχοι ἐκείνοι, τόσον φοβερὰ μοι ἐφαίνετο ἡ μορφὴ τοῦ ἀγρίου των ψάλτου.
Ὅταν ἡ μήτηρ μου ἔμαθε τὸ θλιβερὸν αὐτῆς μάθημα, ἔλυσεν ἀπὸ τὸ ἄκρον τῆς καλύπτρας της καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀθίγγανον δύο ρουμπιέδες. -Τότε εἴχομεν ἀκόμη ἀρκετοὺς. - ἔπειτα παρέθηκεν εἰς αὐτὸν ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὅ,τι προσφάγιον εὑρέθη πρόχειρον. Ἐνῶ δὲ ἐκεῖνος ἔτρωγε κάτω, ἡ μήτηρ μου εἰς τὸ ἀνώγι ἐπανελάμβανε τὸ ἐλεγεῖον κατ᾿ ἰδίαν διὰ νὰ τὸ στερέωσῃ εἰς τὴν μνήμην της. Και φαίνεται ὅτι τὸ εὗρε πολὺ ὡραῖον. Διότι καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁ Κατσίβελος ἀνεχώρει, ἔδραμε κατόπιν του καὶ τῷ ἐχάρισεν ἐν ἀπὸ τὰ σαλιβάρια τοῦ πατρός μου.
- Θεὸς σχωρέσοι τὸν ἄνδρα σου, νύφη! Ἐφώνησεν ἔκθαμβος ὁ ραψωδὸς καὶ φορτωθεὶς τὰ χάλκινά του σκεύη ἐξῆλθε τῆς αὐλῆς μας.
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἐλεγεῖον ἐμοιρολόγει κατ᾿ ἐκείνην τὴν νύκτα ἡ μήτηρ μου. Ἐγὼ ἤκουον, καὶ ἄφηνα τὰ δάκρυα μου νὰ ρέωσι σιγαλὰ, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμων νὰ κινηθὼ. Αἴφνης ἠσθάνθην εὐωδίαν θυμιάματος!
- Ὦ! εἶπον, ἀπέθανε τὸ καϋμένο τὸ Ἀννιώ μας! -Και ἐτινάχθην ἀπὸ τὸ στρῶμα μου.
Τότε εὑρέθην ἐνώπιον παραδόξου σκηνῆς.
Ἡ ἀσθενὴς ἀνέπνεε βαρέως, ὅπως πάντοτε. Πλησίον αὐτῆς ἦτο τοποθετημένη ἀνδρικὴ ἐνδυμασία, καθ᾿ ἣν τάξιν φορεῖται. Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον μὲ μαῦρον ὕφασμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε σκεῦος πλῆρες ὕδατος καὶ ἐκατέρωθεν δύο λαμπάδες ἀναμμέναι. Ἡ μήτηρ μου γονυπετὴς ἐθυμίαζε τ᾿ ἀντικείμενα ταῦτα προσέχουσα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὔδατος.
Φαίνεται ὅτι ἐκιτρίνισα ἀπὸ τὸν φόβον μου. Διότι ὡς μὲ εἶδεν, ἔσπευσε νὰ μὲ καθησυχάσῃ.
- Μὴ φοβεῖσαι, παιδάκι μου, μὲ εἶπε μυστηριωδῶς, εἶναι τὰ φορέματα τοῦ πατρός σου. Ἔλα, παρακάλεσέ τον καὶ σὺ νὰ ἔλθῃ νὰ γιατρέψῃ τὸ Ἀννιώ μας.
Και μὲ ἔβαλε νὰ γονατίσω πλησίον της.
- Ἔλα πατέρα -νὰ μὲ πάρῃς ἐμένα - γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ Ἀννιώ! -ἀνεφώνησα ἐγὼ διακοπτόμενος ὑπὸ τῶν λυγμῶν μου. Καὶ ἔρριψα ἐπὶ τῆς μητρός μου παραπονετικὸν βλέμμα, διὰ νὰ τῇ δείξω πὼς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ ν᾿ ἀποθάνω ἐγὼ ἀντὶ τῆς ἀδελφῆς μου. Δὲν ἠσθανόμην ὁ ἀνόητος ὅτι τοιουτοτρόπως ἐκορύφωνα τὴν ἀπελπισίαν της! Πιστεύω νὰ μ᾿ ἐσυγχώρησεν. Ἤμην πολὺ μικρὸς τότε, καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω τὴν καρδίαν της.
Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, ἐθυμίασεν ἐκ νέου τὰ πρὸ ἡμῶν ἀντικείμενα, καὶ ἐπέστησεν ὅλην αὐτῆς τὴν προσοχὴν ἐπὶ τοῦ ὕδατος, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὸ ἐπὶ τοῦ σκαμνίου εὐρύχωρον σκεῦος. Αἴφνης μικρὰ χρυσαλὶς, πετάξασα κυκλικῶς ἐπ᾿ αὐτοῦ, ἤγγισε μὲ τὰ πτερά της, καὶ ἐτάραξεν ἐλαφρῶς τὴν ἐπιφάνειάν του. Ἡ μήτηρ μου ἔκυψεν εὐλαβῶς καὶ ἔκαμε τὸν σταυρόν της, ὅπως ὅταν διαβαίνουν τὰ ἅγια ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
- Κάμε τὸ σταυρό σου, παιδὶ μου! ἐψιθύρισε, βαθέως συγκεκινημένη καὶ μὴ τολμῶσα νὰ ὑψώσῃ τὰ ὄμματα.
Ἐγὼ ὑπήκουσα μηχανικῶς.
Ὅταν ἡ μικρὰ ἐκείνη χρυσαλὶς ἐχάθη εἰς τὸ βάθος τοῦ δωματίου, ἡ μήτηρ μου ἀνέπνευσεν, ἐσηκώθη ἱλαρὰ καὶ εὐχαριστημένη, καὶ - Ἐπέρασεν ἡ ψυχὴ τοῦ πατέρα σου! - εἶπε, παρακολουθοῦσα εἰσέτι τὴν πτῆσιν τοῦ χρυσαλιδίου μὲ βλέμματα στοργῆς καὶ λατρείας. Ἐπειτα ἔπιεν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ ἔδωκεν καὶ εἰς ἐμὲ νὰ πίω.
Τότε μοῦ ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι καὶ ἄλλοτε μᾶς ἐπότιζεν ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σκεύους, εὐθὺς ὡς ἐξυπνοῦμεν. Καὶ ἐνθυμήθην, ὅτι ὁσάκις ἔκαμνε τοῦτο ἡ μήτηρ μας, ἦτο καθ᾿ ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν ζωηρὰ καὶ περιχαρής, ὡς ἐὰν εἶχεν ἀπολαύσει μεγάλην τινὰ πλὴν μυστικὴν εὐδαιμονίαν. Ἀφοῦ μ᾿ ἐπότισεν ἐμέ, ἐπλησίασεν εἰς τὸ στρῶμα τῆς Ἀννιῶς μὲ τὸ σκεῦος ἀνὰ χεῖρας. Ἡ ἀσθενὴς δὲν ἐκοιμᾶτο, ἀλλὰ δὲν ἦτο καὶ ὅλως διόλου ἔξυπνος. Τὰ βλέφαρα της ἦσαν ἡμίκλειστα· οἱ δὲ ὀφθαλμοί της, ἐφ᾿ ὅσον διεφαίνοντο, ἐξέπεμπον παράδοξον τινὰ λάμψιν διὰ μέσου τῶν πυκνῶν καὶ μελανῶν αὐτῶν βλεφαρίδων.
Ἡ μήτηρ μου ἀνεσήκωσε τὸ ἰσχνὸν τοῦ κορασίου σώμα μετὰ προσοχῆς· καὶ ἐνὼ διὰ τῆς μιᾶς χειρὸς ὑπεστήριξε τὰ νῶτα του, διὰ τῆς ἄλλης προσέφερε τὸ σκεῦος εἰς τὰ μαραμένα του χείλη.
- Ἔλα, ἀγάπη μου, τῆς εἶπε. Πιὲ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ νερό, νὰ γιάνῃς. -Ἡ ἀσθενὴς δὲν ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς, ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι ἤκουσε τὴν φωνὴν καὶ ἐννόησε τὰς λέξεις. Γλυκὺ καὶ συμπαθητικὸν μειδίαμα διέστειλε τὰ χείλη της. Ἔπειτα ἐρρόφησεν ὀλίγας σταγόνας ἀπὸ τοῦ ὕδατος ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἔμελλε τῷ ὄντι νὰ τῇ ἰατρεύσει. Διότι μόλις τὸ κατάπιε ἤνοιξε τους ὀφθαλμοὺς καὶ προσεπάθησε ν᾿ ἀναπνεύσῃ. Ἐλαφρὸς στεναγμὸς διέφυγε τὰ χείλη της, καὶ ἐπανέπεσε βαρεία ἐπὶ τῆς ὠλένης τῆς μητρός μου.
Τὸ καϋμένο μας τὸ Ἀννιώ! ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὰ βάσανά του!
Πολλοὶ εἶχον κατηγορήσει τὴν μητέρα μου, ὅτι ἐνῷ αἱ ξέναι γυναῖκες ἐθρήνουν μεγαλοφώνως ἐπὶ τοῦ νεκροῦ τοῦ πατρός μου, ἐκείνη μόνη ἔχυνεν ἄφθονα, πλὴν σιγηλὰ δάκρυα. Ἡ δυστυχὴς τὸ ἔκαμνεν ἐκ φόβου μήπως παρεξηγηθῇ, μήπως παραβῇ τὰ ὅρια τῆς εἰς τὰς νέας ἀνηκούσης σεμνότητος. Διότι καθὼς εἶπον, ἡ μήτηρ μας ἐχήρευσε πολὺ νέα.
Ὅταν ἀπέθανεν ἡ ἀδελφή μας, δὲν ἦτο πολὺ γεροντοτέρα. Ἀλλ᾿ οὔτε ἐσκέφθη κἂν τώρα τί θὰ εἰπῇ ὁ κόσμος διὰ τοὺς σπαραξικαρδίους της θρήνους. Ὅλη ἡ γειτονεία ἐσηκώθη καὶ ἦλθε πρὸς παρηγορίαν της. Ἀλλὰ τὸ πένθος αὐτῆς ἦτο φοβερὸν, ἦτον ἀπαρηγόρητον.
- Θὰ χάσῃ τὸν νοῦν της -ἐψιθύριζον οἱ βλέποντες αὐτὴν κεκλιμένην καὶ θρηνοῦσαν μεταξὺ τῶν τάφων τῆς ἀδελφῆς καὶ τοῦ πατρός μας.
- Θὰ τὰ ἀφήση μέσ᾿ στοὺς πέντε δρόμους· -ἔλεγον οἱ συναντῶντες ἡμᾶς καθ᾿ ὁδὸν, ἐγκαταλελειμμένα καὶ ἀπεριποίητα.
Καὶ ἐχρειάσθη καιρός, ἐχρειάσθησαν αἱ νουθεσίαι καὶ ἐπιπλήξεις τῆς ἐκκλησίας, ὅπως συνέλθῃ εἰς ἐαυτὴν καὶ ἐνθυμηθῇ τὰ ἐπιζῶντα τέκνα της, καὶ ἀναλάβῃ τὰ οἰκιακά της καθήκοντα. Ἀλλὰ τότε παρετήρησε ποὺ μᾶς εἶχε καταντήσει ἡ μακρὰ τῆς ἀδελφῆς μας ἀσθένεια. Ἡ χρηματική μας περιουσία κατηναλώθη εἰς ἰατροὺς καὶ ἰατρικὰ. Πολλὰ χράμια καὶ κηλίμια, ἔργα τῶν ἰδίων αὐτῆς χειρῶν, τὰ εἶχε πωλήσει δι᾿ ἀσήμαντα ποσὰ, ἢ τὰ εἴχε δώσει ὡς ἀμοιβὴν εἰς τοὺς γόητας καὶ τὰς μαγίσσας. Ἄλλα μᾶς τὰ ἔκλεψαν αὐτοὶ καὶ οἱ ὅμοιοί των, ἐπωφελούμενοι ἐκ τῆς ἀνεπιβλεψίας, ἥτις ἐπεκράτησεν ἐν τῷ οἴκῳ μας. Πρὸς ἐπίμετρον ἐξηντλήθησαν καὶ αἱ προμήθειαι τῶν ζωοτροφιῶν μας καὶ ἡμεῖς δὲν εἴχομεν πλέον πόθεν νὰ ζήσωμεν.
Ἐν τούτοις αὐτό, ἀντὶ νὰ πτοήσῃ τὴν μητέρα μας, τῇ ἀπέδωκεν ἀπεναντίας διπλὴν τὴν δραστηριότητα, ἣν εἶχε πρὶν ἀσθενήσει τὸ Ἀννιώ. Ἐμετρίασεν, ἢ κυρίως εἰπεῖν, συνεκάλυψε τὸ πένθος της· ὑπερενίκησε τὴν ἀτολμίαν τῆς ἡλικίας καὶ τοῦ φύλου της, καὶ, λαβοῦσα τὴν δικέλλαν ἀνὰ χεῖρας, ἤρχισε νὰ ξενοδουλεύῃ, ὡς ἐὰν δὲν εἶχε γνωρίσει ποτὲ τὸν ἄνετον καὶ ἀνεξάρτητον βίον. Ἐπὶ πολὺ χρόνον μᾶς διέτρεφε διὰ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ προσώπου της. Τα ἡμερομίσθια ἦσαν μικρὰ καὶ αἱ ἀνάγκαι μας μεγάλαι, ἀλλ᾿ ὅμως εἰς κανένα ἐξ ἡμῶν δὲν ἐπέτρεψε νὰ τὴν ἀνακουφίσῃ συνεργαζόμενος.
Σχέδια περὶ τοῦ μέλλοντος ἡμῶν ἐγίνοντο καὶ ἐπεθεωροῦντο καθ᾿ ἑσπέραν παρὰ τὴν ἐστίαν. Ὁ μεγαλείτερος μου ἀδελφὸς ὤφειλε νὰ μάθῃ τὴν τέχνην τοῦ πατρός μας, διὰ νὰ λάβῃ ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τὸν τόπον ἐκείνου. Ἐγὼ ἔμελλον ἢ μᾶλλον ἤθελον νὰ ξενιτευθῶ καὶ οὔτω καθεξῆς. Ἀλλὰ πρὸ τούτου ἔπρεπε νὰ μάθωμεν ὅλοι τὰ γράμματα μας, ἔπρεπε νὰ ξεσχολήσωμεν. Διότι, ἔλεγεν ἡ μήτηρ μας, ἄνθρωπος ἀγράμματος, ξῦλον ἀπελέκητον.
Αἱ οἰκονομικαί μας δυσχέρειαι ἐκορυφώθησαν, ὅταν ἐπῆλθεν ἀνομβρία εἰς τὴν χώραν καὶ ἀνέβησαν αἱ τιμαὶ τῶν τροφίμων. Ἀλλ᾿ ἡ μήτηρ, ἀντὶ ν᾿ ἀπελπισθῇ περὶ τῆς διατροφῆς ἡμῶν αὐτῶν, ἐπηύξησε τὸν ἀριθμόν μας δι᾿ ἑνὸς ξένου κορασίου, τὸ ὁποῖον μετὰ μακρᾶς προσπαθείας κατώρθωσε νὰ υἱοθετήσῃ. Τὸ γεγονὸς τοῦτο μετέβαλε τὸ μονότονον καὶ αὐστηρὸν τοῦ οἰκογενειακοῦ ἡμῶν βίου, καὶ εἰσήγαγεν ἐκ νέου ἀρκετὴν ζωηρότητα.
Ἤδη αὐτὴ ἡ υἱοθέτησις ἐγένετο πανηγυρικὴ. Ἡ μήτηρ μου ἐφόρεσε διὰ πρώτην φορὰν τὰ γιορτερά της καὶ μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καθαροὺς καὶ κτενισμένους, ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ μεταλάβωμεν. Μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, ἐστάθημεν ὅλοι πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτοῦ, ἐν μέσῳ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, ἐνώπιον τῶν φυσικῶν αὐτοῦ γονέων, παρέλαβεν ἡ μήτηρ μου τὸ θετὸν αὐτῆς θυγάτριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ πρῶτον ὑπεσχέθη εἰς ἐπήκοον πάντων, ὅτι θέλει ἀγαπήσῃ καὶ ἀναθρέψῃ αὐτό, ὡς ἐὰν ἦτο σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν της.
Ἡ εἴσοδός του εἰς τὸν οἶκον μας ἐγένετο οὐχ ἧττον ἐπιβλητικὴ καὶ τρόπον τινὰ ἐν θριάμβῳ. Ὁ πρωτόγερος τοῦ χωρίου καὶ ἡ μήτηρ μου προηγήθησαν μετὰ του κορασίου, ἔπειτα ἠρχόμεθα ἡμεῖς. Οἱ συγγενεῖς μας καὶ οἱ συγγενεῖς τῆς νέας ἀδελφῆς μας ἠκολούθησαν μέχρι τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας. Ἔξωθεν αὐτῆς ὁ πρωτόγερος ἐσήκωσεν τὸ κοράσιον ὑψηλὰ εἰς τας χεῖρας του καὶ τὸ ἔδειξεν ἐπὶ τινας στιγμὰς εἰς τους παρισταμένους. Ἔπειτα ἠρώτησε μεγαλοφώνως·
- Ποῖος ἀπὸ ῾σᾶς εἶναι ἢ ἐδικὸς ἢ συγγενὴς ἢ γονιὸς τοῦ παιδιοῦ τούτου περισσότερον ἀπὸ τὴν Δεσποινιὼ τὴν Μηχαλιέσσα κι᾿ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς της;
Ὁ πατὴρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρὸς καὶ ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τὸν ὦμον του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή -Ἐγώ! -καὶ ματαιώσῃ τὴν εὐτυχίαν της.
Ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἀπεκρίθη. Τότε οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ ἠσπάσθησαν αὐτὸ διὰ τελευταίαν φορὰν καὶ ἀνεχώρησαν μετὰ τῶν συγγενὼν των. Ἐνῷ οἱ εἰδικοί μας μετὰ τοῦ πρωτογέρου εἰσῆλθον καὶ ἐξενίσθησαν παρ᾿ ἡμῖν.
Συνεχίζεται την ερχόμενη Κυριακή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.