Του Γιώργου Γιούλου*
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 δόθηκε στη δημοσιότητα από το World Economic Forum η κατάταξη των οικονομιών 139 κρατών όσον αφορά την ‘ανταγωνιστικότητα’, (WEF:The Global Competitiveness Report 2010–2011) με βάση τον παγκόσμιο δείκτη ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Index –GCI). Η δημοσιοποίηση της κατάταξης απασχολεί κάθε χρόνο τα ΜΜΕ των χωρών που περιλαμβάνονται σε αυτή, μιας και η θέση που καταλαμβάνουν γίνεται αφορμή για θετική ή αρνητική κριτική και σχολιασμό.
Η οικονομία της Ελλάδας στην κατάταξη του 2010-2011 βρίσκεται στην 83 θέση με βαθμολογία 3,99, ενώ ενδεικτικά, πιο πάνω βρίσκονται οικονομίες χωρών όπως η Ρουάντα (80 – 4,00), η Βουλγαρία (71 – 4,13) και η Κολομβία (68 – 4,14). Η κορυφή καταλαμβάνεται από την Ελβετία και ακολουθεί στην δεύτερη θέση η Σουηδία, στην τρίτη η Σιγκαπούρη, στην τέταρτη οι ΗΠΑ και στην πέμπτη η Γερμανία. Αν στην κατάταξη διατηρήσει κανείς μόνο τις 27 οικονομίες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονομία της Ελλάδας είναι στην τελευταία – 27η – θέση.
Για την επίδοση αυτή, στο δημόσιο διάλογο, ασκήθηκε σφοδρή κριτική, αναζητήθηκαν τα αίτια, έγιναν συγκρίσεις με το παρελθόν και κατατέθηκαν προτάσεις για την βελτίωση της θέσης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η κατάταξη λειτουργεί ως ένα σημαντικό εργαλείο εκτίμησης της πορείας των οικονομιών και απολαμβάνει ευρείας αποδοχής τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό σύστημα.
Εδώ δεν θα ασχοληθούμε με την δημόσια συζήτηση που ακολούθησε την ανακοίνωση της σειράς κατάταξης, αλλά θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε κάποια στοιχεία για την κατάρτιση της κατάστασης που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την συνολική κριτική αποτίμηση της έκθεσης.
Το πρώτο στοιχείο που μας ενδιαφέρει έιναι το ζήτημα του ορισμού της ‘ανταγωνιστικότητας’. Σύμφωνα με την έκθεση: «Ανταγωνιστικότητα ορίζεται το σύνολο των θεσμών, των πολιτικών και των συντελεστών οι οποίοι καθορίζουν το επίπεδο της παραγωγικότητας ενός κράτους» (WEF GCR 2010-2011: σελ. 4).
We define competitiveness as the set of institutions, policies, and factors that determine the level of productivity of a country.
Όπως είναι εμφανές, εδώ δεν έχουμε κάποιο συγκεκριμένο ορισμό για την ανταγωνιστικότητα αλλά μια προσέγγιση που συνδέει την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας με την παραγωγικότητα. Είναι επομένως ο GCI ένας δείκτης που μετράει την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας ή ένας δείκτης που βαθμολογεί διάφορους συντελεστές που συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας; Αν ισχύει το δεύτερο, εξομοιώνεται η ‘ανταγωνιστικότητα’ με την ‘παραγωγικότητα’, ή μετατρέπεται από μια αυτοτελής έννοια σε ένα περιγραφικό εργαλείο που αποτελείται από το σύνολο των παραγόντων που συνεπιδρούν στην παραγωγικότητα;
Δεύτερον, ακόμη και αν κάποιος δεχθεί την έννοια ανταγωνιστικότητα όπως αυτή χρησιμοποιείται στον καθημερινό λόγο, δεν είναι επίσης σαφές τι θα μπορούσε να σημαίνει μια θέση η μια μετακίνηση στον πίνακα, όχι για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ενός κράτους, αλλά για συγκεκριμένες αγορές, συγκεκριμένους κλάδους ή συγκεκριμένες εταιρείες. Τι σημαίνει, δηλαδή, για μια εταιρεία όπως η Apple, για παράδειγμα, ότι οι ΗΠΑ υποχωρούν στο σχετικό πίνακα του 2010 – 2011 δύο θέσεις; Ακόμη, τι σημαίνει για τη κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ η ίδια διαπίστωση; Αντίστοιχα, τι σημαίνει για τους αυτοσυντηρούμενους αγρότες της Ρουάντα, οι οποίοι έχουν πρόσβαση μόνο στην περιορσμένη τοπική αγορά τους, ότι η οικονομία της χώρας τους βρίσκεται στην 80η θέση μεταξύ 139 χωρών όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα;
Τρίτον, πέρα από τα σημασιολογικά και εννοιολογικά ζητήματα, αν κάποιος κοιτάξει πιο προσεκτικά την έκθεση θα παρατηρήσει ότι για την κατάταξη χρησιμοποιούνται κυρίως δύο κατηγορίες δεδομένων. Η μια περιλαμβάνει δεδομένα από διάφορους δείκτες για τους οποίους υπάρχουν μετρήσεις από διάφορους διεθνείς οργανισμούς (IMF, OECD, World Bank, UNESCO κλπ.) και η δεύτερη περιλαμβάνει δεδομένα τα οποία προέρχονται από την Έρευνα Γνώμης Στελεχών (Executive Opinion Survey) στην οποία στελέχη επιχειρήσεων από κάθε χώρα απαντούν ένα ερωτηματολόγιο με σχετικές ερωτήσεις.
Πέρα από την κριτική που μπορεί να ασκηθεί στην πρώτη κατηγορία στοιχείων, η χρήση της έρευνας γνώμης δημιουργεί πολλά ερωτήματα όσον αφορά τόσο τα ίδια τα στοιχεία, την αντικειμενικότητά τους και τελικά την αξιοπιστία τους.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η υποκειμενική άποψη διαφόρων στελεχών επιχειρήσεων σε ερωτήσεις όπως: «Κατά πόσο ικανοποιητικά το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας σας ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας ανταγωνιστικής οικονομίας;» - με κλίμακα από 1 έως 7 – (σελ. 420) μπορεί να συμβάλλει στην εκτίμηση των συντελεστών που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα;
Επιπλέον, ποια είναι η αντικειμενικότητα και η αξιοπιστία μια απάντησης, όταν στην περίπτωση της Ελλάδας, η άποψη των στελεχών που απάντησαν την πιο πάνω ερώτηση (σελ. 420), δίνει ένα μέσο όρο βαθμολογίας 2,9 και την 118η θέση μεταξύ 139 χωρών ενώ αντίστοιχα η άποψη των στελεχών της Αλβανίας δίνει ένα μέσο όρο 3.9 και την 54η θέση!
Τελικά, η θέση της οικονομίας της χώρας στην κατάταξη του WEF φαίνεται ότι καθορίζεται από τις υποκειμενικές απόψεις 91 στελεχών ελληνικών επιχειρήσεων σε ερωτήσεις που σχετίζονται με θέματα όπως οι υποδομές, οι καινοτομίες και η τεχνολογία, το χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, ο εσωτερικός ανταγωνισμός, η εκπαίδευση, η διαφθορά και η κοινωνική υπευθυνότητα, ο τουρισμός και τα ταξίδια, το περιβάλλον και η υγεία (σελ. 57 – 65).
Θα μπρούσε κανείς να ασκήσει κριτική και για άλλες πτυχές της Έκθεσης για την Ανταγωνιστικότητα αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός του παρόντος άρθρου. Εδώ, έγινε μια προσπάθεια να αναδειχθεί μια διαφορετική και σε βάθος ανάγνωση ενός μηνύματος του οποίου οι σημερινές οικονομικές συνθήκες, μεγεθύνουν τη σημαντικότητά του.
Επίσης, ακόμη και αν αφήσουμε στην άκρη τις κριτικές αναγνώσεις για την ιδέα και την αποτύπωση της ανταγωνιστικότητας, μπορεί κανέις να ισχυριστεί ότι η σχετική θέση της οικονομίας μιας χώρας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και η ευημερία της καθορίζεται μόνο από την συγκριτική της αντιπαράθεση με τις άλλες οικονομίες ή και από τη συνεργασία της με αυτές;
Το Report διατίθεται από τη διεύθυνση:
http://www.weforum.org/en/initiatives/gcp/Global%20Competitiveness%20Report/index.htm*O Γιώργος Γιούλος είναι Κοινωνιολόγος, με Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Υποψήφιος Διδάκτορας στην Οικονομική Θεωρία.
Εργάζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και είναι Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Συλλόγων του Υπουργείου Εσωτερικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.