Η Γερμανία εκμεταλλεύεται την κρίση χρέους για να εδραιώσει την ηγεμονία της στην Ευρώπη και, με τη βοήθεια του μεγέθους της ευρωπαϊκής αγοράς, να επιβληθεί ως ισχυρός ανταγωνιστής στο διεθνές περιβάλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να δούμε και την διαφορετικής έντασης επιβολή της λιτότητας στις χώρες υπό κρίση: διαφορετική στις μικρές υπερχρεωμένες χώρες των μνημονίων, όπως Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος, και διαφορετική στις μεγάλες χώρες Ισπανία και Ιταλία. Χαρακτηριστική είναι η διαφορά στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών: στην Ελλάδα έγινε με βαρύ κρατικό δανεισμό, στην Κύπρο έγινε με κούρεμα ομολογιούχων και καταθετών, στην Iσπανία έγινε με κεφάλαια του ESM χωρίς να επιβαρυνθεί το κρατικό χρέος. Η Ισπανία και η Ιταλία έχουν οικονομικό και πολιτικό εκτόπισμα που δεν επιτρέπουν την επιβολή ακραίας υφεσιακής λιτότητας, και επιπλέον είναι μεγάλες καταναλωτικές αγορές.
Αντιθέτως, οι μικρές χώρες ως καταναλωτές θεωρούνται δευτερεύουσας ή ελάχιστης σημασίας· μόνο το πολιτικό κόστος προσμετράται, όσο υπάρχει. Η Ελλάδα φαίνεται ότι προσεγγίζεται πλέον από την γερμανική οικονομική και πολιτική ηγεσία ως οιονεί δορυφόρος, ως χώρος επέκτασης με φτηνό εργατικό δυναμικό, απεγνωσμένος για κεφάλαια ― αυτό που ήδη έχει συμβεί: η εσωτερική υποτίμηση και η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή έχουν δημιουργήσει στρατιές ανέργων και μεγάλη αποεπένδυση.
Το νέο δάνειο του κ. Σόιμπλε θα συνοδεύεται ασφαλώς από όρους, που αφεύκτως θα οδηγήσουν σε νέα μέτρα λιτότητας, τα οποία ίσως ονομαστούν μεταρρυθμίσεις. Εφόσον μάλιστα δεν γίνεται λόγος, προς το παρόν, για αναδιάρθρωση του πανθομολογουμένως μη βιώσιμου χρέους, η δυσβάκτατη εξυπηρέτηση του χρέους θα κατατρώει οποιαδήποτε νέα χρηματοδότηση. Αυτό είναι το πιο σημαντικό: τα νέα δάνεια θα αποπληρώνουν τα προηγούμενα δάνεια, χωρίς να εισέρχονται κεφάλαια ικανά να τονώσουν την πραγματική οικονομία. Χωρίς δημιουργία θέσεων εργασίας, και μάλιστα ποιοτικής εργασίας όπως επεσήμανε πρόσφατα η έκθεση της Κομισιόν, χωρίς τόνωση της ζήτησης, χωρίς δημόσιες επενδύσεις, ακόμη κι αν εμφανιστεί θετικός δείκτης ανάπτυξης, θα αφορά μια άνεργο ανάπτυξη, λογιστική, χωρίς δουλειές, χωρίς ανακούφιση της κοινωνίας, χωρίς προοπτικές εθνικής ανασυγκρότησης.
Μέσα σε αυτό το σκοτεινό περιβάλλον, είναι ελπιδοφόρο εντούτοις να γνωρίζουμε ότι η πολιτική δυναμική είναι ρευστή και ότι πληθαίνουν οι φωνές στην Ευρώπη για μια πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης, είτε με ένα άτυπο σχέδιο Μάρσαλ είτε με πιο ριζοσπαστική ανάμιξη της ΕΚΤ. Ας μη λησμονούμε επίσης ότι ο συνεχιζόμενος οικονομικός και πολιτικός κλονισμός αναδυομένων χωρών, όπως λ.χ. η Τουρκία, ή η απειλή διαμελισμού της ανατολικοευρωπαϊκής Ουκρανίας, αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν την υφεσιακή-στάσιμη Ευρώπη και αναμένεται να συνετίσουν τους Ευρωπαίους ηγέτες, των Γερμανών συμπεριλαμβανομένων.
Νίκος Ξυδάκης