Του Γιάννη Σιδέρη
Η κυβέρνηση οδεύει προς τον αυταρχισμό με επιταχυνόμενη πορεία. Χθες αστυνομικοί του τμήματος εκβιαστών μπούκαραν στα γραφεία εφημερίδας και συνέλαβαν τον διευθυντή, Π. Τζένο, μετά από μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος, με αιτιολογία την απόπειρα εκβίασης.
Τα περί της σχετικής απόπειρας, θα τα αποδείξει η δικαστική διαδικασία. Η συγκυρία ωστόσο δημιουργεί εντυπώσεις. Η μηνυτήρια αναφορά έγινε μετά από τις αποκαλύψεις που έκανε η εφημερίδα για το χλιδάτο ξενοδοχείο στο οποίο διέμενε ο υπουργός, στις Αυστριακές Άλπεις, κατά τη διάρκεια των εορταστικών διακοπών του, όπου και είχε το γνωστό ατύχημα στο σκι.
Είναι ένα από τα επεισόδια κατά δημοσιογράφων, με τα οποία έχει διανθίσει την πορεία του ο κ. Καμμένος. Αύριο εκδικάζεται και η δίωξη που έχει ασκήσει κατά του σκιτσογράφου - δημοσιογράφου Αντρέα Πετρουλάκη, για κείμενο που έγραψε τον πρώτο καιρό της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ήταν τότε που ο κ. Πετρουλάκης, όπως και πολλοί δημοσιογράφοι, αντιμετώπιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ με έναν ρομαντικό ιδεαλισμό. Τον θεωρούσαν συνέχεια του πολιτικώς «αβροδίαιτου» ΚΚΕεσωτερικού και της ΕΑΡ, με τις λεπτεπίλεπτες πολιτικές εμβαθύνσεις, τον πλούτο ιδεών, την διαρκή διερεύνηση μορφών αριστερής πολιτικής και κρατικής συγκρότησης. Έτσι ο κ. Πετρουλάκης έγραψε ένα άρθρο, στο οποίο κατέθετε την άποψη ότι «έχουν αρχίσει και του μοιάζουν» - οι συριζαίοι του Καμμένου - και εισέπραξε την αγωγή.
Πριν καιρό επίσης, ο υπουργός είχε ζητήσει την σύλληψη του δημοσιογράφου Γιώργου Παπαχρήστου, ο οποίος και συνελήφθη.
Παραδειγματικά αναφέρουμε τον κ. Καμμένο, επειδή η χθεσινή σύλληψη έδωσε το έναυσμα. Έχουμε και στο παρελθόν διατυπώσει την άποψη ότι η σημερινή κυβέρνηση επιδεικνύει μια παροιμιώδη δυσανεξία προς την κριτική, η οποία αποκτά τη δική της δυναμική, και τείνει να καταστεί - ανεξαρτήτως προθέσεων - δυσανεξία προς την ελευθερία των ΜΜΕ.
Επίθεση κατά ξένων μέσων
Πρόσφατη ήταν οι κυβερνητική επίθεση κατά του Guardian, μιας εφημερίδας που είχε θετική στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, και η οποία με την ακτινοβολία της είχε παίξει τον ρόλο του πολιτικού image maker του ΣΥΡΙΖΑ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η κυβέρνηση τον κατηγόρησε ότι δημοσίευσε ψεύτικα στοιχεία για την Υγεία, γιατί αφορούσαν την περίοδο του 2011-12. Φυσικά τα στοιχεία τα είδε δώσει η ΠΟΕΔΗΝ και δεν γνωρίζουμε αν ήταν ψεύτικα ή όχι, αλλά το θέμα είναι η κυβερνητική αντίδραση.
Λίγο πιο πριν, υπήρξε επίθεση κατά των Financial Times, για το όντως σκληρό άρθρο τους «Ελλάδα: ένα ζήτημα ανεξαρτησίας», όπου γινόταν περίπου παραλληλισμός με τις ακροδεξιές κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, κατηγορώντας την ότι επιχειρεί να ελέγξει τις Ανεξάρτητες Αρχές, με αναφορά στην τράπεζα της Ελλάδος.
Η κυβέρνηση, αντί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, απαντώντας ότι με την πράξη της αποδεικνύει πως δεν ισχύουν οι ισχυρισμοί της εφημερίδας, απάντησε με την κεκτημένη ταχύτητα του εσωτερικού τοπίου, σα να απαντούσε... σε αγαπημένο της διευθυντή Ομίλου που τελευταίως ταλανίζεται από προβλήματα. Έτσι με χοντροκομμένη εκφραστική, κατηγόρησε το ενημερωτικό οικονομικό μεγαθήριο για «πολιτική σκοπιμότητα», και με υστερόγραφο υποστήριζε ότι οι ερωτήσεις προς την κυβέρνηση εστάλησαν ελάχιστη ώρα πριν το δημοσίευμα προκειμένου «να αποτελέσουν άλλοθι, και πέρα από προσβλητικές, δεν άφηναν καν το χρονικό περιθώριο για απάντηση».
Παρενθετική σημείωση α): θεωρούμε εντελώς αφελή την ελληνοκεντρική προσέγγισηότι οι Financial Times, με τη δύναμη που έχουν, χρειάζονταν άλλοθι για να κρίνουν την - όποια - ελληνική κυβέρνηση. β) Κάνουμε γνωστό στους συγγραφείς της κυβερνητικής απάντησης, ότι δεν υπάρχουν «προσβλητικές ερωτήσεις». Κάθε ερώτηση είναι ηθικά νόμιμη, υποχρεωτικά αποδεκτή - και - δικαιωματικά «μη απαντήσιμη». Ούτως ή άλλως στο τέλος κρίνονται και οι δύο από τον αναγνώστη, ακροατή, θεατή: Ερωτών και ερωτώμενος).
Προϊστορία
Τα ανωτέρω έλαβαν χώραν λίγο καιρό μετά την αποτυχία της κυβέρνησης στον διαγωνισμό που προκήρυξε για τα κανάλια, όπου με τον μέγιστο αριθμό 4, έδωσε - όχι αδίκως - την εντύπωση ότι με προσχηματική προμετωπίδα τη μάχη κατά της διαπλοκής, ήθελε απλώς να κλείσει κάποια λειτουργούντα κανάλια, να δημιουργήσει δικά της, και να ελέγξει την ενημέρωση.
Η δυσανεξία έναντι του τύπου, φάνηκε από τις πρώτες ημέρες της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς, καθώς τα τηλέφωνα των κριτικών δημοσιογράφων και σχολιαστών, δέχονταν τα παράπονα υπουργών. Ο γράφων το είχε αποδώσει στην απειρία τους, στο γεγονός ότι πρώτη φορά βρίσκονταν εκτεθειμένοι στο φως των ΜΜΕ ως αντικείμενα κριτικής, ενώ καθ΄ όλη την αντιμνημονιακή «εποποιία» τους, ήταν υποκείμενα δριμείας καταγγελίας.
Στο παρελθόν έχουμε αναφερθεί και στη στοχευμένη ηθική απαξίωση που υπέστησαν σοβαρά δημοσιογραφικά «μαγαζιά», και αξιόλογοι δημοσιογράφοι, επειδή τολμούσαν να έχουν άλλη άποψη από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Χαρακτηρίστηκαν παπαγαλάκια, προδότες, τσιράκια των αφεντικών τους. Τέτοιες απόψεις ήταν και είναι πάνδημες στον ΣΥΡΙΖΑ, συμπυκνώνονταν στο γνωστό «Πάς μην ων μεθ’ ημών, καθ’ ημών». Απλώς στο μεγάλο κοινό, εκφράστηκαν βιαίως και αγενώς, λόγω ιδιοσυγκρασίας, κυρίως από τον κ. Πολάκη.
Τα social media αποτέλεσαν έναν από τους προμαχώνες στον πόλεμο του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάληψη της εξουσίας. Τα ανακάλυψε γρήγορα, τα αξιοποίησε με θαυμαστή αποτελεσματικότητα (και ανηθικότητα στοχοποιώντας ανθρώπους), αλλά πλέον δείχνει να μην έχει κατανοήσει τη νέα πραγματικότητα: Δεν αλωνίζει μόνος του σε αυτό το πεδίο. Ο αντίπαλος οργανώθηκε και αντεπιτίθεται. Εύκολο άλλωστε: έχει τάξει τόσα πολλά ο ΣΥΡΙΖΑ και έχουν πει τόσα πολλά τα στελέχη του, που πλέον όλα τους γίνονται μπούμερανγκ.
Έτσι, η όποια επιθετική συμπεριφορά στα mainstream media έχει πολλαπλούς αρνητικούς κραδασμούς, για την κυβέρνηση, στο κοινό των social. Αν δεν κατανοήσει ότι είναι αντιπαραγωγικό και φθοροποιό να προσπαθεί να ελέγξει τα παραδοσιακά Μέσα, θα χάσει και στα δύο.