Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Η παραδοχή ενός λάθους με πέντε χρόνια καθυστέρηση

Το Μνημόνιο, το χρέος, ο ρόλος της ΕΚΤ και το λάθος που επαναλαμβάνεται. Τι έγινε από το Καστελόριζο μέχρι σήμερα στη χώρα μας
Επιμέλεια: Τάσος Ζάχος
Πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Γιώργος Παπανδρέου, με διάγγελμά του από το Καστελόριζο, ανακοίνωνε την είσοδο της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης.
Σήμερα η οικονομία παραμένει ακόμα στο «γύψο», με την Ελλάδα εκτός αγορών, αλλά και εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η νέα κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα επιδιώκει έναν έντιμο συμβιβασμό, όπως δηλώνουν τα στελέχη της, όμως εμφανίζεται αδύναμη να βρει λύσεις. Παράλληλα, φαίνεται να ποντάρει περισσότερο σε λεκτικά πυροτεχνήματα … παρά στην ευκαιρία που εξασφάλισε στο Eurogroup του Φεβρουαρίου να «συγγράψει», όπως έλεγε ο Γιάνης Βαρουφάκης, τη νέα συμφωνία με τους εταίρους. Οι δανειστές από την πλευρά τους φαίνεται να εμμένουν σε υφεσιακά μέτρα, όπως οι νέες περικοπές στις συντάξεις, καθώς δεν εμπιστεύονται τους ελληνικούς εισπρακτικούς μηχανισμούς και την ελληνική πολιτική ηγεσία για αύξηση των εσόδων του κράτους. Έτσι, προτιμούν την πεπατημένη των περικοπών στις δαπάνες για να εξασφαλίσουν την επιστροφή των χρημάτων τους.
Η ουσία είναι ότι η Ελλάδα αντί να ακολουθήσει το δρόμο της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας (αν και μιλάμε για διαφορετικά case studies) φαίνεται να οδεύει σε ένα ακόμα πακέτο στήριξης από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Για πραγματικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την ανάκαμψη της οικονομίας, η κυβέρνηση προς το παρόν αρκείται στις εκθέσεις δημιουργικής ασάφειας του Έλληνα υπουργού Οικονομικών.
Οι αριθμοί που δείχνουν ότι κάτι δεν πήγε καλά
Όλα αυτά τα χρόνια έχουν γραφτεί άπειρες αναλύσεις για το ελληνικό πρόγραμμα, για το αν η κρίση έφερε το Μνημόνιο ή το αντίθετο, για το ποιος φταίει που η ελληνική οικονομία έφτασε ως εδώ. Οι αριθμοί έχουν τη δική τους αξία και είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τις προβλέψεις που περιλαμβάνονταν στο αρχικό ελληνικό Μνημόνιο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις παραδοχές του πρώτου προγράμματος διάσωσης, η οικονομία θα συρρικνωνόταν κατά 4% το 2010 και κατά 2,6% το 2011, αλλά θα επανερχόταν στην ανάπτυξη το 2012 (1,1%). Μάλιστα το πρώτο Μνημόνιο προέβλεπε ότι το ίδιο έτος θα κορυφωνόταν και η ανεργία (στο 15,3%), ενώ το δημόσιο χρέος, τέλος, θα έφτανε το 149,6% του ΑΕΠ το 2013 και στη συνέχεια θα ξεκινούσε την καθοδική του πορεία –χωρίς να χρειαστεί αναδιάρθρωση.
Οι παραπάνω προβλέψεις απέτυχαν παταγωδώς… Ενδεικτικά η Ελλάδα, μετά από δύο προγράμματα ενίσχυσης, είναι ακόμα πρωταθλήτρια χρέους στην Ευρωζώνη (στο 177,1% το χρέος το 2014 σύμφωνα με τη Eurostat), ενώ η ανεργία παραμένει σκαρφαλωμένη στα επίπεδα του 25%. Όσο για την ανάπτυξη, αυτή επέστρεψε το 2014 με ρυθμούς της τάξης του 0,8% του ΑΕΠ, ύστερα από έξι συναπτά χρόνια ύφεσης που στοίχισαν το 25% του ελληνικού ΑΕΠ.
«Το μοιραίο λάθος»
Κάτι που έχει αξία να τονιστεί και προκύπτει από στελέχη του ΔΝΤ μετά από πέντε χρόνια, είναι το γεγονός ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους άργησε και φυσικά, όταν πραγματοποιήθηκε, (PSI) δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα.  Όπως αναφέρει ο Ασόκα Μόντι, πρώην στέλεχος του Ταμείου και ερευνητής του Bruegel, παρά τις εισηγήσεις πολλών στελεχών του ΔΝΤ το 2010 για άμεση αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, κάτι που θα επέφερε ζημιές στις τράπεζες και τους επενδυτές που είχαν δανείσει την Ελλάδα, τελικά οι εταίροι αλλά και το Ταμείο επέλεξαν να αντικαταστήσουν το ένα πρόβλημα με ένα άλλο. Δάνεια του ΔΝΤ και του επίσημου ευρωπαϊκού τομέα χρησιμοποιήθηκαν για να αποπληρωθούν οι ιδιώτες δανειστές. Ως εκ τούτου, παρά την καθυστερημένη αναδιάρθρωση του 2012, οι υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν μη βιώσιμες, μόνον που πλέον βρίσκονται στα χέρια του επίσημου τομέα.
Ενδεικτικό άλλωστε είναι ότι σε αναφορά του το 2013, το ΔΝΤ είχε παραδεχτεί το λάθος του για την Ελλάδα, τονίζοντας πως όταν μια κρίση απειλεί να επεκταθεί τότε θα πρέπει να λαμβάνονται παγκόσμιες αποφάσεις για να δοθεί οριστική λύση κι όχι να συρρικνώνεται μια οικονομία αναγκαζόμενη να επωμιστεί μόνη της όλο το βάρος.
Ο ρόλος του Τρισέ
Σφοδρός πολέμιος μιας αναδιάρθρωσης του χρέους ήταν ο τότε επικεφαλής της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, ο οποίος τίναξε στον αέρα το 2010 το σχέδιο του ΔΝΤ για δραστικό κούρεμα του ελληνικού χρέους, επιλέγοντας να σώσει τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες. Αυτό αποκαλύπτει έρευνα του Κέντρου Διεθνούς Διακυβέρνησης και Καινοτομίας (CIGI) του Πολ Μπλουστάιν, ο οποίος επισημαίνει πως ο Τρισέ «ούρλιαζε» πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί σε μια νομισματική ένωση, ασχέτως αν μετά η ΕΚΤ συναίνεσε στο «κούρεμα» των ομολόγων που διακρατούσαν οι ιδιώτες, έστω και με δύο χρόνια καθυστέρηση… Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το CIGI, η έκθεση των γαλλικών τραπεζών σε ελληνικό κρατικό χρέος έφτανε τότε στα 60 δισεκατομμύρια ευρώ και των γερμανικών στα 35 δισεκατομμύρια. Εάν αποφασιζόταν, δηλαδή, το κούρεμα και αναγκάζονταν να αναλάβουν τις επακόλουθες ζημιές, η βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος θα δεχόταν ισχυρότατους τριγμούς.
Διαβάστε ακόμη στο FortuneΈτσι γεννήθηκε η λέξη «Grexit»
Προφανώς η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε μονομερώς να ζητήσει «κούρεμα», χωρίς τη στήριξη της Ευρωζώνης και της ΕΚΤ, αν και Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου γνώριζαν τις εισηγήσεις πολλών οικονομολόγων, που επέμεναν ότι το ελληνικό πρόβλημα ήταν κυρίως πρόβλημα χρέους…
Η αποκαλυπτική κατάθεση του Παναγιώτη Ρουμελιώτη
Συχνά ως απάντηση σε αυτό το σενάριο αναφέρεται ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν εφάρμοσαν ποτέ τις «σωστές» μεταρρυθμίσεις που προέβλεπε το πρόγραμμα, οι οποίες θα οδηγούσαν σε μείωση του χρέους μέσω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων. Το ελληνικό πρόβλημα χρέους όμως… δεν λύνεται έτσι απλά.
Ο πλέον αρμόδιος για να μιλήσει για αυτό δεν είναι άλλος από τον τότε εκπρόσωπο της Ελλάδας στο ΔΝΤ, Παναγιώτη Ρουμελιώτη, ο οποίος μάλιστα συνόδευσε τον Γιάνη Βαρουφάκη στην τελευταία του επίσκεψη στην έδρα του Ταμείου για τη συνάντηση με την Κριστίν Λαγκάρντ. Στην κατάθεση του στις 20 Αυγούστου του 2012 στον τότε οικονομικό εισαγγελέα Γρ. Πεπόνη, σχετικά με τη διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης Παπανδρέου και το κούρεμα του χρέους, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν είναι τόσο οι καθυστερήσεις αυτές (σ.σ. των μεταρρυθμίσεων) που οδήγησαν σε σοβαρή ύφεση την οικονομία, αλλά κυρίως οι πολιτικές συρρίκνωσης μισθών και συντάξεων, που οδήγησαν σε σημαντική κάμψη την εσωτερική ζήτηση και τη μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ)… όσο αφορά στη μικρή περίοδο προσαρμογής που αποφάσισε η Ευρωζώνη, ήταν από την αρχή γνωστό σε όλους ότι καμία χώρα στον κόσμο δεν είχε πετύχει τόσο μεγάλη μείωση του δημοσιονομικού της ελλείμματος σε τόσο μικρή χρονική περίοδο».
Και συμπληρώνει: «Στην πρώτη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου που αφορούσε στην εξέταση του αιτήματος της ελληνικής κυβέρνησης για υπαγωγή της Ελλάδας σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα του ΔΝΤ, και στο οποίο συμμετείχα, ορισμένα μέλη υποστήριξαν ότι έλειπε από το πρόγραμμα ένα ουσιαστικό στοιχείο για την επιτυχή εφαρμογή του, δηλαδή το στοιχείο της αναδιάρθρωσης του χρέους, το οποίο έκριναν ως μη βιώσιμο. Στις ανησυχίες αυτές των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου οι εμπειρογνώμονες μας πληροφόρησαν ότι η αναδιάρθρωση του χρέους αποκλείστηκε από τις ίδιες τις ελληνικές αρχές».
Παρά τις προειδοποιήσεις για τη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή βέβαια αλλά και τους φόβους του ΔΝΤ … για αποτυχία του προγράμματος και οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις δεν άλλαξαν πολλά πράγματα.
Επίσης, επιστρέφοντας στο 2015, το ίδιο το ΔΝΤ εξακολουθεί να προτείνει περισσότερα δάνεια (αυτή τη φορά μόνο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς) για να αποπληρωθούν όλοι οι πιστωτές – μεταξύ αυτών και το ίδιο το Ταμείο. Επίσης το ζήτημα του χρέους είναι ακόμα επίκαιρο… αλλά και ταυτόχρονα «ταμπού» για την Ευρωζώνη, καθώς πλέον το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα, δηλαδή της ΕΚΤ και των κρατών μελών της Ε.Ε., γεγονός που απομακρύνει το ενδεχόμενο «κουρέματος» του.
Παράλληλα η νέα ελληνική κυβέρνηση, αν και άνοιξε το θέμα του χρέους εσωτερικά, δεν κατάφερε, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, να θέσει το ζήτημα σε μια νέα βάση…γκρεμίζοντας τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους εταίρους. Πλέον, μετά και τη μείωση των επιτοκίων, το ελληνικό χρέος πληρώνεται μεν πιο φθηνά και ίσως να αρκεί μια επιμήκυνση του σε συνδυασμό με ισοσκελισμένα δημοσιονομικά αποτελέσματα για να εξυπηρετηθεί, όμως ακόμα και αυτή η μεσοβέζικη… λύση έχει παραπεμφθεί για αργότερα και πολλοί υποστηρίζουν ότι, αν και αποτελεί μια έμμεση αναδιάρθρωση, δεν μπορεί να επιλύσει ριζικά το θέμα της βιωσιμότητάς του.
Η διαφορά με το 2010; Ότι η Ελλάδα έχει δανειστεί πάνω από 240 δισ. ευρώ και έχει και συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.