Του Γαβριήλ Σακελλαρίδη
Δυόμισι χρόνια έχουν περάσει από τότε που η πολιτική της πιο σκληρής λιτότητας έγινε το συνώνυμο της άσκησης οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα και πλέον είναι εύκολο να βγουν τεκμηριωμένα συμπεράσματα για το κατά πόσο η πολιτική αυτή πέτυχε ή απέτυχε. Η απάντηση λοιπόν είναι εύκολη. Απέτυχε με βάση τους ρητούς στόχους της τρόϊκα και της ελληνικής κυβέρνησης για δημοσιονομική προσαρμογή, μείωση του δημόσιου χρέους, ανάκτηση της φερεγγυότητας του ελληνικού Δημοσίου και επιστροφή στις αγορές ομολόγων.
Το περίεργο είναι ότι, ενώ στο τέλος του 2013, η ελληνική οικονομία μπορεί να έχει χάσει μέχρι και το 30% του ΑΕΠ της από το 2008, κανείς από τους βασικούς «παίκτες» στο πεδίο της χάραξης πολιτικής δεν δείχνει διατεθειμένος να παραδεχτεί το αυτονόητο: ότι το μοντέλο απέτυχε και ότι η οικονομική πολιτική πρέπει να επανασχεδιαστεί ώστε να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία. Και το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Είναι άσχετοι; Είναι εμμονικοί; Έχουν επιλέξει να καταστρέψουν την Ελλάδα επειδή την εποφθαλμιούν για τον ήλιο της και την παράδοσή της;
Άσχετοι σίγουρα δεν είναι (τουλάχιστον όχι όλοι). Εμμονικοί είναι σίγουρα. Και φυσικά δεν έχουν βάλει στο στόχαστρο την Ελλάδα επειδή για κάποιον απροσδιόριστο λόγο το «ελληνικό δαιμόνιο» τους έχει μπει στο μάτι. Τότε τι συμβαίνει; Γιατί συνεχίζουν;
Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί είναι πολλές. Ο Γ. Βαρουφάκης σε πρόσφατο άρθρο του («Η εμμονή του κ. Τόμσεν»), ανάμεσα σε άλλα υποστηρίζει ότι «η ιδεολογία τυφλώνει ακόμα και τους τεχνοκράτες». Σύμφωνα με τον πάντα εύστοχο οικονομολόγο, όταν κάποιοι τεχνοκράτες έχουν αναδειχθεί μέσα από ένα σύστημα το οποίο προσεγγίζει την πραγματικότητα με ένα συγκεκριμένο τρόπο, κι όταν η προσέγγισή τους δεν τελεσφορεί, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ –αλλά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ– έχουν εκπαιδευτεί σε πανεπιστήμια με κύρος και έχουν υιοθετήσει ένα πλέγμα τεχνικών εργαλείων και υποθέσεων για να υποστηρίξουν μια οικονομική θεωρία που υποτίθεται ότι εξηγεί τον κόσμο. Όταν η θεωρία παύει να τον εξηγεί, είναι πολύ δύσκολο να το παραδεχτούν.
Ο Πωλ Κρούγκμαν, από την άλλη, στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Τέλος στην ύφεση τώρα! (βλ. βιβλιοκριτική από τον Πέτρο Σταύρου στις Αναγνώσεις της Αυγής) υποστηρίζει ότι η λιτότητα επιβάλλεται παρά τις καταστροφικές της επιπτώσεις επειδή υπάρχει ένα κοινό πλέγμα συμφερόντων ανάμεσα σε αυτούς που επωφελούνται από τη λιτότητα (χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι πλούσιοι κτλ), αυτούς που χαράσουν πολιτικοί (ακαδημαϊκή κοινότητα, think tanks κτλ) και αυτούς που την ασκούν (κυβερνήσεις, υπερεθνικοί οργανισμοί). Κάτι τέτοιο είναι πολύ σημαντικό να γράφεται από έναν ακαδημαϊκό του επιπεδου του Κρούγκμαν. Ο ίδιος τονίζει σε άρθρο του στους New York Times (Europe΄s Austerity Madness) ότι η ιδεολογική προσκόλληση στη λιτότητα οδηγεί την Ευρωζώνη στη διάλυση.
Αντίστοιχα επιχειρήματα μπορεί κανείς να βρει πολλά στη διεθνή συζήτηση. Και είναι όλα σωστά. Δίνουν όμως τη συνολική εικόνα ή λείπει ένα βασικό κομμάτι, χωρίς το οποίο η λογική της λιτότητας εξακολουθεί να φαίνεται παράλογη; Για παράδειγμα, έστω ότι ισχύουν όλα τα παραπάνω επιχειρήματα: δεν αντιλαμβάνεται το πολιτικό σύστημα και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί ότι αυτή λιτότητα ρίχνει λάδι στη φωτιά και οξύνει τις κοινωνικές εκρήξεις; Δεν αντιλαμβάνονται ότι με αυτό τον τρόπο θα καταρρεύσουν όλοι μαζί και «θα έρθει ο Τσίπρας»; Αυτά τα ερωτήματα θέτουν διάφοροι κονδυλοφόροι του συστήματος, που εσχάτως ανακάλυψαν τη γοητεία του να τα χώνεις στον Τόμσεν (βλέπε το πάνελ των ειδήσεων του Mega).
Κι όμως υπάρχει και κάτι άλλο πίσω από τη λογική της λιτότητας, χωρίς το οποίο ο υπαρκτός καπιταλισμός κινδυνεύει: ο στόχος της κερδοφορίας (διαβάστε το καλό σχετικό άρθρο του Γ. Μηλιού στην Αυγή). Εντός καπιταλισμού, το ποσοστό κέρδους είναι βασική μεταβλητή που προσδιορίζει τις επενδύσεις, την ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας (μέχρι, βεβαίως, ενός σημείου). Η ενεργός ζήτηση ανάλογα με τις συνθήκες μπορεί να βοηθήσει στην αύξηση του ποσοστού κέρδους, αλλά μπορεί και να την εμποδίσει. Η ζήτηση είναι λοιπόν ένα εν δυνάμει μέσο για την αύξηση της κερδοφορίας, όχι αυτοσκοπός στα πλαίσια του καπιταλισμού. Έτσι στην εποχή του «χρυσού αιώνα του καπιταλισμού» η αύξηση της ζήτησης βοηθούσε στην αύξηση του ποσοστού κέρδους, σε μια οικονομία που είχε καταστρέψει τεράστιο απόθεμα από το φυσικό της κεφάλαιο κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η αύξηση της ενεργού ζήτησης ως μέσο για την αύξηση της κερδοφορίας δεν είναι εφικτή, αφού πλέον υπάρχει άφθονο κεφάλαιο συσσωρευμένο. Και από τη στιγμή που ο πόλεμος δεν αποτελεί επιλογή για την καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου (ελπίζουμε τουλάχιστον…), η σκληρή λιτότητα είναι το μόνο μέσο για την αύξηση της κερδοφορίας.
Η λογική του Μνημονίου εξυπηρετεί αυτό τον υπόρρητο στόχο στην ελληνική οικονομία, δηλαδή την αύξηση του κέρδους. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το αποκαλυπτικό Διάγραμμα 17 (σελ. 82) της Ετήσιας Έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για το 2012. Πώς επιτυγχάνεται αυτό;
* Με την μείωση των κατώτατων μισθών και όλου του πλέγματος εργασιακών σχέσεων που προστατεύουν την εργασία. Ο κ. Βρούτσης έχει επιδοθεί με μεγάλη προσήλωση σε αυτό το σκοπό, σε αγαστή συνεργασία με το ΣΕΒ και την τρόικα, με σκοπό τη δημιουργία φθηνού εργατικού δυναμικού μέσω της μείωσης του κόστους του μεταβλητού κεφαλαίου.
* Με τις ιδιωτικοποίησεις. Με αυτό τον τρόπο περνούν κερδοφόρες δραστηριότητες του δημοσίου στην ιδιωτική σφαίρα, μετατρέποντας την μη παραγωγική εργασία σε παραγωγική (με όρους μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και όχι λαϊκίστικης φυλλάδας που θεωρεί τους δημόσιους υπαλλήλους αντιπαραγωγικούς), αυξάνοντας έτσι τα ποσοστά κέρδους.
* Με την προλεταροποίηση των αυταπασχολούμενων και της μικρής ιδιοκτησίας. Το χτύπημα που επιφέρει το Μνημόνιο σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες δεν είναι άσχετο με την ανάγκη για αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η ανάγκη για συγκεντροποίηση του κεφαλαίου εμποδίζεται από την ύπαρξη πληθώρας μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, επομένως το κλείσιμό τους είναι ουσιώδους σημασίας για τον ελληνικό καπιταλισμό (το είχε άλλωστε επισημάνει και η έκθεση της McKinsey για λογαριασμό του ΣΕΒ για το «νέο μοντέλο ανάπτυξης»)
* Με διάλυση του κοινωνικού κράτους. Με αυτό τον τρόπο, οι επιχειρήσεις από την μία ελαφρύνονται από τις εισφορές που πληρώνουν ενώ η μείωση των δημόσιων δαπανών για κοινωνικό κράτος ενισχύουν την αναστροφή της τάσης για αποεμπορευματοποίηση της εργασίας που είχε επιτύχει η άνοδος του κοινωνικού κράτους, όπως είχε επισημάνει ο Esping-Andersen στο κλασικό έργο για το κοινωνικό κράτος The Three Worlds of Welfare Capitalism (1990).
Δεν είναι τρελοί, λοιπόν, όσοι επιμένουν στην πολιτική λιτότητας. Απλά αντιλαμβάνονται πως ο καπιταλισμός την έχει ανάγκη για να επιβιώσει. Αν αυξηθούν σημαντικά τα ποσοστά κερδοφορίας, μπορεί να έλθουν και οι επενδύσεις και να ξεφύγουμε και από την ύφεση. Μόνο που τότε η περιγραφή του Ένγκελς για τις συνθήκες της εργατικής τάξης στην Αγγλία, που γράφτηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, θα προσιδιάζει πολύ με τις συνθήκες στην Ελλάδα το 2015.
Πηγή: www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.