Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Munchau: Η Αθήνα δεν έχει τίποτα να χάσει από το «όχι»

Στο 12,6% το συνολικό «χτύπημα» στο ελληνικό ΑΕΠ από την αποδοχή της πρότασης των δανειστών, εκτινάσσοντας το δείκτη χρέους. Από την άλλη, εάν κηρύξει στάση πληρωμών προς τον επίσημο τομέα, Γαλλία και Γερμανία χάνουν 160 δισ. Τα δυο ακραία σενάρια και η στάση του Τσίπρα.
Munchau: Η Αθήνα δεν έχει τίποτα να χάσει από το «όχι»
Φτάσαμε λοιπόν σε αυτό το σημείο. Είπαν στον Αλέξη Τσίπρα το περίφημο «take it or leave it». Τι θα έπρεπε να κάνει;
Πρώτον, θα πρέπει να συγκρίνουμε τα δυο ακραία σενάρια: Να αποδεχτεί την τελική προσφορά των δανειστών ή να φύγει από την Ευρωζώνη. Αποδεχόμενος την προσφορά, θα πρέπει να συμφωνήσει σε μια δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως του 1,7% του ΑΕΠ εντός έξι μηνών.
Ο συνάδελφός μου, Martin Sandbu, υπολόγισε πώς θα επηρεάζει μια προσαρμογή τέτοιας κλίμακας το ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας. Επέκτεινα τον υπολογισμό για να συμπεριλάβω ένα πρόγραμμα αναπροσαρμογής τεσσάρων ετών, όπως απαιτούν οι δανειστές. Με βάση αυτόν, φθάνω σε ένα νούμερο σωρευτικού πλήγματος της τάξης του 12,6% του ΑΕΠ στην τετραετία. Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα πλησιάσει το 200%.
Το συμπέρασμά μου είναι ότι η αποδοχή του προγράμματος θα αποτελέσει μια διπλή αυτοκτονία – για την ελληνική οικονομία και για την πολιτική καριέρα του Ελληνα πρωθυπουργού.
Εχει καλύτερα αποτελέσματα το άλλο ακραίο σενάριο του Grexit: Σίγουρα, για τρεις λόγους.
Η πιο σημαντική επίπτωση είναι ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να ξεφορτωθεί όλη αυτή την τρελή δημοσιονομική προσαρμογή. Η χώρα θα πρέπει και πάλι να «τρέξει» με ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, που θα απαιτήσει μια έκτακτη αναπροσαρμογή, αλλά αυτό είναι όλο.
Η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε έναντι όλων των πιστωτών του επίσημου τομέα –το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταερότητας (ESM), και στα διμερή δάνεια από τις χώρες της ευρωζώνης. Όμως θα εξυπηρετεί όλα τα δάνεια από τον ιδιωτικό τομέα, με το στρατηγικό στόχο να επανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές μετά από λίγα χρόνια.
Ο δεύτερος λόγος είναι η μείωση του ρίσκου. Μετά το Grexit κανείς δεν θα χρειάζεται να φοβάται το ρίσκο νέας υποτίμησης. Επίσης η πιθανότητα ξεκάθαρης χρεοκοπίας θα μειωθεί κατά πολύ καθώς η Ελλάδα θα έχει κηρύξει ήδη στάση πληρωμών επί των χρεών προς τον επίσημο τομέα και θα έχει κάθε λόγο να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των ιδιωτών επενδυτών.
Ο τρίτος λόγος είναι η επίπτωση στην εξωτερική θέση της οικονομίας. Σε αντίθεση με τις μικρές οικονομίες της βόρειας Ευρώπης, η Ελλάδα είναι μια σχετικά κλειστή οικονομία. Σχεδόν τρία τέταρτα του ΑΕΠ βρίσκονται εντός της χώρας. Από το ¼ που δεν βρίσκεται εντός, τα περισσότερα κεφάλαια έρχονται από τον τουρισμό, που θα επωφεληθεί από μια υποτίμηση. Η συνολική επίπτωση της υποτίμησης δεν θα είναι τόσο ισχυρή όσο θα ήταν για μια ανοιχτή οικονομία όπως η Ιρλανδία αλλά θα είναι επωφελής σε κάθε περίπτωση.
Από τις τρεις επιπτώσεις, η πρώτη είναι η πιο σημαντική βραχυπρόθεσμα, ενώ η δεύτερη και η τρίτη θα κυριαρχήσουν σε πιο μακροχρόνια βάση.
Το Grexit βέβαια έχει παγίδες, κυρίως βραχυπρόθεσμα. Η απότομη εισαγωγή ενός νέου νομίσματος θα είναι χαοτική. Η κυβέρνηση μπορεί να αναγκαστεί να επιβάλλει κεφαλαιακούς ελέγχους και να κλείσει τα σύνορα.
Οι απώλειες την πρώτη χρονιά θα είναι μεγάλες, αλλά μόλις κοπάσει το χάος η οικονομία θα ανακάμψει γρήγορα.
Η σύγκριση αυτών των δύο σεναρίων μου θυμίζει την παρατήρηση του Γούινστον Τσόρτσιλ ότι το να είναι κανείς μεθυσμένος περνάει σταδιακά, σε αντίθεση με το να είναι κανείς άσχημος. Το πρώτο σενάριο είναι απλά άσχημο και θα παραμείνει έτσι. Το δεύτερο προκαλεί ένα δυνατό πονοκέφαλο που ακολουθείται από μια κάποια νηφαλιότητα.
Οπότε αν αυτή ήταν η επιλογή, οι Έλληνες θα είχαν ένα εύλογο λόγο να προτιμήσουν το Grexit. Αλλά αυτή δεν είναι η επιλογή που θα κάνουν αυτή την εβδομάδα. Η επιλογή είναι ανάμεσα στην αποδοχή ή την απόρριψη της πρότασης των δανειστών. Το Grexit είναι ένα πιθανό αλλά όχι και αναγκαίο συνεπακόλουθο της επιλογής αυτής.
Αν ο κ. Τσίπρας έλεγε όχι στην προσφορά και έχανε την τελευταία διορία - την συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις 18 Ιουνίου - θα κατέληγε στην αθέτηση πληρωμών σε λήξεις χρέους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Στο σημείο εκείνο η Ελλάδα θα ήταν ακόμα μέσα στην ευρωζώνη και θα αναγκαζόταν να φύγει αν η ΕΚΤ μείωνε την ροή της ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες κάτω από ένα ανεκτό όριο. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί, αλλά δεν είναι δεδομένο.
Οι πιστωτές της ευρωζώνης μπορεί να αποφασίσουν ότι είναι προς το συμφέρον τους να μιλήσουν στο σημείο εκείνο για μια ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Απλά αναλογιστείτε την θέση τους. Αν η Ελλάδα χρεοκοπήσει σε όλο το χρέος του επίσημου τομέα, η Γαλλία και η Γερμανία μόνο θα έχαναν περίπου 160 δισ. ευρώ. Οι Άγγελα Μέρκελ και Φρασνουά Ολάντ θα έμεναν στην ιστορία ως οι ηγέτες που υπέστησαν την μεγαλύτερη χρηματοοικονομική ζημιά.
Οι πιστωτές απορρίπτουν οποιοδήποτε διάλογο για την ελάφρυνση χρέους τώρα, αλλά τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν μόλις η Ελλάδα αρχίσει να αθετεί πληρωμές. Αν διαπραγματευτούν, όλοι θα επωφεληθούν. Η Ελλάδα θα παραμείνει στην ευρωζώνη, από την στιγμή που η δημοσιονομική προσαρμογή για την εξυπηρέτηση ενός μικρότερου χρέους θα ήταν πιο ανεκτή. Οι πιστωτές θα είχαν την δυνατότητα να ανακτήσουν ορισμένες από τις βέβαιες, σε διαφορετική περίπτωση, ζημίες.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα δεν μπορεί να χάσει αν απορρίψει την προσφορά αυτής της εβδομάδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.