Ο κόσμος αντέδρασε με τρόμο απέναντι στη δολοφονική επίθεση στη γαλλική σατιρική εφημερίδα Charlie Hebdo. Στους New York Times, ο βετεράνος Ευρωπαίος ανταποκριτής, Steven Erlanger, περιέγραψε με γλαφυρότητα τον άμεσο αντίκτυπο, αυτό που πολλοί αποκαλούν «11η Σεπτεμβρίου της Γαλλίας», ως «μια μέρα με σειρήνες, ελικόπτερα στον αέρα και ξέφρενα δελτία ειδήσεων, με τις αστυνομικές προστατευτικές ταινίες και τα ανήσυχα πλήθη, με το αίμα και τον τρόμο μέσα και γύρω από το Παρίσι». Η τεράστια διεθνής κατακραυγή συνοδεύτηκε από μια αντανάκλαση των βαθύτερων αιτιών που οδήγησαν σε αυτή την ωμότητα. «Δεν είναι λίγοι εκείνοι που διαβλέπουν μια Μάχη μεταξύ Πολιτισμών», έγραφε ο τίτλος ενός άρθρου στους New York Times.
Η αντίδραση και η αποστροφή για το έγκλημα που συντελέστηκε είναι δικαιολογημένη, καθώς είναι η αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών, εφόσον έχουμε σταθερά κατά νου ορισμένες αρχές. Η αντίδραση έπρεπε να είναι απολύτως ανεξάρτητη από το τι πιστεύει κανείς για την εφημερίδα και για το τι προϊόν παράγει. Το παθιασμένο και πανταχού παρόν σύνθημα «Je Suis Charlie» αλλά και όλα τα παρόμοια με αυτό, δεν θα πρέπει ούτε κατά διάνοια να υπαινίσσονται οποιαδήποτε ταύτιση με το εν λόγω περιοδικό, τουλάχιστον ως προς το πλαίσιο της υπεράσπισης της ελευθερίας του λόγου. Αντίθετα, θα έπρεπε να εκφράζουν την υπεράσπιση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης ασχέτως του τι πιστεύει κανείς για τα περιεχόμενα, ακόμη κι αν αυτά θεωρούνται μισητά κι αχρεία.
Ο Erlanger περιγράφει ζωηρά τη σκηνή της φρίκης. Επικαλείται τα λόγια ενός δημοσιογράφου που επέζησε και είχε δηλώσει: «Όλα ήταν σμπαραλιασμένα. Δεν υπήρχε πουθενά διέξοδος. Υπήρχε καπνός παντού. Ήταν τρομερό. Κόσμος ούρλιαζε. Έμοιαζε με εφιάλτη». Ένας άλλος δημοσιογράφος που επίσης γλίτωσε ανέφερε: «Έγινε μια τεράστια έκρηξη και μετά όλα σκοτείνιασαν». «Η σκηνή», όπως μετέδωσε ο Erlanger, «έμοιαζε πολύ με ένα σκηνικό όπου υπάρχουν σπασμένα τζάμια, διαλυμένοι τοίχοι, κομμάτια ξύλου ανάκατα, καμένη μπογιά και συναισθηματική συντριβή». Τουλάχιστον δέκα άτομα αναφέρεται πως σκοτώθηκαν επί τόπου κατά την έκρηξη, με άλλους 20 να αγνοούνται, «πιθανώς θάφτηκαν στα ερείπια».
Ωστόσο, αυτές οι δηλώσεις, όπως μας θυμίζει ο ακούραστος David Peterson, δεν προέρχονται από τα γεγονότα του Ιανουαρίου του 2015. Αντίθετα, προέρχονται από ένα ρεπορτάζ του Erlanger στις 24 Απριλίου 1999, το οποίο έπαιξε μόλις στην 6η σελίδα των New York Times και στο οποίο δεν δόθηκε η σημασία που δόθηκε στην επίθεση στη Charlie Hebdo. Το ρεπορτάζ του Erlanger αναφερόταν σε «μια πυραυλική επίθεση του ΝΑΤΟ (δηλαδή των ΗΠΑ) κατά του κτιρίουτης κρατικής τηλεόρασης της Σερβίας, η οποία έθεσε εκτός λειτουργίας το εθνικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο της χώρας».
Τότε, υπήρξε επίσημη δικαιολόγηση για την επίθεση. «Νατοϊκοί και Αμερικανοί αξιωματούχοι υπεραμύνθηκαν της επίθεσης», αναφέρει ο Erlanger, «ως μια προσπάθεια υπονόμευσης του καθεστώτος του Πρόεδρου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στη Γιουγκοσλαβία». Ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου, Kenneth Baco, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στην Ουάσιγκτον ότι «η σερβική τηλεόραση αποτελεί ως επί το πλείστον μέρος της δολοφονικής μηχανής του Μιλόσεβιτς, όπως είναι και ο στρατός του», δικαιολογώντας, έτσι, τη νομιμότητα της επίθεσης εναντίον του συγκεκριμένου στόχου.
Υπό το πρίσμα αυτό, μπορούμε αμέσως να κατανοήσουμε το σχόλιο στους New York Times από το δικηγόρο και γνωστό υπερασπιστή των ατομικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας της έκφρασης, Floyd Abrams, ότι η επίθεση στη Charlie Hebdo «είναι η πλέον απειλητική επίθεση εναντίον της δημοσιογραφίας, απ’όσο μπορεί κανείς να εγγράψει στη ζώσα μνήμη». Και είναι αρκετά σωστός σε ό,τι αφορά τη «ζώσα μνήμη», η οποία τοποθετεί τις επιθέσεις εναντίον της δημοσιογραφίας αλλά και τις τρομοκρατικές πράξεις στις κατηγορίες που τους αρμόζουν: Τις δικές τους, οι οποίες είναι αποκρουστικές και τις δικές μας που είναι ενάρετες και εύκολα αποδεσμεύονται από τη ζώσα μνήμη.
Μπορούμε επιπλέον να θυμηθούμε ότι αυτή είναι μόνο μία από τις πολλές επιθέσεις των Ενάρετων στην ελεύθερη έκφραση. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω ένα και μόνον παράδειγμα, το οποίο διαγράφηκε πολύ εύκολα από τη «ζώσα μνήμη», η επίθεση των αμερικανικών δυνάμεων στη Φαλούτζα το Νοέμβριο του 2004, ένα από τα χειρότερα εγκλήματα της εισβολής στο Ιράκ, που ξεκίνησε με την κατοχή του Γενικού Νοσοκομείου της Φαλούτζα. Βεβαίως, επρόκειτο για στρατιωτική κατοχή του νοσοκομείου, ένα σοβαρό έγκλημα πολέμου από μόνο του, ακόμα και πέρα από τον τρόπο που εξελίχθηκε, ένα έγκλημα που προβλήθηκε με ήπιο τρόπο σε πρωτοσέλιδο των New York Times, συνοδευόμενο από μια φωτογραφία που απεικόνιζε το έγκλημα.
Το ρεπορτάζ έγραφε ότι «ασθενείς και υπάλληλοι του νοσοκομείου οδηγήθηκαν έξω από τους θαλάμους από πάνοπλους στρατιώτες και διατάχθηκαν να καθίσουν ή να πέσουν στο έδαφος, τη στιγμή που οι στρατιώτες έδεναν τα χέρα τους πίσω από τις πλάτες τους». Τα εγκλήματα απεικονίζονται ως απολύτως δικαιολογημένα: «Μέσω της επίθεσης αυτής, οι αξιωματικοί δήλωσαν ότι εξόντωσαν ένα βασικό όπλο προπαγάνδας των μαχητών: το Γενικό Νοσοκομείο Φαλούτζα αλλοίωνε συστηματικά τον αριθμό των απωλειών των αμάχων».
Προφανώς, σε μια τέτοια υπηρεσία προπαγάνδας δεν θα μπορούσε να επιτραπεί η διασπορά της χυδαίας αισχρολογίας της. (Μετάφραση - Νοηματική απόδοση στα ελληνικά: Χρήστος Θ. Παναγόπουλος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.