Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Η πολιτική στρατηγική της δικομματικής κυβέρνησης

HiRes

«…Με άλλα λόγια διατυπωμένο, η διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης αντανακλά το πολιτικά μείζον γεγονός, το οποίο συντελούμενο στο «χώρο» του Κοινοβουλίου, συγκροτεί τα χαρακτηριστικά οργάνωσης και συνάρθρωσης συγκεκριμένων ταξικών (αστικών) συμφερόντων, μετατοπιζόμενο με αυτόν τον τρόπο και στο πεδίο της κοινωνικής δομής…»

του Σίμου Ανδρονίδη
Η «νέα» πολιτική στρατηγική της δικομματικής κυβέρνησης (Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ) ορίζεται κύρια από την πρόταση και την διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, μία διαδικασία που θα ξεκινήσει σε λίγες ημέρες στο Κοινοβούλιο. Μία κίνηση πολιτικής στρατηγικής και «τακτικής» που κινείται σε μία δομική «τροχιά» απόκλισης από τα συμφέροντα του λαϊκού-εργατικού μπλοκ. Η δικομματική κυβέρνηση επιδιώκει την μετατόπιση της πολιτικής διαπάλης και αντιπαράθεσης στο «χώρο» του Κοινοβούλιο επιδιώκοντας να ανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία των κινήσεων από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Πέρα και πάνω από την πολιτική στρατηγική της δικομματικής κυβέρνησης, πέρα και πάνω από τις τρέχουσες δημοσιογραφικές ερμηνείες η συγκεκριμένη κίνηση δεν αποσκοπεί στη συσπείρωση των κοινοβουλευτικών ομάδων των δύο κομμάτων (Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ). Αντιθέτως, θα λέγαμε πως η διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, ή μάλλον ή πολιτική «σημαντικότητα» της συγκεκριμένης κίνησης έγκειται στην προσίδια και δομική κοινοβουλευτική «εμφάνιση» και «ενιαιοποίηση» των δύο κομμάτων. Ο τύπος, η μορφή του «ενιαίου-κρισιακού» κρατικού κόμματος αίρει και ενσωματώνει τις διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές των δύο κομμάτων (Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ).

Η καταστατική τους συγκρότηση αφίσταται εκείνων των βασικών και θεμελιωδών πολιτικών χαρακτηριστικών που όριζαν και προσδιόριζαν συνάμα τους πολιτικούς οργανισμούς της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ. Η προσίδια μορφή του «ενιαίου-κρισιακού» κομματικού τύπου τείνει να προσλάβει δομικά και «ολικά» χαρακτηριστικά κύρια μετά την αποχώρηση της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜ.ΑΡ) από την κυβέρνηση τον Ιούνιο του 2013. (Με αφορμή το κλείσιμο της ΕΡΤ).

Πλέον η συγκρότηση των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων (Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ) «φιλτράρεται» και διαμεσολαβείται μέσω της απόκτησης μίας συγκεκριμένης «υλικότητας» άσκησης και διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, μία «υλικότητα» η οποία αίρει πολιτικές, προγραμματικές και ιδεολογικές διαφορές και μετουσιώνεται στο πεδίο της μετουσίωσης κοινωνικών στοχεύσεων και στοχοθετήσεων σε συγκεκριμένες και «απτές» πολιτικές. Με την διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, η προσίδια και δομική κομματική «ολότητα» θα μετατοπιστεί στο κοινοβουλευτικό-νομοθετικό πεδίο, παράγοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και σταδιακή αποκρυστάλλωση μίας διφυούς πολιτικής απεύθυνσης και έδρασης. Με αυτόν τον τρόπο, θα λέγαμε πως: 1. Η «ενιαία-κρισιακή» κρατική ολότητα άπτεται πολύ συγκεκριμένων πολιτικών καθηκόντων και στοχεύσεων, λαμβάνοντας τα χαρακτηριστικά μίας κυβερνητικής «πράξης» που ορίζει και νοηματοδοτεί τα δύο κόμματα, τα οποία όμως, στο «επικαθορισμένο» πεδίο της βαθιάς οικονομικής κρίσης δρουν ως ένας «ενιαίος» κρισιακός κομματικός τύπος, 2. Σε αυτό το πλαίσιο, η δράση τους μετατοπίζεται δομικά στο «χώρο» του Κοινοβουλίου, στο χώρο όπου η «νέα» και προσίδια «υλικότητα» της εξουσίας τείνει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός βαθιά πολιτικού νομιμοποιητικού επιχρίσματος. Έτσι, η «ενιαία» και κρισιακή κομματική μορφή άπτεται των διαδικασιών κομματικής και πολιτικής «ενιαιοποίησης» και στο «χώρο» του Κοινοβουλίου.

Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης δεν αθροίζεται ποσοτικά και αριθμητικά (στοίχιση και συσπείρωση των Κοινοβουλευτικών ομάδων των κυβερνητικών κομμάτων), αλλά κύρια νοείται ως διαδικασία επαναχάραξης των ορίων και των δυνατοτήτων άσκησης πολιτικής. Κύρια νοείται ως επιδίωξη οργάνωσης και ρύθμισης της «υλικότητας» της εξουσίας, η οποία, θέλοντας να λάβει ένα κοινοβουλευτικό (πλειοψηφικό) νομιμοποιητικό επίχρισμα κινείται στο πεδίο της αντανάκλασης αυτής της πολιτικής διαδικασίας στο πεδίο της κοινωνικής «ολότητας», με τους όρους όμως μίας προσίδιας «κυριαρχικότητας» του αστικού μπλοκ εξουσίας.

Με άλλα λόγια διατυπωμένο, η διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης αντανακλά το πολιτικά μείζον γεγονός, το οποίο συντελούμενο στο «χώρο» του Κοινοβουλίου, συγκροτεί τα χαρακτηριστικά οργάνωσης και συνάρθρωσης συγκεκριμένων ταξικών (αστικών) συμφερόντων, μετατοπιζόμενο με αυτόν τον τρόπο και στο πεδίο της κοινωνικής δομής. Το «ενιαίο-κρισιακό» κόμμα συγκροτεί τον πολιτικό «χρόνο» και τον πολιτικό «χώρο» παράγοντας τους όρους μίας δομικής σύγκλισης του με την κοινωνική «κίνηση» του άρχοντος συγκροτήματος εξουσίας. Δεν θα πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι κατά την συζήτηση στη Βουλή για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, «ενεργοποιούνται» τα αμυντικά και «φοβικά» χαρακτηριστικά των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.

Έτσι, αυτοί οι ιδεολογικοί μηχανισμοί (ΜΜΕ), κινούμενοι στο γνωστό μοτίβο της διασφάλισης της κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας λειτουργούν ως δρώντα οργανικά «υποσύνολα» του «ενιαίου-κρισιακού» κομματικού υποδείγματος. Η προσπάθεια της δικομματικής κυβέρνησης να διαμορφώσει με τους δικούς της όρους το πολιτικό παίγνιο, γίνεται αντιληπτή όχι με τους όρους μίας απλής αριθμητικής στοίχισης, αλλά με τους όρους μίας δεδομένης «υλικότητας» και «τοπικότητας» της εξουσίας.

Οι άξονες «υλικότητα» και «τοπικότητα» αντιστοιχούν στους εξής δύο άξονες: 1. Στο πεδίο της άρθρωσης και συνάρθρωσης κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων, («υλικότητα») τόσο κυβερνητικά όσο και κοινοβουλευτικά, (πολιτική ώσμωση, και, 2. στο πεδίο της δεδομένης «τοπικότητας», μία «τοπικότητα» που αρθρώνεται και ανάγεται ακριβώς στην προσπάθεια περαιτέρω επιβολής μίας συγκεκριμένης οικονομικής διαχείρισης, η οποία έχει αποκληθεί σχηματικά «Μνημονιακή». Με έναν άλλο τρόπο, η «τοπικότητα», ο «τόπος» ως άσκηση πολιτικής, νοούνται ως ο πολιτικός «επικαθορισμός» του άρχοντος συγκροτήματος εξουσίας.

Η κοινωνική κίνηση του μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων αποκλίνει δομικά από τις «κοινοβουλευτικές» επιδιώξεις της δικομματικής κυβέρνησης. Αντιθέτως, οργανώνεται και ρυθμίζεται στο «χώρο» του κοινωνικού, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την μετατόπιση του στο Κοινοβουλευτικό πεδίο ως «πίεση» και σύγκρουση αντιτιθέμενων και αποκλινόντων κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων. Η πολιτική κίνηση της δικομματικής κυβέρνησης δεν θεωρούμε ότι μπορεί να διαμορφώσει τους όρους επηρεασμού του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, ούτε ως «στοίχιση» προσώπων (βουλευτών) ούτε ως κίνηση ανάκτησης της πολιτικής πρωτοβουλίας, καθότι το μόνο που καταφέρνει είναι να «περιχαρακώνει» έτι περαιτέρω τον «χώρο» έκφρασης του «ενιαίου-κρισιακού» κόμματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.