«…Ένας κόσμος καταρρέει και ένας άλλος διακυβεύεται. Διακυβεύεται γι αυτούς που αποπειράθηκαν να συλλέξουν τα άπειρα θραύσματα του νέου κόσμου, προκειμένου να τον αναγνώσουν. Και διεκδικείται από όλους…»
της Μαριλένας Καρρά
Το Παρίσι συνιστά την εικόνα μιας καταστροφής. Μέσα από τα ερείπια αναδεικνύεται -ίσως- ως το πιο δυναμικό και βίαιο πεδίο μάχης του 19ου αιώνα. Ένα πεδίο μάχης ανάμεσα στους πρωτοαναδυόμενους πολιτικούς αντιπάλους του καπιταλιστικού κόσμου. Ένα πεδίο μάχης μεταξύ της θεολογίας από την μία, και των μηχανισμών από την άλλη. Ένα πεδίο μάχης μεταξύ του γραμμικού λόγου και της εικόνας. Του μύθου και της ιστορίας. Του εμπορεύματος και της ανθρώπινης χειραφέτησης.
Ένας κόσμος καταρρέει και ένας άλλος διακυβεύεται. Διακυβεύεται γι αυτούς που αποπειράθηκαν να συλλέξουν τα άπειρα θραύσματα του νέου κόσμου, προκειμένου να τον αναγνώσουν. Και διεκδικείται από όλους. Αντικρουόμενες πολιτικές μερίδες, παρατάσσουν τις δυνάμεις τους. Είτε στο όνομα της μοναρχίας και της προστασίας της νομιμότητας, είτε στο όνομα του φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτισμού, είτε πίσω από τα οδοφράγματα των «τρομοκρατών της κοινωνικής ειρήνης» της γαλλικής πρωτεύουσας. Μεταξύ άλλων είναι και οι μποέμ που συγκαταλέγονται στα πιο ριζοσπαστικά και συγκρουσιακά πολιτικά υποκείμενα της εποχής. Η κοινωνική τους θέση επισφαλής. Η ζωή τους άτακτη, μοιάζει να επαφίεται στην τύχη. Οι συνθήκες του βίου τους είναι που προσδιορίζουν και τα χαρακτηριστικά αυτών των συνωμοτών της πόλης.
Το Παρίσι υπάγεται σε μια διαρκή μεταμόρφωση. Οι χώροι μεταμορφώνονται για να φιλοξενήσουν την πρωτοφανή συρροή εμπορευμάτων. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται, συμμετέχοντας στην ραγδαία μετατόπιση των ρόλων, των εμπειριών και των εικόνων. Οι μποέμ μεταμορφώνονται από τη μέρα έως τη νύχτα, οικειοποιούμενοι τις πολλαπλές εμπειρίες που έχει να τους προσφέρει η πόλη. Είναι εξτρεμιστές, θαμώνες στα σκοτεινά καπηλειά της Μονμάρτης και σε πορνεία στις όχθες του Σηκουάνα, είναι ρακοσυλλέκτες, είναι πλάνητες. Με λίγα λόγια, είναι οι συλλέκτες της μοντέρνας ζωής, στην οποία αναφερόταν ο Μπωντλαίρ. Ως ρακοσυλλέκτες αξιοποιούν τα «σκουπίδια» του υλικού κόσμου της βιομηχανίας, ως πλάνητες χάνονται μέσα στη μάζα «φωτογραφίζοντας» μνημονικά τις στοιχειώδεις χειρονομίες του πλήθους, τις στοιχειώδεις χειρονομίες της ζωής πίσω από τις οποίες βρίσκονται μεταμφιεσμένοι οι μύθοι της νεωτερικότητας. Οι μύθοι αυτοί δεν είναι παρά οι διαρκείς επαναλήψεις των σημείων εκείνων της παριζιάνικης καθημερινότητας που θεωρούνται σταθερά και αναλλοίωτα για τις μάζες. Με ποιο κεντρικό το σημείο εκείνο, που υπερασπίζεται την ιδέα της συνεχούς προόδου της νέας εποχής. Οι βιτρίνες φωτεινές και εντυπωσιακές, φιλοξενούν τη σύγχρονη μόδα αποκρύπτοντας τεχνηέντως τόσο τη σκόνη που πέφτει πάνω στα πολύτιμα αντικείμενα του βιομηχανικού κόσμου, όσο και την κυριαρχική δομή των ταξικών σχέσεων και την εξαθλίωση των μαζών. Μια κριτική των μύθων της μοντέρνας ζωής μοιάζει μάλλον με την εφεύρεση ενόςμηχανισμού, του οποίου το μαύρο κουτί, θα συλλέγει τις «άχρηστες» για τους υπερασπιστές της προόδου, εικόνες, που προσφέρει η αστική ζωή και που έμελλαν να σοκάρουν όχι μόνο τους πρώτους ανθρώπους που τις αντίκρισαν αλλά και πολλές κατοπινές γενιές, κατασκευάζοντας διαλεκτικά πλέγματα μεταξύ τους.
Οι εικόνες της πόλης, και κατεξοχήν η εικόνα του πλήθους, υπήρξε εμβληματική για την ποίηση του Μπωντλαίρ. Στα Άνθη του κακού, όμως, η κίνηση του πλήθους δεν αναπαρίσταται πουθενά. Συνιστά, όμως, κατά τη διατύπωση του W. Benjamin, το «κινούμενο πέπλο», μέσα από το οποίο ο Μπωντλαίρ είδε το Παρίσι. Είναι μια μάζαεσωτερική. Ο Μπωντλαίρ ως πλάνης, ως μποέμ, ως ρακοσυλλέκτης, ως τζογαδόρος, ως μοντέρνος άνθρωπος που προσλαμβάνει τον εφήμερο, ενίοτε τυχαίο, συμπτωματικό και θραυσματικό χαρακτήρα του καιρού του, επιτρέπει την υποβολή του στον παράγοντα του σοκ από τον βομβαρδισμό των άπειρων εικόνων. Και αυτό το σοκ συνιστά για τον ίδιο το κεντρικό στοιχείο της δημιουργικής διαδικασίας. Ο Μπωντλαίρ έρχεται να παραθέσει ένα έργο που δια της αλληγορίας και του λυρικού του χαρακτήρα, διατηρεί την κοινωνική του διάσταση. Η στροφή προς τα κοινωνικά ζητούμενα επιτελείται μέσα σε έναν χρόνο ανιστορικό, έναν χρόνο εκπραγματισμένο, κινητοποιούμενου μέσω αυτού που αργότερα ο Μ. Προυστ θα υποδείξει ως αθέλητη μνήμη. Η αρχαϊκή εικόνα μιας μονομαχίας είναι ικανή στον Μπωντλαίρ να μιλήσει αλληγορικά για την εργασία του ποιητή. Η εικόνα των άστρων που στέκουν όμοια και απαράλλακτα στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων είναι αντίστοιχα ικανή να μιλήσει για τον φετιχισμό του εμπορεύματος.
Ο Μπωντλαίρ θα αποτελέσει, εν τέλει, ένα εμβληματικό παράδειγμα των μοντέρνων χρόνων, καθώς επινοεί έναν λόγο που θα σταθεί ως σημαντικό πρωτο-υλικό για την κριτική των σύγχρονων κοινωνιών. Αποσπώντας τις στιγμές από το ιστορικό συνεχές, αποσπώντας τις εικόνες από τις ταξινομήσεις του κυρίαρχου λόγου της εξουσίας και παίζοντας σε ένα παιχνίδι μεταμορφώσεων και αλληγοριών, θα μιλήσει για τις αθέατες πλευρές, για τους κρυμμένους μηχανισμούς της φαντασμαγορικής πόλης, του εγκόσμιου παραδείσου, υπονομεύοντας την εικόνα του Παρισιού ως τέτοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.