Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Γιατί έπρεπε να προκηρυχτούν εκλογές

dimoskopishneo


Ή αλλιώς, γιατί οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ πρέπει να άρουν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση 

Του Γιάννη Σκλία
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των Ευρωεκλογών όλοι γνωρίζαμε ότι μια ενδεχόμενη ήττα της συγκυβέρνησης θα είχε απροσδόκητα αποτελέσματα για τη συνοχή της. Ήταν επόμενο για τον πρωθυπουργό να δώσει τον τόνο βουλευτικών εκλογών θέτοντας δίλλημα σταθερότητας της κυβέρνησης αν δεν υπερψηφιζόταν η παράταξή του. Το σοφότερο ήταν να έστηνε τριπλές κάλπες τον Μάιο, έτσι ώστε να προλάβαινε μια πιστοποιημένη από εκλογές ήττα, ορίζοντας με αιφνιδιαστικό τρόπο την ατζέντα. Δεν το έκανε, όμως.
Μετέπειτα κλήθηκε να διαχειριστεί την ήττα, προσπαθώντας να μας πείσει για το αντίθετο. Οι εκάστοτε εκπρόσωποι της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας γελοιοποιούνταν στο δημόσιο λόγο επιμένοντας ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν έχουν αλλάξει, η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Ανασχηματισμός, επανακαθορισμός στρατηγικής και με άλλα επικοινωνιακά παιχνίδια, τα λίγα που του είχαν απομείνει, ανασύνταξε τις δυνάμεις του ποντάροντας τα πάντα σε εξωτερικούς παράγοντες. Σε συνθήκες δηλαδή που δεν ήλεγχε, όπως η «ευνοϊκή» μεταχείριση από τους εταίρους (υποδεικνύοντας τον επερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ ως φόβητρο) και την πολυπόθητη και επικείμενη διευθέτηση του χρέους.
Εν τω μεταξύ η πορεία της κυβέρνησης περνά από την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Η επιτακτική ανάγκη για πίστωση χρόνου έκανε τη διερευνητική διαδικασία συλλογής των 180 να προσομοιάζεται με σενάριο του Νονού. Με μια δυσεπίλυτη εξίσωση στον ορίζοντα και με ομιχλώδη κίνητρα υπερψήφισης προσώπου για το αξίωμα, το επιτελείο του πρωθυπουργού θεώρησε ότι θα ξεπεράσει το θεσμικό εμπόδιο. Δυστυχώς όμως όλοι οι βουλευτές της αντιπολίτευσης γνωρίζουν ότι μια τέτοια πολιτική στάση, τους θέτει αυτόματα εκτός κοινωνικών διεργασιών του μέλλοντος και με μια παραδοξότητα επιλογής που συνοδεύεται με δυσβάστακτη κρίση αξιοπιστίας. Διότι πως μπορεί κάποιος να θεωρεί την πολιτική της κυβέρνησης καταστροφική και να την επιβραβεύει δίνοντάς της χρόνο να συνεχίσει;
Κι έπειτα ήρθε η ΔΕΘ.
Η αδυναμία του πρωθυπουργού να παρουσιάσει συγκεκριμένο πρόγραμμα εξόδου από τη κρίση σε συνδυασμό με τον αναβρασμό στα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ με αφορμή την επέτειο των 40 χρόνων από την ίδρυσή του έκανε την σταθερότητα της κυβέρνησης να μοιάζει με ανέκδοτο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη παρουσίασε λεπτομερώς την επόμενη μέρα. Εξήγγειλε πρόγραμμα με βασικές κατευθύνσεις και προτεραιότητες, έθεσε στόχους και τους προσδιόρισε χρονικά, συνέδεσε την πολιτική του με τις ανάγκες του λαού. Απάντησε στις διαρκείς ερωτήσεις των εκπροσώπων της κυβέρνησης (αν και δεν όφειλε να το κάνει) και πραγματοποίησε μια τεράστια αλλαγή στο δημόσιο λόγο.
Όρισε την Ατζέντα.
Το σημαντικότερο δεν ήταν ότι η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως για το ποιες ήταν οι κατηγορίες εναντίον του. Η κυβέρνηση πανικόβλητη επανακοστολόγησε το εξαγγελθέν πρόγραμμα προς τα πάνω, επισημαίνοντας με περιπαικτικό ύφος ότι «δεν βγαίνει», επιβεβαιώνοντας παράλληλα μια μεγάλη αλήθεια. Ότι το μνημόνιο και η δανειακή σύμβαση είναι κάτι διαφορετικό.
Η κατηγορία δεν ήταν ότι οι εξαγγελίες αυτές αποτελούν μονομερείς ενέργειες που θα απομονώσουν τη χώρα, θα την εκδιώξουν από την Ευρωζώνη και μετά θα γίνει και σεισμός σβήνοντάς την από το χάρτη, αλλά ότι το πρόγραμμα αυτό «δεν βγαίνει». Κατέρρευσε όλη η επιχειρηματολογία περί μονόδρομου, αναγκαίου κακού και αδυναμία άσκησης πολιτικής, καθιστώντας την κυβέρνηση προφανέστατα συνυπεύθυνη για τις πολιτικές της επιλογές. Επίσης απελευθέρωσε το δημόσιο διάλογο και το πεδίο αντιπαράθεσης σε μια βάση όπου οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ είχαν «το πάνω χέρι». Κι όλα αυτά μας φέρνουν στο σήμερα.
Το χρέος δεν διευθετείται, δεν υπάρχει ευνοϊκότερη μεταχείριση από τους εταίρους, δεν δύναται η κυβέρνηση να συγκεντρώσει τους 180 και μετά την πιστοποίηση της παραπάνω αλήθειας στον κόσμο, η κυβέρνηση καλείται να τα «σπάσει» με την Τρόικα για να περάσει «έστω και χωρίς την έγκρισή της», τις στρατηγικού χαρακτήρα για αυτήν φόρο-ελαφρύνσεις, όμως η κατάσταση δεν είναι πλέον διαχειρίσιμη. Επόμενο είναι λοιπόν με τον αέρα της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις Ευρωεκλογές, τις διαρκείς αστοχίες της κυβέρνησης και με όπλο τις απαντήσεις στις ανάγκες του λαού, όπως δόθηκαν στη ΔΕΘ, να διευρύνει τη διαφορά του έναντι της ΝΔ και να πλησιάζει το στόχο της αυτοδυναμίας.
Γιατί όμως να προκηρύξει εκλογές ο πρωθυπουργός;
Η ήττα του στις επόμενες εκλογές είναι βέβαιη. Έχει όμως κάποιες επιλογές. Το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιθανό αλλά δεν είναι σίγουρο την παρούσα στιγμή. Μια κυβέρνηση συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι τόσο σταθερή όσο μια αυτοδύναμη, δίνοντας τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να αναπτύξει μια στρατηγική αριστερής παρένθεσης. Ούτως ή άλλως η διαφορά δεν θα είναι διαχειρίσιμη για τη ΝΔ. Επιπλέον αν επιλέξει να «σύρει» τη χώρα μέχρι τον Φεβρουάριο, θα είναι γνωστό σε όλους η ημερομηνία διεξαγωγής εκλογών, γεγονός που σημαίνει ότι χάνει το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ένα πολύ σημαντικό όπλο στην πολιτική. Η επιχειρηματολογία περί χρησιμοποίησης του θεσμού δεν έπιασε, ίδιο δίλλημα με το 2012 δεν πρόκειται να περάσει , άρα δεν θα έχει και πολλά χαρτιά να παίξει. Αν οι εκλογές γίνουν το Φεβρουάριο η αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ είναι το πιθανότερο σενάριο.
Για το ΠΑΣΟΚ τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Η συρρίκνωσή του επιταχύνθηκε μετά το αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές και επιταχύνεται ακόμα περισσότερο από τις εσωκομματικές του διεργασίες. Ο στόχος του να είναι ρυθμιστικός παράγοντας της εκάστοτε κυβέρνησης απομακρύνεται και αντιμετωπίζει τον εφιάλτη της εξαφάνισης. Προς το παρόν διαφαίνεται να περνά το όριο του 3%, πράγμα καθόλου βέβαιο για το μέλλον.
Όσο μακρύτερα μετατίθενται οι εκλογές, τόσο δυσκολότερα θα εισέλθει στη βουλή.
Η άμεση προσφυγή στις κάλπες θα του δώσει μια παράταση ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι του δίνεται μια πιθανότητα ανάκαμψης. Η ηρωική έξοδος δε, κατά τη διάρκεια της ψήφου εμπιστοσύνης θα αύξανε τις πιθανότητες εισόδου στην επόμενη βουλή και θα διέσωζε την όποια αξιοπιστία έχουν οι βουλευτές του, αναδύοντας μάλιστα συστατικά χαρακτηριστικά της παράταξής τους. Σε διαφορετικό ενδεχόμενο θα είναι πολύ αμφίβολη η επανεκλογή τους, ακόμα και αν το ΠΑΣΟΚ ξεπεράσει το όριο του 3%.
Υ.Γ. αντί να καταγγέλλονται οι έρευνες ως προπαγάνδα, καλύτερα να μελετώνται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.