Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Ανικανότητα ή κολεγιά;



Με το που έγινε το μεγάλο κραχ τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν κατέρρευσε η Lehman Brothers, όλοι έσπευσαν να κατηγορήσουν τους οικονομολόγους. Κανένας, από τον πιο διάσημο παγκοσμίως μέχρι τον πλέον άσημο, δεν είχε αντιληφθεί και προειδοποιήσει για το μέγεθος από το τσουνάμι που ερχόταν για να βυθίσει στην ύφεση τον πλανήτη.

Εσχάτως, όμως, στο σημάδι μπήκαν και οι δημοσιογράφοι. Και συγκεκριμένα οι εξειδικευμένοι «οικονομικοί» ρεπόρτερ κι αναλυτές. Οι οποίοι ασφαλώς κι αυτοί απέτυχαν να αντιληφθούν εγκαίρως τον ερχομό της κρίσης.

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «The media and financial crises», ο «Economist» θέτει στο τελευταίο του τεύχος το κρίσιμο ερώτημα: Ο μη εντοπισμός της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, και κατά συνέπεια η μηδενική ενημέρωση του κόσμου γι’ αυτό που ερχόταν από την πλευρά των οικονομικών κυρίως συντακτών, οφείλεται σε απλή ανικανότητα ή σε συνέργεια με το χρηματοπιστωτικό σύστημα;

Εύλογες απορίες

Η απάντηση στο ερώτημα είναι πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι θα υπέθετε κάποιος. Και προκύπτει μέσα από επί μέρους εύλογες απορίες:

♦ Είχαν αντιληφθεί εγκαίρως οι δημοσιογράφοι ότι οι τιμές των ακινήτων εξελίσσονταν σε φούσκα; Ναι! Σχετική έρευνα που έγινε βρήκε ότι μόνο στον ισπανικό Τύπο η φράση «φούσκα των ακινήτων» χρησιμοποιήθηκε 2.500 φορές μεταξύ 2003-2008.

♦ Είχαν αντιληφθεί οι δημοσιογράφοι ότι ο τραπεζικός δανεισμός ξεφεύγει επικίνδυνα σε παγκόσμιο επίπεδο; Πάλι, ναι. Υπήρχαν αναφορές προ κρίσης, έστω και σποραδικές, στον διεθνή οικονομικό Τύπο.

♦ Ένωσε κανείς τις πληροφορίες στο παζλ ώστε να «δει» ολόκληρη την «εικόνα» και, εύλογα, να προβλέψει την παγκόσμια τραπεζική κρίση και την ύφεση που ακολούθησε, ενημερώνοντας τον κόσμο; Όχι!

Το ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι όχι μόνο οι δημοσιογράφοι, αλλά ούτε και οι οικονομολόγοι κατάφεραν να «δουν» έγκαιρα το… κανόνι στην παγκόσμια αγορά. Και το ερώτημα είναι «γιατί;».

Ο ίδιος ο «Economist» επισημαίνει ότι υπάρχει μια σχέση εξάρτησης, αν θέλετε και διαπλοκής ενίοτε, μεταξύ πρόσβασης στην πληροφορία και ανεξαρτησίας στη μετάδοσή της. Ο δημοσιογράφος, δηλαδή, λίγο - πολύ γνωρίζει ότι μπορεί να χάσει την πηγή του, αν ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του είναι ιδιαιτέρως κριτικό.

Εξάρτηση και διαπλοκή

Ένα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα έχει να κάνει με την ασυμμετρία της πληροφόρησης. Δηλαδή, ακόμα και οι πιο έμπειροι δημοσιογράφοι διεθνούς κύρους που κάλυπταν τα οικονομικά θέματα είχαν ουσιαστικά μόνο δύο βασικές πηγές πληροφόρησης: τις τράπεζες και τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Καμιά πηγή από τις δύο, όμως, δεν ήταν εντελώς ανεξάρτητη, ούτε διαθέσιμη να δώσει στο πιάτο των ρεπόρτερ όλα τα κομματάκια από το παζλ.

Ένα πράγματι υπαρκτό άλλοθι για τους δημοσιογράφους είναι ότι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν ποια οικονομικά συμφέροντα ακριβώς (π.χ. funds) βρίσκονταν πίσω απ’ όσα ρισκαδόρικα τραπεζικά προϊόντα έβαζαν τις φιτιλιές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να ακολουθήσει η μεγάλη έκρηξη του 2008. Αυτού του είδους οι πληροφορίες δεν δημοσιοποιούνταν, άρα δεν ήταν δυνατόν και να φτάσουν στ’ αυτιά των οικονομικών ρεπόρτερ.

Στενός… ορίζοντας

Ένα ακόμα θέμα είναι ότι οι εφημερίδες τις τελευταίες δεκαετίες τείνουν να ασχολούνται με ό,τι συνέβη πρόσφατα και όχι με ό,τι (πιθανώς) πρόκειται να συμβεί. Σε μια εύρωστη οικονομία, η συντριπτική πλειονότητα των άρθρων πανηγυρίζει για το πόσο καλά πηγαίνουν τα πράγματα και γιατί.

Αυτό συνήθως δημιουργεί μια ανατροφοδότηση και μια διαρκή ροή θετικών ειδήσεων, κάτι που από μόνο του ενισχύει το επενδυτικό κλίμα και την ψυχολογία του κόσμου, «γεννώντας» ακόμη περισσότερα θετικά άρθρα. Συνήθως σε ένα τέτοιο κλίμα γενικής οικονομικής αισιοδοξίας, οι αναγνώστες σπάνια καλοδέχονται ή δίνουν σημασία σε τυχόν αντίθετη άποψη. Με συνέπεια ο Τύπος να συνεχίζει το χάιδεμα αυτιών.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι ότι, δυστυχώς, οι δημοσιογράφοι καταλήγουν συχνά να αφομοιώνουν και να αντανακλούν την κοσμοθεωρία αυτών για τους οποίους γράφουν. Σε βαθμό τόσο μεγάλο, που αποκλείεται έστω κι ο ελάχιστος υγιής σκεπτικισμός! Ο «Economist», μάλιστα, αφήνει ξεκάθαρα υπονοούμενα για δημοσιογράφους - παπαγαλάκια των αγορών και των τραπεζών. Κι όταν το κάνει αυτό ένα έντυπο τέτοιου βεληνεκούς και δυναμικής στην παγκόσμια οικονομία, καταλαβαίνουμε τι γίνεται.

Δημόσιες σχέσεις

Άλλωστε, τα βαριά ονόματα των οικονομικών ρεπορτάζ ανέκαθεν ήταν μεγαλόσχημοι τύποι που πολλές φορές στην, π.χ., Αγγλία έτρωγαν στο Σαβόι ή το Ριτζ παρέα με τους τιτάνες της βιομηχανίας και της οικονομίας. Με τη δημοσιογραφία, όμως, της κολεγιάς και των δημοσίων σχέσεων δεν είναι δυνατόν να κάνεις ρεπορτάζ για το κραχ που έρχεται. Κι έτσι ο ρεπόρτερ βυθίζεται κι αυτός στη νιρβάνα των τραπεζιτών και των βιομηχάνων με τους οποίους νταραβερίζεται. Κι ενίοτε υπερασπίζεται! Ειδικά στα δύσκολα (όπως η κρίση).

Από τη στιγμή, λοιπόν, που δημοσιογραφία σημαίνει πια όχι να συνδέεις, να αναλύεις, να ανακαλύπτεις κι έτσι να ενημερώνεις, αλλά απλά και μόνο να μιλάς με κάποια «ελεγχόμενη» από το σύστημα πηγή και μετά να γράφεις άκριτα ό,τι σου είπε, δεν είναι έκπληξη που ο συστημικός Τύπος διεθνώς όχι δεν πήρε χαμπάρι την κρίση, αλλά σχεδόν πάντα αντανακλά την κοινά αποδεκτή άποψη της εκάστοτε στιγμής.

Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οικονομικός Τύπος της εποχής βοήθησε στη συγκάλυψη των ειδήσεων περί μαζικής απόσυρσης καταθέσεων (bank run) στην Τράπεζα της Αγγλίας. Από ολόκληρο τον Τύπο, μόνο ένας πωλητής του δρόμου στο Λονδίνο, δηλαδή ο τελευταίος τροχός της αμάξης, έκανε το προφανές και άρχισε να φωνάζει «bank run», προειδοποιώντας τους περαστικούς για τον «πανικό στις τράπεζες» και την κατάρρευση. Συνελήφθη στο λεπτό. Το ίδιο συνέβη και στην κρίση του 2008. Κανένα μεγάλο έντυπο της Αμερικής και της Ευρώπης δεν είδε, δεν άκουσε, δεν κατάλαβε, δεν φώναξε. Κι όταν ρώτησε κι έμαθε, κράτησε το στόμα του κλειστό! Δεν έχουν αλλάξει και πολλά έναν αιώνα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.