Το κοινωνικό και ψυχικό υπόβαθρο της αυταρχικής εξουσίας
Σωτήρης Αμάραντος
Έστω και ως κακόγουστη φάρσα, σε καιρούς εκκοσμίκευσης, η εξουσία λαμβάνει τον ιερό της χαρακτήρα, από την ανάγκη νοηματικής στήριξης της αθεμελίωτης υπόστασης της ανθρώπινης γυμνότητας της ζωής. Η εξουσία ιερουργεί την ανθρώπινη ανάγκη για το απόλυτο. Εντελώς σχηματικά υποστηρίζουμε ότι το βασανιστικό για τον άνθρωπο βίωμα της θνητότητας, ως τελικό όριο της ύπαρξης, οδηγεί κάτω από ορισμένες πολιτισμικές και ψυχολογικές συνθήκες, στην απώθηση του θανάτου και στην αποκρυστάλλωση δυο βασικών στάσεων ζωής. Αφενός στην υβριστική υπέρβαση των ορίων της ύπαρξης, μέσα από ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας, γεγονός που προκαλεί την ανάδυση της εξουσιαστικής προσέγγισης της ζωής και αφετέρου τον τρόμο έναντι του επερχόμενου τέλους σε κάθε όψη του βίου και αντιστοιχεί σε μια δουλική (μη πολιτική) στάση. Ο θάνατος συνεχίζει να κατευθύνει τη ζωή, από τα παρασκήνια του συλλογικού ασυνειδήτου, όπου καταδικάστηκε σε απώθηση, μορφοποιώντας και αξιοποιώντας ένα σύνολο υποκατάστατων. Η ανάγκη για περιχαράκωση της ύπαρξης σε έναν, αντικειμενικού χαρακτήρα, ορισμό της πραγματικότητας του φυσικού, κοινωνικού και ψυχικού κόσμου, βρίσκει επαρκέστατη απάντηση στην ανάπτυξη του επιστημονισμού και της εμπειρικής του εφαρμογής, στο επίπεδο της γραφειοκρατικής οργάνωσης της εξουσίας. Το ορθολογικό πρότυπο προσανατολίζει την κοινωνική εμπειρία, δια μέσου της θεμελίωσης απαράβατων κανόνων, που αποδίδονται σε υπερβατικού χαρακτήρα πηγές (ανεξέλεγκτες και αδιάγνωστες από την μέση κοινωνική εμπειρία και επιθυμία!!!), οι οποίες ταυτόχρονα ορίζουν το καλό και το κακό στην απολυτότητά τους, όπως βέβαια και την αντίστοιχη από την πλευρά των ανθρώπινων εκπροσώπων ορθή ή λανθασμένη σχέση μαζί τους. Η ανάδυση του «ειδικού» ως εκπροσώπου του ορθολογικού απόλυτου στα ανθρωπινά πράγματα, καθίσταται αναγκαία για τη σύγχρονη κοινωνική οργάνωση. Έτσι η εξουσία μπορεί να γίνει αντικείμενο λατρείας στο πρόσωπο στυγνών εγκληματιών, ετερόφωτων προσωπικοτήτων, κυνικών ψηφοθηρών, υπό την προϋπόθεση να μπορούν οι τελευταίοι να παρουσιάσουν με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, μια όψη ενσωμάτωσης του απόλυτου στην καθημερινή ζωή, ως απάντηση στην αγωνία για το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ιδεολογία λαμβάνει την καταστατική θέση του δόγματος και οι πολιτικοί απολαμβάνουν το προνόμιο της αποκλειστικής ερμηνείας της «ιερής γραφής» της φύσης των ανθρώπινων κοινωνιών. Ρίγος διαπερνά της μάζες των ανθρώπων, καθώς μέσα από κατανυκτικές τελετουργίες, συμβολισμούς και λάβαρα, οι «ιερείς» της εξουσίας, με τις πολυπληθείς τους κουστωδίες, κατέρχονται (ανά τετραετία περίπου) από τον υψηλό τους θρόνο, για να συναντήσουν τους βέβηλους/θνητούς τους ψηφοφόρους και να πωλήσουν τον προεκλογικό τους μεσσιανισμό. Το ζήτημα της κυριαρχίας βρίσκει έρεισμα στους θεσμούς και στον ανθρώπινο ψυχισμό και αναδεικνύει την ποιότητα των φαντασιακών επενδύσεων, μεταξύ των πόλων θνητότητας/αθανασίας, στο πυρηνικό επίπεδο της οντολογίας μιας κοινωνίας. Μπορούμε να υποθέσουμε μετά από αυτά, τη στενή συνάφεια των έσχατων ερωτημάτων και των απαντήσεων για τη ζωή και τον θάνατο, με τον τρόπο που αρθρώνεται το πολιτικό και οικονομικό θεσμικό σύστημα μιας κοινωνίας, καθώς και με τις ποικίλες διαντιδράσεις μεταξύ των κοινωνικών υποκειμένων. Συνεχίζοντας αυτή την υπόθεση θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ένας άλλος τρόπος διευθέτησης των σχέσεων μας με τη ζωή και τον θάνατο, στην προκειμένη περίπτωση ως άρνηση της απώθησης του θανάτου και ως απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας πιο διαφανούς σχέσης με αυτόν, ενδεχομένως να οδηγούσε σε μια άλλου τύπου κοινωνική οργάνωση, στην προοπτική της ελευθερίας.
Για τον φωτισμό της προοπτικής αυτής θα ανατρέξουμε σε έναν κορυφαίο Ρώσο διανοητή. Το κείμενο του Ντοστογιέφσκι «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής», μπορεί να κατέχει περίοπτη θέση στον χώρο της θεολογική λογοτεχνίας, αλλά δεν είναι μικρότερο το βάρος του ως πολιτικής πραγματείας. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι η «τελική εικόνα» της ελευθερίας στο κείμενο αυτό αναδύεται ως μια ανοιχτή, στον υπαρξιακό διάλογο, πρόταση ζωής με το υπερβατικό, με τη φύση και με την κοινωνία. Η «τελική εικόνα» της ελευθερίας προσεγγίζει την πληρωματική ταυτότητα με τον εαυτό της, με τη διαλεκτική ενσωμάτωση των εξ αντιθέτου δυνάμεων αλλοίωσης και άρνησης της ελευθερίας. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για μια κλειστή κατάσταση διασφάλισης της ακεραιότητας της υπαρξιακής τάξης, αλλά για τη συνεχή αναμέτρηση με τις δυνάμεις του μηδενός, με τις συνθήκες διασάλευσης των όποιων παγιωμένων υπαρκτικών δεδομένων, περικλείοντας για τον όν ακόμη και τον ενδεχόμενο του μη όντος, τόσο για το αντικείμενο, όσο και για το ίδιο το υποκείμενο. Αυτή η διαπίστωση υπερβαίνει κατά πολύ το πρόταγμα της ελευθερίας του Διαφωτισμού, και την οχύρωση στην αυθεντία της «κριτικής του λόγου». Ο Ντοστογιέφσκι αντιμετωπίζει την ελευθερία επέκεινα μιας λογικής διεργασίας της ατομικής νόησης, έναντι των ερεθισμάτων των αισθήσεων και των ιδεολογικών της προσλήψεων, όπως επίσης και πέραν της εργαλειακής λειτουργίας της μεταφυσικής. Η «τελική εικόνα» της ελευθερίας παραπέμπει σε ένα συνεχές διακύβευμα, δεν σκοπεύει, κατ΄αρχήν, σε οιαδήποτε μορφή σωτηρίας και φιναλιστικής υπαρκτικής αποκατάστασης του όντος. Έτσι η ελευθερία δεν υπηρετεί την προοπτική της υλικής κάλυψης και ακόμη της ψυχικής ευτυχίας. Συμπερασματικά, δεν μπορεί να απαντήσει τελεσίδικα στην άρση του τρομερού γεγονότος του θανάτου. Όλες αυτές οι μεταβλητές μπορεί να συνιστούν πιθανά ενδεχόμενα, αλλά όχι αναγκαίες απολήξεις της «τελικής εικόνας» της ελευθερίας. Αντίθετα τις περισσότερες φορές όντας εκπρόσωποι της απώθησης του θανάτου, αποτελούν έναν τρόπο φανταστικής φυγής από τα δεινά του πραγματικού, ένα είδος συναισθηματικής καθήλωσης στην παιδική ανωριμότητα, εκεί που η αυτονόητη πατρωνία των «μεγάλων», παρέχει προστασία από τους κινδύνους της ύπαρξης, δηλαδή από τον κίνδυνο της «τελικής εικόνας» της ελευθερίας. Η ηδονή που προκαλεί η ασφάλεια της ανωριμότητας και η απαρέσκεια της ανάληψης της ευθύνης, επιβάλλει την αναγνώριση ενός συστήματος ηγεμονίας που παραπέμπει, αφενός σε διαδικασίες και φορείς κηδεμονίας και αφετέρου σε ανίκανες, για την ανάληψη δράσεων και κατ΄ουσίαν των ευθυνών, ναρκισσικές ατομικότητες.
Η πολιτική ως εκκοσμικευμένη μορφή θρησκευτικότητας
Οι διάφοροι πολιτικοί συνασπισμοί που λειτουργούν σε καθεστώς φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας χρησιμοποιούν ως μέσο χειραγώγησης των πολιτών πάσης φύσεως ψευδοδιλλήματα (π.χ προοδος-συντήριση, μνημόνιο-αντιμνημόνιο), συναισθηματικές κατηγορίες και συνθήματα (πατριωτισμός-κοινωνική αλληλεγγύη), επικλήσεις της ηθικής τάξης (περί της ανάγκης ηθικής ανασυγκρότησης της ατομικότητας, από το ίδιο το άτομο ή την επιλογή ηθικών εξουσιαστών) την κυνική χρήση των οικογενειακών και φιλικών δεσμών, ως προς την εκλογική επιλογή και τη στυγνή εξαγορά της πολιτικής πελατείας με διάφορες αξιομισθίες. Σε αυτό το πλαίσιο, που η πολιτική τίθεται ως φτηνή πραμάτεια των ολιγαρχικών συμφερόντων, προκρίνεται με τη χρήση λαϊκιστικών μεθόδων, η αποδοχή του δεδομένου συστήματος κυριαρχίας, ενώ επιχειρούνται απλά ορισμένες βελτιώσεις σε επιμέρους πτυχές του. Στην ουσία μετατίθενται οι ευθύνες από το σύστημα κυριαρχίας, σε δεδομένα πρόσωπα και ομάδες που διαχειρίζονται την κυβερνητική πολιτική και όχι στους θεσμούς που τους δίνουν τη δυνατότητα να ασκούν την εξουσία τους, με τρόπο αυθαίρετο ως προς τις κοινωνικές ανάγκες. Ταυτόχρονα ως πολίτες «απολαμβάνουμε» συνταγματικά το δικαίωμα να επενδύουμε τις προσωπικές και συλλογικές μας προοπτικές δικαίωσης, σε ανταγωνιστικούς κομματικούς συνασπισμούς, οι οποίες μετουσιώνονται την ημέρα των εκλογών σε ψήφο, δηλαδή σε μια λευκή, επί της ουσίας, εντολή, που στηρίζεται στην καθαρά μεταφυσικού χαρακτήρα ελπίδα, για την εφαρμογή της μεσσιανικής προεκλογικής υπόσχεσης, στην μετά την κατάληψη της εξουσίας ζωή! Θέτουμε με άλλα λόγια ένα ανορθολογικό μέσο στην υπηρεσία ενός ορθολογικού σκοπού. Τον ανορθολογισμό της εκλογικής διαδικασίας σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα όπως το σημερινό, επιτείνουν, πέρα από την έλλειψη θεσμικών δικλείδων ασφαλείας, για τον έλεγχο των πολιτικών από τους πολίτες και δυο άλλης τάξεως γεγονότα. Το πρώτο είναι ο μη αντιστρέψιμος χαρακτήρας κάποιων πολιτικών επιλογών και το δεύτερο ότι κατά τη διάρκεια μιας διακυβέρνησης, προκύπτουν πλήθος πολιτικών ζητημάτων, τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί από κανέναν ή τουλάχιστον δεν είχαν ενταχθεί (σκοπίμως) στο προεκλογικό πρόγραμμα των υποψηφίων εξουσιαστών. Άρα οι εκλογές δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση απόφαση διακυβέρνησης από τους πολίτες, αλλά το άλλοθι των πολιτικών ελίτ ώστε να εξουσιάζουν αυθαίρετα στο όνομα των πολιτών. Κατά συνέπεια τα επιχείρημα περί «προτέρου εντίμου βίου» και η αδυναμία να κρίνουμε τους κομματικούς σχηματισμούς που δεν έχουν ασκήσει την εκτελεστική εξουσία, δεν έχουν λογικό έρεισμα, διότι τοποθετούν ιδεολογικά την κοινωνία στον ρόλο του πειραματικού σωλήνα και περιθωριοποιούν τον πολίτη στη θέση του πειραματόζωου. Ο τρόπος της πολιτικής δράσης ενός κάποιου πολιτικού μορφώματος, τίθεται στο κριτικό στόχαστρο των πολιτών από την πρώτη στιγμή της ανάδυσής του στη δημόσια σφαίρα και μόνο από τον τρόπο που διευθετεί την εσωτερική λειτουργία των οργάνων του.
Το ελληνικό πρόβλημα
Το ελληνικό κράτος είναι ο κεντρικός μηχανισμός μέσα από τον οποίο ασκούν διαχρονικά ηγεμονία, οι διάφορες εγχώριες πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Παραδομένες σε μία άνευ λογικής εκμετάλλευση αυτής της ηγεμονίας, δεν δίστασαν να υπονομεύσουν ακόμη και τον ίδιο τον μηχανισμό από τον οποίο αντλούσαν τα προνόμιά τους, δηλαδή το κράτος, το οποίο ξεπέρασε τα συνήθη διεθνή (καπιταλιστικά και μη δημοκρατικά) «όρια» χρεοκοπίας, διαφθοράς και αναξιοκρατίας.
Η εγχώρια ελίτ συνιστά μια παρασιτική κοινωνική τάξη που ασκεί εκμετάλλευση στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και οι όποιοι τριγμοί ή συγκρούσεις θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως προσπάθειες ανακατανομής της ισχύος στο εσωτερικό της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης, με τελικό στόχο, όχι φυσικά τη βελτίωση των πνευματικών και υλικών αγαθών της κοινωνίας, αλλά τη διαιώνιση και ενδυνάμωση της ταξικής της εξουσίας. Οι ενδοταξικές συγκρούσεις στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσωπούνται από τις διάφορες εκδοχές των κομματικών συσπειρώσεων. Οι διάφορες αντίστοιχα ενδοταξικές συμμαχίες μεταξύ των οικονομικών και πολιτικών ομάδων εξουσίας αρθρώνονται στο πλαίσιο επιχειρούμενων διαπραγματεύσεων και συναλλαγών μεταξύ πολιτικού, οικονομικού και επικοινωνιακού κεφαλαίου. Εάν η παραπάνω υπόθεση ευσταθεί είναι δυνατόν να εξηγηθούν πρώτον γιατί οι συγκρούσεις, μεταξύ των κομματικών παρατάξεων, έχουν συγκεκριμένα όρια στην ένταση και στο είδος των ζητημάτων που θέτουν πολεμικά και δεύτερον γιατί ένας πραγματικά αντισυστημικός λόγος συσπειρώνει σχεδόν το σύνολο των κομματικών δυνάμεων εναντίον του. Από τις βουλευτικές αποζημιώσεις και τις δικαστικές αρμοδιότητες της βουλής, έως την ιδεολογική χρήση του όρου δημοκρατία για να κατοχυρωθεί η «δημοκρατικότητα» των δικών τους ενεργειών και να στιγματιστούν οι αντίπαλοι του συστήματος ως θιασώτες αυταρχικών ή και ολοκληρωτικών λύσεων, ο κάθε εχέφρων πολίτης μπορεί να θέσει υπό δοκιμασία στην βάση αδιαμφισβήτητων εμπειρικών δεδομένων τις πιο πάνω θεωρητικές μας διατυπώσεις. Η εγχώρια ελίτ η οποία βρίσκει την πολιτική της έκφραση υπό τη μορφή της κομματοκρατίας βρέθηκε σε αδυναμία να αναπαραχθεί ως κυρίαρχη, εντός του πλαισίου της υφιστάμενης δομής του έθνους-κράτους. Καθώς η χρηματοπιστωτική στρόφιγγα, εξαιτίας και της διεθνούς κρίσης των αγορών, έπαψε να τροφοδοτεί τον ελληνικό Λεβιάθαν, η χρηματοπιστωτική πενία δημιούργησε τεράστια προβλήματα νομιμοποίησης, της ντόπιας άρχουσας τάξης προς την ελληνική κοινωνία, η οποία δεν ήταν πλέον εφικτό να εξαγοραστεί. Άλλωστε η εξαγορά αυτή και η ενσωμάτωση των Ελλήνων πολιτών στο σύστημα της φαυλοκρατίας, τις περισσότερες φορές ετίθετο στο επίπεδο ενός στυγνού εκβιασμού, που στόχευε στην ίδια τη βιολογική επιβίωση ή την κοινωνική αναπαραγωγή, των εκάστοτε ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων. Σε ένα κρατικό μόρφωμα που εκλείπει κάθε είδους κρατική φροντίδα, θεσμική κάλυψη και υπηρεσία με κοινωνική αναφορά, είναι λογικά συνεπές, να αναμένουμε την ανάπτυξη προσωπικών ή συλλογικών «τεχνικών επιβίωσης», που προτάσσουν την ιδιοτέλεια του μέρους, εις βάρος του συνόλου.
Κάτω από αυτές τις συγκυρίες η ελληνική άρχουσα τάξη έπρεπε να απαντήσει στο δίλλημα της ένδοξης πτώσης της ή της υπό περιορισμούς αναπαραγωγής της. Προκρίθηκε όπως έδειξαν τα πράγματα η δεύτερη λύση. Άρχισε λοιπόν ένα είδος διαπραγμάτευσης( η έννοια της διαπραγμάτευσης ακριβώς στο σημείο αυτό βρίσκει το ακριβές της νόημα, και όχι βέβαια στις ανταλλαγές τεχνοκρατικών εκδοχών, ήδη αποφασισμένων πολιτικών και στη επικοινωνιακή τους προώθηση, με φορείς δευτεροκλασάτα και τριτοκλασάτα στελέχη των διαπραγματευόμενων πλευρών) με τις διεθνείς ολιγαρχικές δυνάμεις και την εγχώρια ελίτ για τη δομή και το περιεχόμενο της συνεργασίας. Στο «παιχνίδι» της διαπραγμάτευσης και των αμοιβαίων εκβιασμών, μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων πλευρών, χρησιμοποιήθηκε ακόμη και το επικοινωνιακό τέχνασμα του δημοψηφίσματος (βλ Γιώργο Α. Παπανδρέου). Η συμφωνία τελικώς «έκλεισε» αναγνωρίζοντας τις παρακάτω αρχές οργάνωσης της νέας τάξης πραγμάτων. Πρώτον την κατοχύρωση της ηγεμονίας της άρχουσας ελληνικής τάξης έναντι των υπολοίπων, δια μέσου της «προστατευόμενης» εξωγενούς δανειοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού και τον, κατά προτεραιότητα, προσανατολισμό των χρημάτων αυτών, στην εξυπηρέτηση των διεθνών δανειστών του ελληνικού δημοσίου, δεύτερον την αναγνώριση της συμμετοχής και μάλιστα με όρους ιδιαίτερης βαρύτητας, της διεθνούς ολιγαρχίας στον καθορισμό της εσωτερικής πολιτικής και άρα τον περιορισμό της εγχώριας ελίτ στο πολιτικό πεδίο και τρίτον την αποδοχή μιας καθολικού τύπου και βίαιης αναδιανομής του εισοδήματος εις βάρος των πολλών, με ανάλογη στήριξη νεοφιλελευθέρων πολιτικών εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων αυτής της αναδιανομής. Σε όλη αυτή τη διαδικασία τη σκιά τους έριξαν κάθε είδους ιδεολογήματα και αυτοπροβαλλόμενοι σωτήρες, οι οποίοι προσπαθούσαν είτε να ενισχύσουν τη θέση τους στο υφιστάμενο σύστημα κυριαρχίας, είτε να εισέλθουν σε αυτό με όρους δύναμης. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσαμε να εντάξουμε τις κλασσικά αντιπολιτευόμενες κομματικές συσπειρώσεις, ενώ στη δεύτερη νεόκοπα πολιτικά σχήματα, κινήματα και πρόσωπα ή εκπαραθυρωμένους από το σύστημα και κάθε είδους μεγαλομανείς και καιροσκόπους. Στόχος τους βέβαια δεν είναι η ανατροπή του συστήματος, αλλά η ευνοϊκότερη δυνατή ενσωμάτωση. Με πρόσχημα το πατριωτικό αίσθημα, τη δημοκρατία, την ηθική του εκσυγχρονιστικού φιλελευθερισμού, του μετριοπαθούς καπιταλισμού και τέλος της αταξικής κοινωνίας, στήνονται οργανώσεις, κάθε τύπου, με κοινή όμως αναφορά την ολιγαρχική εσωτερική λειτουργία και τις καθεστωτικές πολιτικές επιδιώξεις.
Η αποτελεσματική αντίδραση στον μεθοδευμένο κατακλυσμό που περιγράψαμε δεν μπορεί να ταυτίζεται με την υποκριτική και ανόητη συνταγή της ενσωμάτωσης στο σύστημα και με την εκ των έσω αποδυνάμωσή του. Η ενσωμάτωση στο σύστημα, επιβάλλει πως οι θέσεις και οι ρόλοι που θα κληθούν τα υποκείμενα να αναλάβουν, είναι εκ των προτέρων καθορισμένα, ώστε να εξασφαλίζεται η ακαριαία υποταγή του νεοεισερχόμενου και η ασκούμενη, εκ του συστήματός, επιρροή να είναι αντιστρόφως ανάλογη από αυτή που θα μπορούσε το άτομο να ασκήσει. Πρόκειται δηλαδή για μια σχέση άνισης ανταλλαγής, κατά την οποία το σύστημα παρέχει στο άτομο μια κάποια θέση, με τίμημα την ίδια του την ελευθερία.
Η δημοκρατική απάντηση
Όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, η ορθολογικότητα δομεί μια ιεραρχικά διατεταγμένη εξουσία των ολίγων επί των πολλών. Το πρότυπο αυτής της δομής συνιστά το εκκοσμικευμένο ανάλογο της θρησκευτικής εξουσίας. Μέσα από ορθολογικές διαδικασίες που θεμελιώνονται στο κενό και λογικά σοφίσματα, αποκρυσταλλώνεται ένα ιεραρχικό σύστημα, το οποίο κατορθώνει σε γενικές γραμμές να πείσει για την ανικανότητα των πολλών να έχουν ουσιαστικό λόγο στην εξέλιξη της συλλογικής τους ζωής και την ικανότητα των λίγων να μονοπωλούν την ορθότητα των επιλογών τους, καθώς έχουν κατοχυρώσει με συνέπεια την πρόσβασή τους στην «απόλυτη αλήθεια». Το κεντρικό πρόβλημα της κοινωνικής οργάνωσης αφορά στην ανισότητα, δηλαδή στη θεσμικά καθορισμένη άνιση (ή μη) πρόσβαση, ανεξάρτητα από τις ατομικές επιδόσεις και τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά, στις πηγές και την άσκηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Το πρόβλημα αυτό έχει δυο όψεις, οι οποίες δίνουν στο επίπεδο της κοινωνικής μορφολογίας τον χαρακτήρα της αρένας, εντός της οποίας εκφράζεται, με έναν δίχως όρια επιθετικό ανταγωνισμό, η ανάγκη για κυριαρχία έναντι όλων. Η πρώτη αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων που ασκούν εξουσία και η δεύτερη με το σύνολο της εκπορευόμενης δύναμης των εξουσιαστικών ελίτ, εις βάρος αυτών που δεν μετέχουν στο παιχνίδι της εξουσίας ενεργητικά, παρά υπό την μορφή μιας παθητικής εξάρτησης και πολιτικού αδιεξόδου και που κινητοποιούνται ετερόνομα και μαζικά, από ένα σύνολο ιδεολογικών αρχών που επικαλούνται οι εξουσιαστικές ελίτ, ώστε να επιτύχουν τους στόχους τους. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η στρεβλωτική ανάγνωση του κοινωνικού, όχι στη βάση της εξουσιαστικής διάκρισης κυβερνόντων και κυβερνωμένων, αλλά στον αλλοτριωτικό κατακερματισμό της κοινωνίας σε επιμέρους ομάδες συμφερόντων που αξιώνουν, η κάθε μια για τον εαυτό της, την κάλυψη της συλλογικής της επιθυμίας, στο τάδε ή στο δείνα επιμέρους προκατασκευασμένο ή ήσσονος σημασίας ζήτημα. Σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, πέραν της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας, κρίνονται ως μικρής βαρύτητας οι επιμέρους συλλογικές ταυτότητες. Η ύπαρξη των κοινωνικών ταυτοτήτων αποκτά πολιτική αξία από την στιγμή που διαμορφώνεται μια δομή λίγο-πολύ σταθερών αντιμαχόμενων συμφερόντων και άρα αναδύεται το εξουσιαστικό φαινόμενο υπό τους όρους της δύναμης και όχι της ισότητας. Σχετικά με αυτή την τάξη πραγμάτων, τα άτομα που συνειδητοποιούν ένα ελάχιστο κοινών συμφερόντων εντάσσονται σε μια ευρύτερη σφαίρα που συνιστά κάποιου είδους συλλογικότητα και στον βαθμό που η συλλογικότητα δεν αμφισβητεί το αυταρχικό μοντέλο εξουσίας, είτε μετέχουν στην διαδικασία κατάληψης της εξουσίας, είτε στην διατήρησή τους σε αυτήν. Τα οφέλη βέβαια και οι ζημίες αποδίδονται ανισομερώς. Αντίθετα η έκλειψη του ανισοβαρούς χαρακτήρα της εξουσίας υποβιβάζει την αξία των επιμέρους συλλογικών ταυτοτήτων (χωρίς να τις εξαφανίζει) διότι το ατομικό μετέχει άμεσα στον καθορισμό του κοινωνικού και άρα μπορεί να εκλάβει το ιδιωτικό του συμφέρον ως μια διάσταση του ευρύτερου κοινωνικού. Αυτό φυσικά σε καμιά περίπτωση δεν παραπέμπει στην ανάδυση και κυριαρχία της αρχής της ομοιομορφίας. Τουναντίον, η άμεση μετοχή στην βάση της ισότητας στη διαδικασία της κοινωνικής θέσμισης, επικυρώνει τη δυνατότητα έκφρασης της διαφορετικής γνώμης, όχι στην προοπτική διαρκών συλλογικών ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά σε αυτήν της συγκυριακής διαφωνίας.
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε σχηματικά να διευκρινίσουμε για την αποφυγή παρερμηνείας, ότι η δημοκρατική αρχή δεν είναι ασύμβατη με την αξιοκρατία και με μια ειδική μορφή ηγεσίας και εκτελεστικών οργάνων, αρκεί τα τελευταία να λογίζονται ως μορφές ειδικής έκφρασης ικανοτήτων, που υπόκεινται σε διαρκή κοινωνικό έλεγχο.
Η δημοκρατική ατραπός φαντάζει ως η μόνη διέξοδος με προοπτική. Η δημοκρατία ως γενικευμένη θεσμική άρθρωση ενεργού συμμετοχής των πολιτών στο πεδίο της απόφασης για την κοινωνία(διακρινόμενη ρητά από το εκλογικό δικαίωμα), συνιστά αποκλειστικώς την αναγκαία και ικανή συνθήκη αποδυνάμωσης της άρχουσας τάξης από τα θεμέλια της ισχύος της, από την ικανότητα διατήρησης της θέσης της και της εκμετάλλευσης που ασκεί, βάση της διάρθρωσης του πολιτικού και οικονομικού χώρου, και προϋποθέτει ως αναγκαία συνθήκη την συγκρότηση συλλογικού κινήματος. Το κίνημα αυτό δεν θα επιδιώκει τη δημοκρατία στη βάση κάποιων θολών και γενικών ιδεολογικών αρχών, οι οποίες πρόκειται να εφαρμοστούν στο μακρινό μέλλον, αλλά θα την πραγματώνει με την αδιάλειπτη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων διοίκησης.
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.