Του Κώστα Ράπτη
Συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντα των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών και η διεξαγωγή δημοσκοπήσεων; Η απάντηση είναι θετική σύμφωνα με όσα εκ των υστέρων δήλωσε ο Vladimir Putin σχετικά με την προσάρτηση της Κριμαίας. Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε ότι οριστικοποίησε τις αποφάσεις του, μόνο αφού έλαβε γνώση των αποτελεσμάτων μυστικών δημοσκοπήσεων τα οποία έφεραν το 80% του πληθυσμού της Κριμαίας (και ακόμη υψηλότερο ποσοστό στην πόλη της Σεβαστούπολης) να επιθυμεί την ένωση με τη Ρωσία. Τα ποσοστά αυτά, πρόσθεσε, αυξάνονταν διαρκώς, μέχρι που στην κάλπη του δημοψηφίσματος το “Ναι” κατέγραψε ποσοστό 97%. “Δεν είχαμε προβλέψει αυτή την εξέλιξη των γεγονότων. Ειλικρινά, μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ο λαός σκεφτόταν έτσι, όμως δεν ήμασταν σίγουροι”, σχολίασε ο Putin, χαρακτηρίζοντας “ασυνήθιστο” το τελικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Η πραγματικότητα είναι, βέβαια, στις λεπτομέρειές της πολύ πιο πεζή, όμως η εκδοχή του Putin έρχεται να στηρίξει σε γενικές γραμμές την εκδοχή του Boris Kagarlitsky (μαρξιστή αντιφρονούντος της σοβιετικής εποχής και νυν διευθυντή του Ινστιτούτου Μελετών της Παγκοσμιοποίησης στη Μόσχα) ότι ούτε λίγο ούτε πολύ “η Κριμαία προσάρτησε τη Ρωσία”, και όχι το αντίθετο!
Όπως εξηγεί ο Kagarlitsky, το αρχικό σχέδιο του Κρεμλίνου σε σχέση με την Κριμαία δεν προέβλεπε παρά την επανάληψη του σεναρίου της Υπερδνειστερίας και της Αμπχαζίας: δηλ. τη δημιουργία υπό την εγγύηση των ρωσικών όπλων μιας de facto ανεξάρτητης περιοχής, χωρίς διεθνή αναγνώριση, ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι του Κιέβου και της Δύσης. Μια τέτοια λύση είχε το επιπλέον πλεονέκτημα να απαλλάσσει τη Μόσχα από την ευθύνη της συντήρησης της Κριμαίας, όμως σε αυτό το σημείο η ελίτ της Σεβαστούπολης και της Συμφερόπολης είχε διαφορετικά σχέδια.
Με αλλεπάλληλες κινήσεις χωρίς επιστροφή και με την ταχύτατη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος προκατέλαβαν τόσο το Κίεβο όσο και τη Μόσχα, στην οποία πρόσφεραν ένα δώρο που δεν ήταν σε θέση (δεδομένου και του πατριωτικού πυρετού στην ρωσική κοινή γνώμη) να αρνηθεί. Το αποτέλεσμα είναι να επωμισθεί η ρωσική κεντρική διοίκηση ένα κόστος που συνήθως αρνείται να καταβάλει για τις λοιπές περιφέρειές της. Στο ρωσικό Διαδίκτυο κυκλοφορεί ήδη το αστείο ότι και άλλες ρωσικές επαρχίες επιθυμούν να προσαρτηθούν με τους όρους της Κριμαίας...
Σύμφωνα με τον Kagarlitsky, η υπαγωγή της Κριμαίας στην Ουκρανία το 1954 δεν ήταν ένα “καπρίτσιο” του Khruschev, αλλά λογική συνέπεια του γεγονότος ότι η χερσόνησος στηρίζεται οικονομικά και ενεργειακά στην ουκρανική ενδοχώρα. Εξ ού και οι τριβές των κατοίκων της Κριμαίας με το Κίεβο αποτελούν σχετικά πρόσφατη υπόθεση, οφειλόμενη στην κατάρρευση τη ουκρανικής οικονομίας και διοίκησης. Οι ίδιοι υλικοί υπολογισμοί τροφοδότησαν την τωρινή στροφή προς τη Μόσχα.
Το κόστος ενσωμάτωσης της Κριμαίας στη ρωσική οικονομία (πόσω μάλλον η πολιτική αναγκαιότητα να μεταβληθεί η χερσόνησος σε “βιτρίνα”) είναι μεγάλο, αλλά όχι ανυπέρβλητο, δεδομένων των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της περιοχής, υποστηρίζει ο Kagarlitsky. Αν κάτι συνιστά πραγματικά πρόβλημα, αυτό είναι η “δικαίωση” που αισθάνονται πλέον από τις εξελίξεις οι Ρώσοι ιθύνοντες, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται οποιαδήποτε προοπτική διαρθρωτικών αλλαγών.
Συνεχίζοντας μάλιστα την αντιστροφή των παραδεδεγμένων κοινών τόπων, ο Ρώσος διανοούμενος υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο δυστύχημα για τη Ρωσία είναι πως οι ηγέτες της κινούνται από την επιθυμία όχι να κλιμακώσουν αλλά ίσα ίσα να ελέγξουν την αντιπαράθεση με τη Δύση -η οποία ωστόσο είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τη θέλησή τους.
Στο φόντο της διεθνούς κρίσης, ο ανταγωνισμός της Δύσης με τις χώρες BRICS αναπόφευκτα οξύνεται -και η Ρωσία αποτελεί ταυτοχρόνως τον πιο σημαντικό πολιτικο- στρατιωτικά και τον πιο αδύναμο κρίκο στην “αλυσίδα” των αναδυόμενων οικονομιών. Υπολείπεται λ.χ της Κίνας σε αναπτυξιακή δυναμική αλλά και αποτελεί το μόνο μέλος του “κλαμπ” στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Όμως η ρωσική ελίτ δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί με τη Δύση χωρίς να ακυρώσει τα δικά της συμφέροντα και τα θεμέλια της δικής της εξουσίας. Ομοίως η Δύση κατά τρόπο αντιφατικό επωφελείται κάθε ευκαιρίας να αποδυναμώσει τη Ρωσία, αλλά ταυτοχρόνως την κρατά “σε τροχιά” αποτρέποντας κάθε εμβάθυνση των σχέσεών της με μη δυτικές δυνάμεις.
“Χρειαζόμαστε επειγόντως κυρώσεις” παραδοξολογεί ο Kagarlitsky, υποστηρίζοντας ότι μια περισσότερο επιθετική στάση της Δύσης θα έδινε ευκαιρίες για τη διαφοροποίηση της ρωσικής οικονομίας, την αναβίωση της παραγωγικής της βάσης, την ανάσχεση της φυγής κεφαλαίων και την ανάκτηση της εγχώριας αγοράς. Ωστόσο, καταλήγει, “οι ιθύνοντες των ΗΠΑ και της Ε.Ε. δεν έχουν καμία διάθεση να μας βοηθήσουν και οι κυρώσεις θα είναι μόνο συμβολικές, ώστε να καθησυχαστεί η ρωσική κοινή γνώμη και να αποκτήσει πατριωτικά εύσημα η ρωσική ελίτ”...
Συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντα των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών και η διεξαγωγή δημοσκοπήσεων; Η απάντηση είναι θετική σύμφωνα με όσα εκ των υστέρων δήλωσε ο Vladimir Putin σχετικά με την προσάρτηση της Κριμαίας. Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε ότι οριστικοποίησε τις αποφάσεις του, μόνο αφού έλαβε γνώση των αποτελεσμάτων μυστικών δημοσκοπήσεων τα οποία έφεραν το 80% του πληθυσμού της Κριμαίας (και ακόμη υψηλότερο ποσοστό στην πόλη της Σεβαστούπολης) να επιθυμεί την ένωση με τη Ρωσία. Τα ποσοστά αυτά, πρόσθεσε, αυξάνονταν διαρκώς, μέχρι που στην κάλπη του δημοψηφίσματος το “Ναι” κατέγραψε ποσοστό 97%. “Δεν είχαμε προβλέψει αυτή την εξέλιξη των γεγονότων. Ειλικρινά, μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ο λαός σκεφτόταν έτσι, όμως δεν ήμασταν σίγουροι”, σχολίασε ο Putin, χαρακτηρίζοντας “ασυνήθιστο” το τελικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Η πραγματικότητα είναι, βέβαια, στις λεπτομέρειές της πολύ πιο πεζή, όμως η εκδοχή του Putin έρχεται να στηρίξει σε γενικές γραμμές την εκδοχή του Boris Kagarlitsky (μαρξιστή αντιφρονούντος της σοβιετικής εποχής και νυν διευθυντή του Ινστιτούτου Μελετών της Παγκοσμιοποίησης στη Μόσχα) ότι ούτε λίγο ούτε πολύ “η Κριμαία προσάρτησε τη Ρωσία”, και όχι το αντίθετο!
Όπως εξηγεί ο Kagarlitsky, το αρχικό σχέδιο του Κρεμλίνου σε σχέση με την Κριμαία δεν προέβλεπε παρά την επανάληψη του σεναρίου της Υπερδνειστερίας και της Αμπχαζίας: δηλ. τη δημιουργία υπό την εγγύηση των ρωσικών όπλων μιας de facto ανεξάρτητης περιοχής, χωρίς διεθνή αναγνώριση, ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι του Κιέβου και της Δύσης. Μια τέτοια λύση είχε το επιπλέον πλεονέκτημα να απαλλάσσει τη Μόσχα από την ευθύνη της συντήρησης της Κριμαίας, όμως σε αυτό το σημείο η ελίτ της Σεβαστούπολης και της Συμφερόπολης είχε διαφορετικά σχέδια.
Με αλλεπάλληλες κινήσεις χωρίς επιστροφή και με την ταχύτατη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος προκατέλαβαν τόσο το Κίεβο όσο και τη Μόσχα, στην οποία πρόσφεραν ένα δώρο που δεν ήταν σε θέση (δεδομένου και του πατριωτικού πυρετού στην ρωσική κοινή γνώμη) να αρνηθεί. Το αποτέλεσμα είναι να επωμισθεί η ρωσική κεντρική διοίκηση ένα κόστος που συνήθως αρνείται να καταβάλει για τις λοιπές περιφέρειές της. Στο ρωσικό Διαδίκτυο κυκλοφορεί ήδη το αστείο ότι και άλλες ρωσικές επαρχίες επιθυμούν να προσαρτηθούν με τους όρους της Κριμαίας...
Σύμφωνα με τον Kagarlitsky, η υπαγωγή της Κριμαίας στην Ουκρανία το 1954 δεν ήταν ένα “καπρίτσιο” του Khruschev, αλλά λογική συνέπεια του γεγονότος ότι η χερσόνησος στηρίζεται οικονομικά και ενεργειακά στην ουκρανική ενδοχώρα. Εξ ού και οι τριβές των κατοίκων της Κριμαίας με το Κίεβο αποτελούν σχετικά πρόσφατη υπόθεση, οφειλόμενη στην κατάρρευση τη ουκρανικής οικονομίας και διοίκησης. Οι ίδιοι υλικοί υπολογισμοί τροφοδότησαν την τωρινή στροφή προς τη Μόσχα.
Το κόστος ενσωμάτωσης της Κριμαίας στη ρωσική οικονομία (πόσω μάλλον η πολιτική αναγκαιότητα να μεταβληθεί η χερσόνησος σε “βιτρίνα”) είναι μεγάλο, αλλά όχι ανυπέρβλητο, δεδομένων των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της περιοχής, υποστηρίζει ο Kagarlitsky. Αν κάτι συνιστά πραγματικά πρόβλημα, αυτό είναι η “δικαίωση” που αισθάνονται πλέον από τις εξελίξεις οι Ρώσοι ιθύνοντες, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται οποιαδήποτε προοπτική διαρθρωτικών αλλαγών.
Συνεχίζοντας μάλιστα την αντιστροφή των παραδεδεγμένων κοινών τόπων, ο Ρώσος διανοούμενος υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο δυστύχημα για τη Ρωσία είναι πως οι ηγέτες της κινούνται από την επιθυμία όχι να κλιμακώσουν αλλά ίσα ίσα να ελέγξουν την αντιπαράθεση με τη Δύση -η οποία ωστόσο είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τη θέλησή τους.
Στο φόντο της διεθνούς κρίσης, ο ανταγωνισμός της Δύσης με τις χώρες BRICS αναπόφευκτα οξύνεται -και η Ρωσία αποτελεί ταυτοχρόνως τον πιο σημαντικό πολιτικο- στρατιωτικά και τον πιο αδύναμο κρίκο στην “αλυσίδα” των αναδυόμενων οικονομιών. Υπολείπεται λ.χ της Κίνας σε αναπτυξιακή δυναμική αλλά και αποτελεί το μόνο μέλος του “κλαμπ” στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Όμως η ρωσική ελίτ δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί με τη Δύση χωρίς να ακυρώσει τα δικά της συμφέροντα και τα θεμέλια της δικής της εξουσίας. Ομοίως η Δύση κατά τρόπο αντιφατικό επωφελείται κάθε ευκαιρίας να αποδυναμώσει τη Ρωσία, αλλά ταυτοχρόνως την κρατά “σε τροχιά” αποτρέποντας κάθε εμβάθυνση των σχέσεών της με μη δυτικές δυνάμεις.
“Χρειαζόμαστε επειγόντως κυρώσεις” παραδοξολογεί ο Kagarlitsky, υποστηρίζοντας ότι μια περισσότερο επιθετική στάση της Δύσης θα έδινε ευκαιρίες για τη διαφοροποίηση της ρωσικής οικονομίας, την αναβίωση της παραγωγικής της βάσης, την ανάσχεση της φυγής κεφαλαίων και την ανάκτηση της εγχώριας αγοράς. Ωστόσο, καταλήγει, “οι ιθύνοντες των ΗΠΑ και της Ε.Ε. δεν έχουν καμία διάθεση να μας βοηθήσουν και οι κυρώσεις θα είναι μόνο συμβολικές, ώστε να καθησυχαστεί η ρωσική κοινή γνώμη και να αποκτήσει πατριωτικά εύσημα η ρωσική ελίτ”...
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.