Σταύρος Χριστακόπουλος
Μια ομοβροντία κειμένων τις τελευταίες ημέρες, με βαριές υπογραφές μάλιστα, χτυπάει καμπανάκι προειδοποίησης με κοινό παρονομαστή τη διαπίστωση ή τον φόβο διάλυσης του «αστικού» πολιτικού στρατοπέδου και κυρίως της Κεντροαριστεράς.
Ας δούμε κάπως αναλυτικά μερικές τέτοιες παρεμβάσεις: «Χρειάστηκαν 10 χρόνια» Την Τρίτη 11 Μαρτίου ο Άγγελος Στάγκος, σε άρθρο του στην ιστοσελίδαΡεπόρτερ, με τίτλο «Δυσοίωνο το μέλλον για την Κεντροαριστερά», σημειώνει, εκκινώντας από τον παραλληλισμό με τη δεκαετία του 1950: «Αυτή η κεντροαριστερά θα βγάλει το λάδι όσων προσβλέπουν και ελπίζουν ότι θα αποκτήσει κάποιο σχήμα. Η εμπειρία από το παρελθόν, δηλαδή από τη δεκαετία του 1950, λέει ότι χρειάστηκαν 10 χρόνια για να καταφέρουν οι αρχηγοί και οι αρχηγίσκοι διαφόρων κομμάτων και κομματιδίων του κεντρώου και του κεντροαριστερού χώρου να συμφωνήσουν στη δημιουργία της βραχύβιας Ένωσης Κέντρου, ενώ το παρόν δεν δημιουργεί προσδοκίες ότι κάτι ανάλογο μπορεί να επιτευχθεί σε συντομότερο χρόνο». «Όπως έχουν τα πράγματα, και με το “Ποτάμι” στο πολιτικό σκηνικό πλέον, οι οιωνοί για το ΠΑΣΟΚ, για την “Ελιά” και για τη ΔΗ.ΜΑΡ. δεν είναι καλοί, ειδικά με την αναταραχή που επικρατεί. Οι “58” σκορπίζουν, στο ΠΑΣΟΚ αλληλοτρώγονται, ο Βενιζέλος δεν τραβάει, η Κεντροαριστερά αντιμετωπίζει αντικειμενικά προβλήματα γιατί δεν μπορεί να υπερασπιστεί τις αρχές της μέσα στο οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη και βεβαίως δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από την κυβέρνηση, όποιος και να είναι ο αρχηγός, εφόσον είναι προσανατολισμένο – και σωστά – στην παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Είναι σχεδόν καταδικασμένο να στηρίζει κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, γεγονός που δεν του επιτρέπει διαφοροποίηση. Με λίγα λόγια, θα συνεχίσει να κουβαλάει τον σταυρό του, μέσα στο περιβάλλον του άκρατου λαϊκισμού και του παραλόγου που έχει εδραιωθεί στην Ελλάδα». Η παρωδία Την Κυριακή στην Καθημερινή ο Κώστας Ιορδανίδης, υπό τον τίτλο «Η Ιστορία ως παρωδία», επισημαίνει τον «θρυμματισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος», τον οποίο «αρχίζουν να καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις εν όψει των ευρωεκλογών του προσεχούς Μαΐου», με ιδιαίτερη αναφορά, και αυτός, στη δεκαετία του 1950, η οποία όλο και περισσότερο θυμίζει πολλά σε όλο και περισσότερους: «Η σάρωση του οικονομικού συστήματος θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην αποσύνθεση και των κομμάτων, που διαχειρίστηκαν την εξουσία στη διάρκεια της μεταπολιτεύσεως. Το αντίθετο θα ήταν παράδοξο και αφύσικο». Ύστερα δε από μια αναφορά στις «εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, όταν η κάλπη ανέδειξε έντεκα κόμματα στη Βουλή και τρεις ανεξαρτήτους» και τον αξιοσημείωτο παραλληλισμό εκείνης της περιόδου με τη σημερινή, σημειώνει: «Δεν είναι λίγοι αυτοί που περιφέρονται εδώ και μήνες αναζητώντας πρόσωπο που θα μπορούσε να συσπειρώσει τους πολίτες, να δημιουργήσει “ρεύμα”. Κατεστημένο όμως δεν υπάρχει πλέον εν αντιθέσει με το παρελθόν. Προσωπικότητες, που να συνδέθηκαν με τις τύχες του έθνους έχουν εκλείψει από καιρό. Ως εκ τούτου αντί “νέου Παπάγου” και “Ελληνικού Συναγερμού” ανέκυψε ο κ. Σταύρος Θεοδωράκης και το “Ποτάμι”. Για μία φορά ακόμη η ιστορία επαναλαμβάνεται ως παρωδία ή μάλλον ως θεατρική παράσταση, επαρχιωτικής εμπνεύσεως». Και η κατακλείδα: «Σε σύγκριση με τα συμβαίνοντα τη σήμερον, το 1950 φαντάζει έτος πολιτικού επαγγελματισμού εντυπωσιακής ποιότητος». Οι σημαίες ευκαιρίας Την Κυριακή στο Βήμα ο διευθυντής της εφημερίδας Αντώνης Καρακούσης υπογράφει άρθρο με τίτλο «Μια αλλιώτικη συζήτηση», στο οποίο, κατά το αγαπημένο μοτίβο του αρθρογράφου, περιγράφεται μια συζήτηση μεταξύ φίλων, με το ερώτημα «αν η πολιτική κρίση, ως επακόλουθη της οικονομικής, είναι αναπόφευκτη και ικανή να αποδομήσει την όποια σταθεροποίηση της οικονομίας». Αποτυπώνει δε με έμφαση την άποψη ενός εκ των συνομιλητών ως εξής: «Μια χώρα πνιγμένη σε μακρά οικονομική κρίση και με ανεργία κοντά στο 30% δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίσει κάποια στιγμή μείζονα πολιτική κρίση. Νομοτελειακά θα έλθει η πολιτική κρίση αν δεν διαμορφωθούν τάχιστα συνθήκες εξόδου από την οικονομική. Αυτό διδάσκει η παγκόσμια πολιτική ιστορία. Παντού στον κόσμο χώρες που αντιμετώπισαν οικονομικές κρίσεις τέτοιου βάθους οδηγήθηκαν σε πολιτικές καταρρεύσεις εξαιτίας της απαξίωσης των πολιτικών δυνάμεων που θεωρήθηκαν υπεύθυνες της οικονομικής καταστροφής. Το ίδιο, αργά ή γρήγορα, θα συμβεί και στην Ελλάδα. Η πολιτική κρίση είναι μπροστά και κατά πάσα βεβαιότητα θα οδηγήσει σε μεγάλες ανακατατάξεις, οι οποίες θα πλήξουν κυρίως τις ώς τώρα κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. “Και τι μας περιμένει;” τον διέκοψε κάποιος άλλος της παρέας διερωτώμενος: “Οι λίμνες, τα ποτάμια, η τηλεδημοκρατία, διάφορα προσωποπαγή σχήματα με σημαίες ευκαιρίας θα αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά κόμματα, τα οποία ακόμη και σε τούτες τις συνθήκες μπορούν να εγγυηθούν τα βασικά αγαθά της χώρας, ενώ τα νεότευκτα σχήματα μοιάζουν με εκείνα τα παραδομένα σε ξένες δυνάμεις νέα κόμματα της "υπαίθρου", της "νέας πατρίδας" κτλ. των άλλοτε χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού που δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε την εθνική ενότητα ούτε πολύ περισσότερο την εδαφική ακεραιότητα”. “Αν είναι αυτό το πολιτικό μας μέλλον”, προσέθεσε με έμφαση, “χίλιες φορές ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Τσίπρας, όποιος τέλος πάντων λογοδοτεί σε σχήματα οργανωμένα και ελέγχεται υποτυπωδώς παρά ο καθένας που "φούσκωσε" μέσα στις ιδιαίτερες σημερινές συνθήκες, διαμόρφωσε πλάνη μεγίστη ότι μπορεί να χειρισθεί μείζονα προβλήματα και ανεμίζει ξύλινο σπαθί σωτηρίας». Συμπεράσματα 1. Οι αναφορές στη δεκαετία του 1950 είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτες σε όσα αφορούν την κατάσταση της Κεντροαριστεράς και την προοπτική της ανασυγκρότησής της – ακόμη και οι ανησυχίες για το διάστημα που πιθανώς θα χρειαστεί γι’ αυτήν (Στάγκος). 2. Ο συσχετισμός της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας με την προοπτική διάλυσης του πολιτικού συστήματος που οδήγησε σε αυτήν είναι πια κοινός τόπος, με όποιο πνεύμα και αν προσεγγίσει κάποιος το θέμα. Η εποχή που τέτοιες προσεγγίσεις, όταν τις καταγράφαμε στην αρχή της κρίσης, αντιμετωπίζονταν σαν... «προφητείες» έχει παρέλθει, αφού η ζωή τις δικαιώνει. 3. Το επόμενο συμπέρασμα αφορά τη – διάχυτη – διαπίστωση ότι το σύστημα εξουσίας της μεταπολίτευσης εκπνέει. Το ερώτημα είναι τι θα το διαδεχθεί. Αυτό σε έναν βαθμό – όχι απαραίτητα καθοριστικό – θα φανεί από το πόσο πολιτική θα είναι η ψήφος απόρριψης στις ευρωεκλογές και σε ποιον βαθμό θα αφορά τον καθένα από τους πρωταγωνιστές της μεταπολίτευσης. 4. Πέρα από τις συμπάθειες και αντιπάθειες του καθενός, μια παράμετρος που θα δώσει το στίγμα των διαθέσεων της ελληνικής κοινωνίας θα είναι η εκλογική επίδοση του Ποταμιού. Όχι απλώς επειδή πρόκειται για φαινόμενο «τηλεδημοκρατίας» (Καρακούσης) και απολίτικου λάιφ στάιλ ούτε μόνο διότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται ως παρωδία ή μάλλον ως θεατρική παράσταση επαρχιωτικής εμπνεύσεως» (Ιορδανίδης). Αλλά κυρίως επειδή το ποσοστό του, έστω και αν πρόκειται για ευρωεκλογές, θα καταδείξει τον βαθμό «εγκυρότητας» της πολιτικής στη χώρα μας. Το ίδιο ισχύει και με την ψήφο προς τη Χρυσή Αυγή. Εν τέλει η υπέρμετρη υπερψήφιση ενός ναζιστικού και ενός απολίτικου - λάιφ στάιλ σχηματισμού παραπέμπουν σε φαινόμενα που επικράτησαν – και ακόμη ανθούν – σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης μετά την παταγώδη πτώση του ανατολικού μπλοκ και τη σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση κάποιων εκ των χωρών που το συναποτελούσαν. Μια ματιά στη σημερινή Ουκρανία, την οποία παρασύρουν στην άβυσσο πολιτικοί «ηγέτες» καταδικασμένοι για σκάνδαλα, κλέφτες του δημοσίου χρήματος, πρώην πυγμάχοι και πατενταρισμένοι φασίστες, δείχνει του λόγου το αληθές. 5. Το πέμπτο συμπέρασμα αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ και τη δυνατότητά του να μετουσιώσει σε πολιτική διεξόδου την ψήφο απόρριψης του μεταπολιτευτικού συστήματος εξουσίας. Ο ίδιος ακόμη ψάχνει και ψάχνεται. Ωστόσο η φύση και η πολιτική απεχθάνονται το κενό. Ιδιαίτερα σε μια χώρα που βρίσκεται σε δεινή κρίση και με πολλαπλά προβλήματα, στην οποία κάθε κυβέρνηση οφείλει, εκτός από την οικονομία, να διαχειριστεί βαρύτατους συμβολισμούς, έννοιες και προβλήματα, όπως η εδαφική ακεραιότητα και η εθνική συνοχή. ● Στα «κατά» του ΣΥΡΙΖΑ, το ότι απαιτείται να «ωριμάσει» εξαιρετικά βίαια. ● Στα «υπέρ» του, το ότι δεν έχει κάψει καμιά από τις πολιτικές δυνατότητες που απαιτεί η εποχή. ● Στα «ζητούμενα», το ότι πρέπει να πείσει ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και για τις προθέσεις και για τις δυνατότητές του. Υπ’ αυτήν την έννοια οι επόμενες ευρωεκλογές δεν θα κρίνουν την επόμενη κυβέρνηση, αλλά θα αποτελέσουν ένα γερό «κρας τεστ» για πολλούς και πολλά... |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.