Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Παιχνίδια ισχύος με φόντο τη Συρία



Της Μαίρης Μπόση

Ο σχεδόν διετής «εμφύλιος» πόλεμος στη Συρία, αποτελεί ένα από τα ζητήματα της διεθνούς ενασχόλησης. Η διεθνής κοινή γνώμη παρακολουθεί μια ιδιότυπη «ανάγνωση» των γεγονότων με αποκορύφωμα την πρόσφατη πολύνεκρη επίθεση με χημικά όπλα. Αν και παραμένει άγνωστος ο δράστης της επίθεσης, οι εκατέρωθεν κατηγορίες μεταξύ του καθεστώτος και των ένοπλων μαχητών, συνοδεύονται με την επίσης διεθνή απόδοση ευθυνών ανάλογα με τις απόψεις για το «μέλλον» της περιοχής.

Υπόβαθρο
Η Συρία (γενικότερο όνομα μιας ευρύτερης περιοχής) υπήρξε αποικία των Βρετανών και των Γάλλων μετά το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στη διάρκεια των πολέμων και των εξεγέρσεων κατά της αποικιοκρατίας και μετά από κάποια χρόνια εξελίξεων, η Συρία με τα σημερινά σύνορα της, αναδείχτηκε ως μια σημαντική δύναμη του αραβικού κόσμου. Το μπααθικό καθεστώς του πατέρα Άσαντ, ήταν ένα μίγμα στρατιωτικής και σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, ευρέως αποδεκτό τις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου.

Η Συρία στη διάρκεια της εξέλιξης της διατήρησε στενές σχέσεις με την τέως Σοβιετική Ένωση, όχι μόνο για την αγορά των οπλικών της συστημάτων, αλλά και σε ανταλλαγές στρατιωτικών συμβούλων, όπως και σε επίπεδο πολιτικών και οικονομικών ανταλλαγών,. Η σχέση των δύο κρατών τερματίστηκε με την πτώση της τέως ΕΣΣΔ, αλλά μια μικρή ναυτική βάση στην παραλιακή πόλη Ταρσούς, παρέμεινε ως το τελευταίο στρατηγικό έρεισμα των ρωσικών συμφερόντων στη Μεσόγειο.

Ο υιός Άσαντ που διαδέχτηκε το χαρισματικό πατέρα του, συντήρησε μια μορφή εξουσίας που ιστορικά έφτανε στο τέλος της στο μεταδιπολικό κόσμο, καθώς οι προθέσεις και τα μηνύματα του γεωπολιτικού αναθεωρητισμού έκαναν την εμφάνισή τους σχεδόν αμέσως μετά.

Σε επίπεδο περιφερειακών και διεθνών σχέσεων το συριακό καθεστώς, άνοιξε τις πόρτες του στους Παλαιστίνιους της διασποράς, ενώ τάχθηκε εξ αρχής κατά του κράτους του Ισραήλ. Η συνέχιση όμως του μπααθικού καθεστώτος από τον Άσαντ, η κρατική ιδιοκτησία του πλούτου της χώρας και η επιλεκτική εξωτερική πολιτική, κατέταξε την Συρία στα «κράτη-παρίες», ή «κράτη-τρομοκράτες» ή «κράτη-ταραξίες», από τις ΗΠΑ με οικονομικό εμπάργκο από τη δεκαετία του 1980.

Το τέλος του διπολικού συστήματος βρήκε τη Συρία αποδυναμωμένη. Όχι μόνο απομονωμένη από τις ΗΠΑ, σε συνέχεια της προηγούμενης πολιτικής της, αλλά και με μειωμένες πολιτικές, οικονομικές σχέσεις με την αποδυναμωμένη Ρωσία, ως συνέχειας της τ. ΕΣΣΔ.

Ομοιότητες με την Λιβύη
Οι εξεγέρσεις της «Αραβικής Άνοιξης» καθυστέρησαν την επιρροή τους στη Συρία, όμως η συριακή εκδοχή της εξέγερσης έχει στοιχεία που εν μέρει είδαμε στην Λιβύη. Δηλαδή, την είσοδο στη χώρα, (στην υπόθεση της Συρίας με την ανοχή της Τουρκίας και της Ιορδανίας, η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους) πληθώρας μισθοφόρων (ιδιωτικών εταιρειών «ασφαλείας», ένοπλων φανατικών ισλαμιστών, μαχητών της οργάνωσης της αλ Κάϊντα και ποικίλων στοιχείων προερχομένων από το κοινό έγκλημα. Στο σύνολο τους χρηματοδοτούνται από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, την Τουρκία, κυρίως σε επίπεδο παροχής επιμελητείας και οπωσδήποτε τις χώρες της Δύσης.

Ακόμη περισσότερο, ο Άσαντ προέρχεται από τη μειονότητα των αλεβιτών της χώρας, της οποίας το θρήσκευμα είναι κυρίως Σούνι, με σημαντικές ομάδες Σιιτών. Αν και η θρησκεία δεν αποτέλεσε ζήτημα ειδικής ενασχόλησης στο συγκεκριμένο κράτος, η νέα εποχή στον αραβικό κόσμο «προτείνει» την αναβάθμιση των θρησκευτικών τάσεων ως βάση για την αναδιανομή εδαφών.

Η θρησκεία ως έννοια και για την ταυτότητα των κρατών αυτών, εδράζεται σε βαθιές διαχωριστικές γραμμές, καθώς συχνά ταυτίζεται με την πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση και τις δομές της. Οι Σαουδάραβες ηγέτες, όπως και οι πρίγκιπες του Κατάρ και των λοιπών εμιράτων της περιοχής, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, ταυτίζονται επιλεκτικά με τις απόψεις των ευρωπαϊκών κρατών, των ΗΠΑ και του Ισραήλ.

Παιχνίδια ισχύος
Η Ρωσία, φέρουσα τις μνήμες της τέως υπερδύναμης, θεωρεί ότι η επέμβαση στη Λιβύη ήταν ένας ατυχής εκ μέρους της χειρισμός και διαφωνεί στην επανάληψη μιας επέμβασης στη Συρία, που θα έχει αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός χάους και μιας αταξίας στην περιοχή δίχως τέλος, αλλά και την απώλεια του τελευταίου στρατηγικού ερείσματός της στη Μεσόγειο.

Επί της ουσίας, ο έλεγχος των φυσικών πόρων της λεκάνης Μεσογείου (Κύπρος-Ισραήλ-Αίγυπτος) από τις ΗΠΑ και κάποιες δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις, θα λειτουργήσει ενάντια στα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας.

Η Ε.Ε. μεσοπρόθεσμα θα βρεθεί να έχει μειωμένη εξάρτηση από το ρωσικό αέριο, πράγμα που αποτέλεσε και αποτελεί τη δεδηλωμένη άλλωστε, στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ, της οποίας δείγματα, σε διπλωματικό τουλάχιστον επίπεδο, παρακολουθήσαμε και στην ελληνική «εκδοχή» του παιγνίου των αγωγών.

Η Κίνα, με τη σειρά της, δείχνει ενδιαφέρον για τις διεθνείς εξελίξεις, μέσα σε μια γενικότερη πορεία ανάδειξης της δικής της ισχύος στο διεθνές περιβάλλον. Ειδικότερα η Κίνα, η οποία ενδιαφέρεται διακαώς για την είσοδο της σε ενεργειακές πηγές προσανατολιζόμενη σε Μέση Ανατολή και Αφρική. Η μεταβoλή του status στην περιοχή υπέρ της Δύσης θα λειτουργήσει υπέρ της στρατηγικής της ανάσχεσης, πρωτίστως σε οικονομικό επίπεδο.

Παράλληλα το Ισραήλ νιώθει την απειλή του άξονα Ιράν-Συρίας και της θρησκευτικά «ετερόκλητης» συνεργασίας Χεζμπολλάχ – Χαμάς και είναι φανερό ότι η πίεση που ασκεί στην κυβέρνηση Ομπάμα, δεν δύναται να μην επιφέρει το ελάχιστο έστω αποτέλεσμα, παρά την ανησυχία του για την επιρροή των φονταμενταλιστών του Ισλάμ στην περιοχή.
Υπό μια έννοια, παρακολουθούμε ένα παιχνίδι ισχύος μεταξύ  πολλών παραγόντων. Των «υπερδυνάμεων» ΗΠΑ-Ρωσίας, νυν περιφερειακών δυνάμεων Τουρκίας-Ισραήλ, και τέως αποικιοκρατικών δυνάμεων, στο πλαίσιο νέο-αποικιακών επιδιώξεων, βλ. Βρετανία–Γαλλία, σε μια προσπάθεια να επανέλθουν ή να παραμείνουν στο προσκήνιο, ενόψει των μεγάλων ανακατάξεων του 21ου αιώνα.

Εάν λάβουμε υπόψη, ότι είναι παράλογο ένας ηγέτης να χρησιμοποιεί χημικά όπλα κατά του δικού του πληθυσμού. Δηλαδή, από αυτούς τους οποίους επιθυμεί να τον στηρίξουν για τη διαιώνιση της πολιτικής του παρουσίας, τη στήριξη που όπως αποδεικνύεται έχει από τις ένοπλες δυνάμεις του, αλλά και από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, τότε δημιουργούνται πολλά ερωτήματα για την αντιπολίτευση που εδρεύει στο εξωτερικό.

Οι ομάδες που μάχονται κατά των ενόπλων δυνάμεων της Συρίας, προέρχονται από μια πληθώρα ετερογενών και πολιτικά αντιπαρατιθέμενων τάσεων. Σύμφωνα άλλωστε με τα διεθνή δημοσιεύματα αναφέρονται ακόμη και συγκρούσεις μεταξύ τους, παρά τις προσπάθειες των δυτικών διπλωματών να τους συμφιλιώσουν (βλ. συναντήσεις στο Κατάρ). Θα μπορούσε να λεχθεί ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά επισφαλή και πρόσκαιρη πολιτικοστρατιωτική ενότητα «τύπου Λιβύης», όπου ως γνωστόν, έφερε τη χώρα στο επίπεδο της πλήρους ανομίας και της διακυβέρνησής της από φυλές.

Η συνέχιση της παρουσίας, του αιρετικού για τα δυτικά δεδομένα Άσαντ, η άρνηση της Ρωσίας και της Κίνας να δεχτούν επέμβαση, έφερε τη χρήση του ακραίου όπλου (έχει ξαναχρησιμοποιηθεί από το Ιράκ κατά του Ιράν, στον μεταξύ τους πόλεμο -δεκαετία 80’- ως «δώρο» των ΗΠΑ στο Ιράκ), των χημικών επιθέσεων κατά αθώου πληθυσμού.
Αν και οι δράστες παραμένουν «άγνωστοι» ακόμη και δια στόματος αμερικανών επισήμων, εν τούτοις πρόκειται για μια εξαιρετική ευκαιρία για «περιορισμένη στρατιωτική επίθεση» συνεπικουρούμενη πάντα από τα φιλικά προσκείμενα και διεθνώς κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ευρεθούν οι πραγματικοί δράστες, θα θυμηθούν όλοι το «λάθος» κατόπιν εορτής (βλ. πόλεμος «Σοκ και δέος» κατά του Ιράκ).

* Η κυρία Μπόση είναι επίκουρη Καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και αυτό το διάστημα προετοιμάζει ένα βιβλίο για τη Συρία.


Πηγή:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.