Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Η λεηλασία του δημοσίου πλούτου (αξίζει την προσοχή μας)


του Ιουλιανού
Επί δεκαετίες οι ντόπιοι κεφαλαιοκράτες, Στράτος, Αγγελόπουλος, Ωνάσης, Τσάτσος, Φιξ, Καρέλας, Κεφάλας, Λαδόπουλους, Σκαλιστήρης, Δράκου, Κανελλόπουλος, Στασινόπουλος, Κατσάμπας κ.λπ, φέσωναν το Δημόσιο με τις παγωμένες πιστώσεις, με την υπερτιμολόγηση των εξοπλισμών, των μηχανημάτων, των κτιριακών εγκαταστάσεων και γενικά την «επένδυση» τους, την οποία χρηματοδότησαν με κρατικά δάνεια βεβαίως, χώρια τις επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις, και τις φοροαπαλλαγές, τις ευνοϊκές ρυθμίσεις κεφαλαιοποίησης, διαγραφές τόκων κ.λπ. Έτσι ο «επιχειρηματίας επενδυτής» είχε βγάλει εκ των προτέρων το κέρδος του, το οποίο διόγκωνε στη συνέχεια με υπερτιμολογήσεις στις εισαγωγές και υποτιμολογήσεις στις εξαγωγές. Τα κέρδη έμεναν σε τράπεζες της Ελβετίας, ενώ στο εσωτερικό η επιχείρηση καθίσταται «προβληματική».
Με λίγα λόγια οι «Έλληνες πατριώτες» συσσώρευαν δημόσιο πλούτο «δανειζόμενοι» δυσθεώρητα ποσά από το Κράτος τα οποία κατευθύνονταν σε προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Άλλωστε το μόνο που τους απασχολούσε ήταν η προνομιακή και φτηνή πρόσβαση στους πιστωτικούς πόρους του Δημοσίου, που ως αποτέλεσμα είχε τη συνεχή χρηματοδότηση τους.
Αναγκαίοι διαμεσολαβητές ήταν το τότε πολιτικό προσωπικό τους και οι διοριζόμενες από αυτό το προσωπικό, διοικήσεις των Κρατικών Τραπεζών.
Έγραφε η Καθημερινή σε ένα άρθρο: «Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, των μεταπολεμικών βιομηχάνων ανδρώθηκε λεηλατώντας τα κεφάλαια της αμερικανικής βοήθειας (Δόγμα Truman – Σχέδιο Marshall) εν συνεχεία «φέσωσε» τις κρατικές τράπεζες στη δεκαετία του ’60 με τις λεγόμενες παγωμένες πιστώσεις, για να καταλήξει στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στα κουφάρια των προβληματικών που τη χρεωκοπία τους πλήρωσε ο Έλληνας φορολογούμενος, ενώ οι ιδιοκτήτες τους, πάμπλουτοι κυκλοφορούν ανέμελοι μεταξύ Αθηνών και Ζυρίχης (οικογένειες Φιξ, Καρέλα, Κεφάλα, Λαδόπουλου, Σκαλιστήρη, Δράκου κ.λ.π)».
Μερικές από τις πιο σημαντικές επιχειρήσεις που απήλαυσαν το καθεστώς των παγωμένων πιστώσεων ήταν:
  • Στράτου – Κατσάμπα, που μέσω της «Πειραϊκής-Πατραϊκής» είχαν τον έλεγχο και μιας σειράς άλλων επιχειρήσεων, κυρίως στον κλάδο παραγωγής και εμπορίας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.
  • Μποδοσάκη, που μέσω της Ανώνυμης Εταιρίας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (Λιπάσματα Δραπετσώνας) είχε ουσιαστικά και τον έλεγχο μιας σειράς άλλων αξιόλογων επιχειρήσεων, όπως ΛΑΡΚΟ, «Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδας», «Υαλουργία Ελευσίνας» κλπ.
  • Σκαλιστήρη, που μέσω της «Ανώνυμης Εταιρίας Μεταλλευτικών, Βιομηχανικών, Ναυτιλιακών» είχε τον έλεγχο του χρωμίτη και το μονοπώλιο στην παραγωγή δίπυρης και καυστικής μαγνησίας. Στο συγκρότημα ανήκε επίσης η εταιρία «Μακεδονικοί Λευκόλιθοι»
  • Κεφάλα, με την ίδρυση της χαρτοβιομηχανίας «Αθηναϊκή Χαρτοποιία» ή «Σόφτεξ»
  • Τσάτσων, με την ίδρυση της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής
  • Ανδρεάδη, επικεφαλής ενός από τους σημαντικότερους ομίλους ελληνικών επιχειρήσεων. Έχοντας τον έλεγχο των Ελληνικών Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων (του σημερινού ΗΣΑΠ) και από το 1952 της Εμπορικής Τράπεζας (αργότερα απέκτησε και τις μικρότερες τράπεζες Ιονική, Πειραιώς, Αττικής και Επενδύσεων), ίδρυσε στη συνέχεια τη Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων στη Νέα Καρβάλη Καβάλας, τα Διυλιστήρια Ασπροπύργου, τα Ναυπηγεία Ελευσίνας κλπ.
  • Λάτση, με την ίδρυση των διυλιστηρίων της ΠΕΤΡΟΛΑ
  • Βαρδινογιάννη, με την ίδρυση των διυλιστηρίων της ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ στην Κόρινθο
  • Νιάρχου, με την ίδρυση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά.
Αυτή, η αφρόκρεμα των «Ελλήνων πατριωτών» ουδέποτε πλήρωσε μια δραχμή όχι μόνο των Δανείων τους μα και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς των εργαζομένων. Χώρια που όταν κοντά στο 1980 αυτές οι επιχειρήσεις μετατρεπόταν σε «προβληματικές» το μέλλον χιλιάδων εργαζομένων σε αυτές ήταν τουλάχιστον αμφίβολο.
Βέβαια οι εργάτες απάντησαν με κινητοποιήσεις στο επερχόμενο λουκέτο των επιχειρήσεων αυτών, βγήκαν στο δρόμο απαιτώντας “εδώ και τώρα κρατικοποίηση”. Κάτι που τους το υποσχέθηκε προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνοντας την εξουσία το 1981, ψήφισε και εφάρμοσε, στο όνομα της ανεργίας, τον νόμο 1386/83, ο οποίος προέβλεπε:
Τις διαδικασίες με τις οποίες θα περάσουν οι προβληματικές επιχειρήσεις από τον έλεγχο των ιδιωτών στο δημόσιο με την δημιουργία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων.
Την οικονομική στήριξη από το Δημόσιο στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, ώστε να συνεχίσει τη λειτουργία των τέως «προβληματικών».
Τέλος με το συγκεκριμένο νόμο, το Δημόσιο αναγνώριζε τα χρέη των επιχειρήσεων αυτών ως κρατικά και αυτόματα έπαυε κάθε δίωξη των πατριωτών επιχειρηματιών για διασπάθιση δημοσίου χρήματος.
Και ήταν ο νόμος που «άνδρωσε» τους συνδικαλιστές του ΠAΣOK, που έβλεπαν τις επιχειρήσεις αυτές σαν κάστρο τους, αδιαφορώντας για την καταλήστευση και την διασπάθιση του δημόσιου χρήματος από τους πρώην ιδιοκτήτες και πολύ περισσότερο αδιαφορώντας για την κοινωνικοποίηση των χρεών τους. Και πέτυχε την πλήρη παθητικοποίηση των εργαζομένων εκεί και για αυτήν τους την προσφορά, ορισμένους τους αντάμειψε πλουσιοπάροχα.

Η Λεηλασία

Οι πρώτες «κρατικοποιήσεις» έγιναν επί κυβέρνησης Kαραμανλή (Εμπορική Τράπεζα ) με την βοήθεια του ΣΕΒ που έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις για την οικονομική και κοινωνική πολιτική, αφού όλοι οι νόμοι της εποχής εκπορεύτηκαν και συντάχθηκαν από τον ΣΕΒ.
Επί ΠΑΣΟΚ, υπουργός Εθνικής Οικονομίας κατά το διάστημα 1982-1985 ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης ο οποίος δημιούργησε τους όρους, τα πλαίσια και τους κανόνες, βάση των οποίων οι ιδιωτικές επιχειρήσεις των κεφαλαιοκρατών θα περάσουν στα χέρια του κράτους. Προς όφελος όμως ποιων; Των εργαζομένων; Των πατριωτών επιχειρηματιών; Του έθνους των Ελλήνων;
Η κεντρική ιδέα ήταν η μετοχοποίηση των χρεών, το πούλημα των νέων μετοχών στους ιδιώτες και το ξεδιάλεγμα των μη βιώσιμων εργοστασίων και τμημάτων με κλεισίματα και απολύσεις. Έτσι το σχέδιο άφηνε ανέγγιχτους τους βιομηχάνους και εξασφάλιζε ότι το κράτος θα κάλυπτε τα χρέη που είχαν οι «επενδυτές» προς τις τράπεζες. Οι πρώην ιδιοκτήτες και οι τράπεζες αποζημιώθηκαν πλουσιοπάροχα. Αυτό ονομάστηκε «Σοσιαλισμός».
Ο ίδιος ο Αρσένης στο βιβλίο που έγραψε το 1987 με τίτλο «Πολιτική Κατάθεση» δικαιολογεί έτσι την «σοσιαλιστική» πολιτική του:
«Το πρόβλημα το είχε κατ’ αρχήν η Εθνική Τράπεζα που είχε δανείσει υπέρογκα ποσά σε αυτές τις εταιρείες…» «…Πρόβλημα είχαν επίσης οι εργαζόμενοι σε αυτές τις εταιρείες αφού η απασχόληση τους εξαρτιόταν άμεσα από την συνέχιση των εργασιών των επιχειρήσεων…»
«…οι πιστώσεις ανέρχονταν (σ.σ μόνο στην Εθνική!) στο ύψος των 200 δισεκατομμυρίων δρχ, θα έπρεπε να χαρακτηριστούν επισφαλή χρέη και να διαγραφούν. Η τράπεζα θα αδυνατούσε βεβαία να καλύψει ζημιά τέτοιου ύψους από άλλους πόρους και θα αναγκαζόταν να αθετήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους καταθέτες…»
«…Για να προχωρήσουμε αποτελεσματικά έπρεπε πρώτα από όλα να παραδεχτούμε την πικρή αλήθεια, ότι δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος των 200 δισεκατομμυρίων- που εξανεμίστηκε έπρεπε να καλυφθεί- θα πληρωνόταν κατ’ ανάγκη από τον φορολογούμενο…Το κόστος θα μπορούσε να κατανεμηθεί διαχρονικά με τέτοιο τρόπο που η επιβάρυνση να μην είναι σημαντική…»
Συμπέρασμα: Τα 200 δις δεν τα έκλεψαν οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες αυτών των εταιριών αλλά εξανεμίστηκαν με τρόπο μαγικό. Τσάτσος, Ανδρεάδης, Μποδοσάκης και λοιποί δεν έχουν καμία ευθύνη για την «εξανέμιση» των δις, δεν τσέπωσαν τα δάνεια, άρα δεν θα διωκόταν δε θα δικαζόταν, δε θα καταδικαζόταν. Ούτε καν θα γινόταν κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων. Τα παιδιά είναι καθαρά και αθώα.
Αντίθετα, για να μη χρεοκοπήσει η Εθνική τράπεζα και χάσουν οι καταθέτες τα λεφτά τους μια και τα χρήματα δεν κλάπηκαν αλλά εξανεμίστηκαν μεταφυσικά, υπεύθυνος χρίστηκε ο λαός στο σύνολό του και κλήθηκε να πληρώσει για την ρεμούλα των μαφιόζων επιχειρηματιών. Με την κάλυψη του κράτους, των θεσμών, του δικαστικού σώματος και του νομικού καθεστώτος, του Τύπου, της διπολικής πολιτικής εξουσίας και του κοινοβουλίου. Βούρκος.
Ο Αρσένης όμως, είναι η αλήθεια, προσπάθησε να κινήσει νομικές διαδικασίες εναντίων των Τσάτσων της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής. Διενήργησε τιμολογιακούς, τελωνειακούς, δασμολογικούς ελέγχους, έδεσε την υπόθεση και την έστειλε στον εισαγγελέα. Ο Παπανδρέου έδειξε αμέσως την πόρτα εξόδου στον Αρσένη, με ταυτόχρονο διορισμό- στο υπουργείο οικονομίας του Τραπεζίτη Καρατζά ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΓΕΤ επί Τσάτσων ως γενικό γραμματέα με υπουργό τον K. Σημίτη.
Ταυτόχρονα οι εφημερίδες δημοσιεύουν άρθρα που εμφάνιζαν τον Αρσένη ως διώκτη της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας.»
Ο ίδιος γράφει για το θέμα στο βιβλίο του:
«Προβληματίστηκα, γιατί πίστευα πως δινόταν μια μεγάλη ευκαιρία στον Τύπο να αποκαλύψει τι κρυβόταν πίσω από τις διαμάχες με τις προβληματικές. Με τον καιρό κατάλαβα πόσο δικτυωμένα ήταν τα συμφέροντα και πόσο αποτελεσματικά λειτουργούσαν-πόσο καθοριστική ήταν η χρηματοδότηση από την Εθνική Τράπεζα για μια μερίδα του Τύπου….Οι ίδιες εταιρείες, οι ίδιες οικογένειες τα ίδια κυκλώματα…»
Η Εθνική Τράπεζα (Παναγόπουλος) ήταν ο κύριος μέτοχος της ΑΓΕΤ ελέγχοντας το 40% των μετοχών της. Η οικογένεια Τσάτσου έλεγχε το 12,5%.
Το 1985 η Βάσω Παπανδρέου -τότε ήταν αναπληρώτρια υπουργός Βιομηχανίας- και κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή με αφορμή ερώτησης που κατατέθηκε και αφορούσε την λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών απάντησε το εξής καταπληκτικό: «Αν αρχίσουμε, κύριοι βουλευτές της ΝΔ, να σκαλίζουμε ο ένας τις αμαρτίες του άλλου, τότε θα μολυνθεί πολύ ο πολιτικός βίος αυτής της χώρας». Έτσι βολεύτηκαν όλοι. Από τον κυβερνητικό συνδικαλισμό ως τον Λάτση. Από το ΠΑΣΟΚ ως την ΝΔ.
Ακόμα χειρότερα, κανείς μα κανείς, ούτε καν από τα κινήματα των εργαζομένων δεν πάλεψε ή ακόμα χειρότερα δεν έθεσε το ζήτημα της κοινωνικοποίησης χωρίς αποζημίωση για όσα εργοστάσια οι ιδιοκτήτες του δήλωναν ότι έχουν γίνει ασύμφορα και θα τα κλείσουν, οτι πρέπει και επιβάλλεται να περάσουν στο δημόσιο χωρίς δεκάρα για τους βιομήχανους και τις τράπεζες.
Και δεν πάλεψε κανείς γιατί εργάτες βολεύτηκαν με το αντίδωρο που τους πέταξε το ΠΑΣΟΚ σε συνδυασμό με την κομματική νομιμοφροσύνη των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Το ΚΚΕ την εποχή εκείνη ζητούσε «…τουλάχιστον ένα μέρος των δανείων να εξοφληθεί από τα άλλα περιουσιακά στοιχεία των πρώην ιδιοκτητών … και μέτρα προστασίας της ντόπιας παραγωγής (που) αποτελούν βασικό μέσο περιορισμού της δύναμης των μονοπωλίων και της ασυδοσίας του…» και «να ξεσκεπαστούν τα φαινόμενα ασυδοσίας και ρεμούλας των προηγούμενων διοικήσεων και τα κυκλώματα διαφθοράς».
Ήταν η εποχή που «ντόπια και ξένα κέντρα επιβουλεύονται την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ». Και πολλοί που θυμόνταν το ξορκισμένο παρελθόν πίστευαν την διασπορά πάσης φύσης σπερμολογιών, ιδίως αν τις εκσπερμάτωνε το στόμα του αρχηγού. Του Ανδρέα σκέτο. Το όραμα της αλλαγής που όλοι πίστεψαν. Και είναι και η εποχή που ένας νεαρός ονόματι Κοσκωτάς που παρουσιάστηκε στο προσκήνιο ως δόκτορας εξαγόραζε μια τράπεζα…
Και τον Γενάρη δε του 1999 το ΠΑΣΟΚ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα καταθέτοντας τροπολογία πάνω στον νόμο 1386/83 με την οποία έδινε τη δυνατότητα να δοθεί σε ορισμένους ιδιοκτήτες των πρώην προβληματικών επιχειρήσεων και τραπεζών που πέρασαν κάτω από τον έλεγχο του δημοσίου «πλήρης αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστησαν συνεπεία των αυξήσεων κεφαλαίου», εφόσον οι παλιοί μέτοχοι “δεν έχουν αποδεχτεί ρητά ή σιωπηρά τις γενόμενες αυξήσεις κεφαλαίου και εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση με την οποία ακυρώνεται η αύξηση κεφαλαίου».
Η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας αναφέρει:
«Όπως είναι γνωστό, εκκρεμούν ενώπιον διαφόρων Διοικητικών και Πολιτικών Δικαστηρίων προσφυγές ή αγωγές με αίτημα την ακύρωση ή την αναγνώριση της ακυρότητας αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και κεφαλαιοποιήσεων απαιτήσεων που έγιναν με υπουργικές αποφάσεις κατά τις διατάξεις του Ν. 1386/1983 και αφορούσαν επιχειρήσεις που είχαν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου, δηλ. τις λεγόμενες προβληματικές επιχειρήσεις, καθώς και αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου τραπεζικών ανωνύμων εταιρειών που είχαν υπαχθεί σε καθεστώς προσωρινής επιτροπείας βάσει του Π.Δ. 861/1975, που κυρώθηκε με τον Ν. 236/1975, που έγιναν με πράξη του προσωρινού Επιτρόπου σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που του παρείχαν οι ως άνω διατάξεις.
Κοινό χαρακτηριστικό των ως άνω αυξήσεων κεφαλαίου είναι ότι έγιναν βάσει ειδικών ρυθμίσεων της τότε ισχύουσας νομοθεσίας και κατά παρέκκλιση ορισμένων ρυθμίσεων του Κ.Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», όπως ίσχυε κατά τα χρονικά σημεία που έλαβαν χώρα οι ως άνω αυξήσεις κεφαλαίου, δηλ. χωρίς να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη στον νόμο αυτό διαδικασία σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης προκειμένου αυτή να λάβει τη σχετική απόφαση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς να παρασχεθεί στους παλαιούς μετόχους δικαίωμα προτίμησης στο σύνολο των νέων μετοχών.
Πρόκειται, επομένως, για άδικες περιπτώσεις αυξήσεως μετοχικού κεφαλαίου, που έλαβαν χώρα βάσει ορισμένων ρυθμίσεων της τότε ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες, όπως αποφάνθηκε πολύ μεταγενέστερα το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήταν αντίθετες προς ορισμένες διατάξεις της δεύτερης κοινοτικής εταιρικής οδηγίας (οδηγία 77/91/ΕΟΚ) και ειδικότερα προς το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο 1 και, στις περιπτώσεις που δεν παρασχέθηκε δικαίωμα προτίμησης, και προς το άρθρο 29 παρ. 1 της ως άνω οδηγίας.»
«Σημειώνεται όμως ότι σε όλες τις περιπτώσεις τόσο η λογιστική όσο και η εσωτερική αξία των μετοχών των υπ’ όψη εταιρειών πριν την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/83, ήταν μηδενική, συνεπεία της τεράστιας συσσώρευσης ληξιπρόθεσμων και μη χρεών. Οι εταιρείες θα οδηγούντο στην πτώχευση (εξ’ άλλου μερικές από αυτές είτε είχαν πτωχεύσει ήδη, είτε ευρίσκοντο σε πραγματική κατάσταση παύσης πληρωμών). Η υπαγωγή των εταιρειών στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/83 και ιδίως οι αυξήσεις κεφαλαίου τους τις οποίες επωμίσθηκε αμέσως μεν το Δημόσιο (μέσω του ΟΑΕ) εμμέσως δε και οι πιστωτές τους με μετοχοποίηση των συσσωρευμένων απαιτήσεων τους, υπήρξε η μοναδική δυνατότητα επιβίωσης των επιχειρήσεων. Η επιβίωση τους δε αυτή, είχε ως αποτέλεσμα την σε κάθε περίπτωση βελτίωση των οικονομικών τους δεικτών σε σχέση με τον προηγούμενο της υπαγωγής (και κυρίως των αυξήσεων κεφαλαίου) χρόνο. Έτσι, είτε οι επιχειρήσεις αυτές μεταβιβάσθηκαν εν λειτουργία, είτε όχι, η εσωτερική αξία της μετοχής είχε αυξηθεί αφού στις εταιρείες εισέρρευσαν κεφάλαια μεγάλου ύψους είτε αμέσως είτε εμμέσως δια της διαγραφής των χρεών.»
«Η ρύθμιση διευκόλυνε δικονομικά τη διεκδίκηση της αποζημίωσης δεδομένου ότι θα υπάρχει μόνο ένας και φερέγγυος αντίδικος των εναγόντων, οι οποίοι έτσι δεν θα βαρύνονται με την απόδειξη υπαιτιότητας άλλων εμπλεκομένων προσώπων, έναντι των οποίων, σε αντίθεση με το Ελληνικό Δημόσιο, θα ήταν ενδεχομένως εκτεθειμένοι σε κινδύνους αφερεγγυότητας.»
Αθήνα, 13 Ιανουαρίου 1999
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Καλοκαίρι 1989.
Μετά από εκλογές – στις οποίες είχαν εμπλακεί εκδότες, δημοσιογράφοι, εισαγγελείς, δικαστές, ξένοι διπλωμάτες, πρεσβείες, και στις οποίες σημειώθηκαν και αθλιότητες σε εκλογικά κέντρα με την μη παρουσία δικαστικών αντιπροσώπων ή εφορευτικών επιτροπών- ο εκλογικός συσχετισμός των δυνάμεων διαμορφώθηκε ως εξής: Η ΝΔ πήρε 44,28%, το ΠΑΣΟΚ 39,13%, ο ΣΥΝ 13,13%, η ΔΗΑΝΑ 1,01%.
Έτσι προέκυψε μια κυβέρνηση «κάθαρσης» όπως ονομάστηκε, στην οποία συμμετείχαν η ΝΔ και ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου. Η συν-κυβέρνηση δηλαδή των ΝΔ- ΚΚΕ ΕΑΡ (ΚΚΕ εσωτερικού) ΕΔΑ, ΕΣΠΕ, ΑΚΕ, με τη συμμετοχή και των διαγραμμένων του ΠΑΣΟΚ Στ. Γιώτα, Μ. Δρεττάκη, Στ. Νέστωρ και Ν. Κωνσταντόπουλου. Η κυβέρνηση αυτή είχε σχηματιστεί με ορίζοντα διακυβέρνησης τριών μηνών, με σκοπό να προχωρήσουν οι παραπομπές όσων εμπλέκονταν, λόγω κινδύνου παραγραφής (ήταν νομικοπολιτικό ζήτημα, δηλαδή καθορίζονταν από το νόμο οι προθεσμίες παραγραφής) στα αδικήματα των σχετικών με την υπόθεση «Κοσκωτά», το επονομαζόμενο και ως «σκάνδαλο Κοσκωτά».
Το 1979, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, ο Κοσκωτάς διορίστηκε, από τον εφοπλιστή και ιδιοκτήτη της τράπεζας Κρήτης, Καρρά, Διευθυντής του τμήματος συναλλάγματος της τράπεζας. Από το πουθενά όμως αυτός ο υπάλληλος αγόρασε το 1982 την δημοσιογραφική και εκδοτική επιχείρηση «Γραμμή Α.Ε.» από τον Παύλο Μπακογιάννη και μετά το 1984 αγόρασε πρώτα 56% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κρήτης και αργότερα έφτασε να κατέχει το 82% της τράπεζας. Ο Καρράς του την πούλησε. Το 1987 προχώρησε στην αγορά από τον εφοπλιστή Σταύρο Νταϊφά της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού. Πως τα αγόρασε όλα αυτά; Και τι έπραξε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ; Άρχισε ελέγχους; Έφερε το θέμα στην βουλή; Μήπως μπλόκαρε τις πανάκριβες μεταγραφές ποδοσφαιριστών στον Ολυμπιακό; Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μένιος Κουτσόγιωργας έφερε τροπολογία στη Βουλή η οποία προστάτευε τον Κοσκωτά, Νόμος 1806/1988 ή «Κουτσονόμος» και ταυτόχρονα με εντεινόμενο ρυθμό άρχισαν οι καταθέσεις δημοσίου χρήματος από ΔΕΚΟ και κρατικούς οργανισμούς στην τράπεζα του Κοσκωτά.
Τα μεγαλύτερα ποσά που κατατέθηκαν:
Ολυμπιακή Αεροπορία, 1.950.000.000 δραχμές.
ΟΤΕ, 2.063.000.000 δραχμές
ΕΛΤΑ, 3.111.000.000 δραχμές.
Διοικητές των επιχειρήσεων αυτών ήταν οι : Ακριβάκης, Τόμπρας και Βουρνάς με πολιτικό προϊστάμενο τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών Γεώργιο Πέτσο, κουμπάρο του Ανδρέα Παπανδρέου στο γάμο του με τη Λιάνη.
«Μικρότερες» καταθέσεις έγιναν από τον ΟΑΣ, 586.000.000 δραχμές και από τον ΗΣΑΠ, 308.000.000 δραχμές.
«Τα χρήματα αυτά δεν καθίσταται πλέον δυνατό να επιστραφούν στις (σ.σ. δημόσιες) επιχειρήσεις, αφού η τράπεζα Κρήτης έχει σήμερα παθητικό που αγγίζει τα 35 δις δραχμές..»γράφει η έκθεση παραπομπής του κουμπάρου Πέτσου.
Όμως παρότι στον Κοσκωτά έχει από τις 20 Οκτωβρίου του 1988 απαγορευτεί η έξοδος από την Ελλάδα, εκείνος θα διαφύγει στις ΗΠΑ, με «μυθιστορηματικές» συνθήκες στις 7 Νοέμβρη του ίδιου έτους. (Όπως αργότερα και ο Χριστοφοράκος της Siemens.)
Για την ιστορία, το 1999 η Consolidated Eurofinance Holdings SA δηλαδή ο Λάτσης και η Deutsche Bank αγόρασαν την τράπεζα αφού πρώτα μια άλλη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αυτή του Σημίτη, κοινωνικοποίησε της «ζημιές» της Κρήτης, μιας και την χώρισε σε «κακή» τράπεζα και «καλή». Όπως ακριβώς έγινε αργότερα με την OMEGA BANK, στην οποία από το 2001 έως και το 2005 ο Νικολάκης Παπανδρέου ήταν μέλος του Δ.Σ, και η οποία συγχωνεύτηκε με την Proton Bank, όπου με την σειρά του ο Βενιζέλος αποφάσισε την υπαγωγή της στο νόμο για τα πιστωτικά ιδρύματα που αντιμετωπίζουν πρόβλημα βιωσιμότητας. Μια φωτογραφική ρύθμιση που συνοδεύτηκε από δημόσιο χρήμα, 1,1 δισ. ευρώ (!), εκ του οποίου τα 850 εκατομμύρια καταβλήθηκαν από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (τον Προϋπολογισμό δηλαδή) και τα 250 εκατομμύρια, από το ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (δάνεια της τρόικας). Λαυρεντιάδης, Aθανάσογλου και Daniel Vern Spechhard αποτελούν παράδειγμα επιχειρηματικότητας.
Σημαντικό: Η Τράπεζα Κρήτης από το 1989 χρωστούσε, πέραν όλων των άλλων, στην ΔΕΗ το ποσό των 2.200.000.000 δρχ. Από τις οικονομικές καταστάσεις της ΔΕΗ προκύπτει ότι ο οργανισμός βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη με την τράπεζα Κρήτης από το 1996. Ακόμα και όταν χωρίστηκε η τράπεζα σε «καλή» και «κακή», η ΔΕΗ δεν σταμάτησε να διεκδικεί τα Δις, από την κακή και όχι από την καλή τράπεζα που ανήκει πλέον στον Λάτση. Μάλιστα η Τράπεζα Κρήτης εμφανίζεται όλο αυτό το διάστημα να εφεσιβάλει διάφορες αποφάσεις των δικαστηρίων που βγαίνουν υπέρ της ΔΕΗ. Η τελευταία έφεση της τράπεζας κατατέθηκε και εκδικάστηκε το 2010 στο Εφετείο Αθηνών και απορρίφθηκε με την με αριθ. 1732/2010 απόφαση. Η ΔΕΗ χαιρετίζοντας την απόφαση αναφέρει «Kατόπιν αυτών, η δίκη επί της ως άνω αγωγής συνεχίζεται…»
Ερωτήματα: Υφίσταται ακόμα η τράπεζα ως ΑΕ; Ποιο το αντικείμενο της; Τι διαχειρίζεται; Που εδρεύει; Από ποιον εκπροσωπείται; Ποιος πληρώνει τους δικηγόρους;
Χορός τρισεκατομμυρίων
Ωστόσο, το «σκάνδαλο Κοσκωτά» αφορούσε υπεξαίρεση από την Τράπεζα Κρήτης περί τα 35 δις δρχ, ποσό τεράστιο αλλά και παρανυχίδα μιας και σύμπασα η χώρα ήταν κυριολεχτικά βουτηγμένη σε δεκάδες σκάνδαλα που αποτελούσαν στην ουσία τους μια λεηλασία της, από υπουργούς, υφυπουργούς, βουλευτές και διορισμένους αξιωματούχους των κλαδικών του ΠΑΣΟΚ στις τότε ΔΕΚΟ, μα και στις λεγόμενες προβληματικές επιχειρήσεις.
Εφάρμοσαν πολιτικές που ούτε το οργανωμένο έγκλημα στυλ Μαφίας δεν θα μπορούσε να διανοηθεί και κατά προέκταση η νομοθετική τους εξουσία τους επέτρεπε να μοιράζουν το κέρδος και να αποφεύγουν τον «ανταγωνισμό». Άλλωστε στρατολογούσαν με κάθε μέσο και υποσχέσεις ή ακόμα και απειλές, δικαστικούς, δημοσιογράφους, εκδότες, περιοδικά, όπου πρόσωπα και μέσα μετατρέπονταν σε κυβερνητική υπηρεσία.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε φτάσει στο σημείο να κρατικοποιήσει την εισαγωγή καφέ, να στήσει μια εταιρεία, την ΠΡΟΜΕΤ, και να διπλασιάσει την αξία του υπερτιμολογώντας την τιμή εισαγωγής και ταυτόχρονα μέσω της κρατικής εταιρείας ITCO (Θόδωρος Μαργέλλος της IJ Partners) βάφτιζαν το “γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι” ελληνικό και τσέπωναν τις επιδοτήσεις.
Άλλωστε «Αν δεν υπάρχει καφές του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει, αν δεν υπάρχει δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δε γυρίζει. Ο καφές μοσχοβολάει, η δημοκρατία δεν έχει μυρουδιά. Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις. Η δημοκρατία ούτε τρώγεται ούτε πίνεται. Σε τι χρειάζεται αυτή η δημοκρατία μπορείτε να μου πείτε;…Για τον καφέ χρειάζεται συνάλλαγμα, για την δημοκρατία τίποτα δεν χρειάζεται.» μας λέει ο Τούρκος συγγραφέας Αζίζ Νεσίν. Και όπως εμείς οι Έλληνες ξεμπερδέψαμε με τον καφέ βαφτίζοντας τον «ελληνικό», έτσι ξεμπερδέψαμε και με το καλαμπόκι.
Μας έμεινε όμως η τζάμπα δημοκρατία για να διοικεί ο κομματικός στρατός του ΠαΣοΚ τις ΔΕΚΟ με τέτοιο τρόπο ώστε αυτές να προσαρμόζονται στις προδιαγραφές των προμηθευτών με αποτέλεσμα να τις κρατούν δέσμιες σε λίγα μονοπώλια με το αζημίωτο. Να κρύβει ευρωπαϊκά προγράμματα υψηλής επιδότησης και να τα πωλεί μόνο σε ημετέρους «επενδυτές».Να μετατρέπει τον ΟΤΕ σε υπηρεσία τηλεφωνικών υποκλοπών με εντολή κυβερνητικών κλιμακίων. Παρακυβερνητικοί μηχανισμοί παρακολουθούσαν δημοσιογράφους, πολιτικούς, κόμματα, επιχειρηματίες ο ένας τον άλλον. Όλοι παρακολουθούσαν όλους και ο Τόμπρας τους πάντες. Μέσα σε αυτό το κλίμα θεριεύει ο «αυριανισμός» και λαμβάνει πολιτική διάσταση μιας και εκείνη την εποχή εκτός από φερέφωνο ημιεπίσημο όργανο του ΠΑΣΟΚ, συνιστά και προκεχωρημένο φυλάκιο του.
Ωστόσο, το μεγάλο φαγοπότι έγινε στις αποκαλούμενες «προβληματικές επιχειρήσεις», όπου το ΠΑΣΟΚ φρόντισε να φορτωθούν στον κρατικό προϋπολογισμό. Κι ας τις είχαν λεηλατήσει οι ιδιοκτήτες τους με την αμέριστη βοήθεια των «δανεικών κι αγύριστων» των κυβερνήσεων Καραμανλή. Η κεντρική ιδέα ήταν η μετοχοποίηση των χρεών, το πούλημα των νέων μετοχών στους ιδιώτες και το ξεδιάλεγμα των μη βιώσιμων εργοστασίων και τμημάτων με κλεισίματα και απολύσεις. Έτσι το σχέδιο άφηνε ανέγγιχτους τους βιομηχάνους και εξασφάλιζε ότι το κράτος θα κάλυπτε τα χρέη που είχαν οι «επενδυτές» προς τις τράπεζες. Οι πρώην ιδιοκτήτες και οι τράπεζες αποζημιώθηκαν πλουσιοπάροχα. Αυτό ονομάστηκε «Σοσιαλισμός».
Έτσι έστησαν τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Στον οργανισμό αυτόν είχαν προσληφθεί 6.000 άτομα. Ο έλεγχος της εξουσίας άλλωστε περνάει μεταξύ άλλων και από τους διορισμούς. Όμως το αποτέλεσμα των κρατικοποιήσεων ήταν να επιβαρυνθεί η χώρα άρα ο κάθε πολίτης 1 τρις δρχ κι αυτό με τις τιμές του 1989!!!
Πρώτα-πρώτα, γιατί ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) εξέδωσε ομόλογα με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου για την κάλυψη των δανεικών που είχαν πάρει οι ιδιώτες κάτοχοι των επιχειρήσεων και για να πληρωθούν οι υποχρεώσεις των ιδιωτών σε ασφαλιστικά ταμεία και σε κοινωφελείς οργανισμούς. Τσάτσος, Ανδρεάδης, Μποδοσάκης και λοιποί δεν πληρώνανε ούτε το νερό που κατανάλωναν!!! Εννοείται ότι τα ομόλογα αυτά επιβαρύνονταν με τοκοχρεολύσια και προμήθειες.
Στις επιχειρήσεις τώρα του ΟΑΕ, ο κάθε διευθύνων σύμβουλος εκτός από το μισθό του εισέπραττε και ένα 3% από τον ειδικό λογαριασμό προώθησης εξαγωγών. Έτσι οι διοικητές έδιναν τεράστιες εκπτώσεις στο εξωτερικό κάτω του κόστους προκειμένου να παρουσιάζουν πωλήσεις, εισπράττοντας το μπόνους και ταυτόχρονα χρησιμοποιούσαν ημέτερους ιδιώτες εργολάβους που πληρώνονταν χωρίς να παράγουν κανένα έργο. Επίσης τεράστια ποσά δόθηκαν από το κρατικό ταμείο μέσω του ΟΑΕ ως χρηματοδότηση σε τέτοιες εταιρείες. Ενδεικτικά στην ΕΒΟΤΕΧ που κατασκεύαζε κουρτίνες δόθηκε ως χρηματοδότηση το ποσό των 485.000.000 δρχ. Στην ταπητουργία ΜΕΚΚΑ 1.485.ΟΟΟ.ΟΟΟ, στην Πειραϊκή-Πατραϊκή 1.200.000.000, και πάει λέγοντας και κλαίγοντας…
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου συμβολαιογράφος, εκλεκτός του ΠΑΣΟΚ στον οποίο ανατέθηκε η εκκαθάριση της ΛΑΡΚΟ, εισέπραξε 400.000.000 δρχ. Η λεηλασία του δημοσίου ήταν μαφιόζικου τύπου με μόνη διαφορά ότι πραγματοποιήθηκε από ένα κόμμα που έστησε έναν ιστό από κομματικά ανδράποδα με την κάλυψη του κράτους, των θεσμών, του δικαστικού σώματος και του νομικού καθεστώτος, του Τύπου, της διπολικής πολιτικής εξουσίας και του κοινοβουλίου. Καθόλου τυχαία από το 1986 κιόλας ο Σημίτης, υπουργός Οικονομικών, υποστήριζε ότι «η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου οδήγησε σε αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας». Έτσι υπεύθυνος χρίστηκε ο λαός στο σύνολό του και κλήθηκε να πληρώσει για την ρεμούλα των μαφιόζων επιχειρηματιών και των γραβατωμένων αποφύσεων του διπολικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Βούρκος.
Μετά ταύτα πως η αδιαφάνεια, η διαπλοκή, οι μίζες και η διαφθορά να μη λάβουν θεσμικές διαστάσεις; Και πως όλα αυτά να μην ωχριούν μπροστά στα απίστευτα που συνέβησαν στην δεκαετία 1995-2005 μα και μπροστά σε ότι συμβαίνει σήμερα;

Άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις

Το Μάρτη του 1998, διάφορα “funds”, περιλαμβανομένης και μιας πλειάδας χρηματιστών γύρω από τη χρηματιστηριακή εταιρία “Salomon” (όπου επιχειρησιακός επιτελάρχης ήταν η κ. Μιράντα Ξαφά) «επιτέθηκαν» στην δραχμή. Το αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν η υποτίμηση της δραχμής κατά 14% στις 14 Μάρτη του 1998.
Την Παρασκευή 13 του Μάρτη, μία ημέρα πριν από την υποτίμηση, ξένες, αλλά και ελληνικές τράπεζες γνώριζαν την απόφαση της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να “ξεφορτωθούν” δραχμές και να αγοράσουν ομόλογα, οι τιμές των οποίων είχαν κατρακυλήσει. Όταν ο Γ. Παπαντωνίου τότε Υπουργός Οικονομίας ρωτήθηκε για τις σχετικές διαρροές, αποποιήθηκε κυβερνητικές και προσωπικές ευθύνες, ισχυριζόμενος ότι το σχετικό αίτημα κατατέθηκε στο ΕΚΟΦΙΝ την Τετάρτη και μέχρι το Σάββατο που συζητήθηκε, το γνώριζαν περισσότερα από 50 άτομα… Ως επίσημη αιτιολογία παρουσιάστηκε ότι η Ελλάδα υποτίμησε τη δραχμή κατά 14% για να ενταχθεί στο ευρώ.
Ξέρανε δεν ξέρανε, που σίγουρα ξέρανε, με τη μείωση της αγοραστικής αξίας του εθνικού μας τότε νομίσματος, διευκολύνεται σημαντικά η πολιτική εκποίησης της δημόσιας περιουσίας. Οι παίκτες funds τύπου “Salomon” κέρδισαν περίπου 1,7 τρις δραχμές μια και μερικές μέρες πριν είχε παρατηρηθεί μια κούρσα αγορών συναλλάγματος. Αμέσως μετά, τα funds προχωρούν σε μαζική εισροή συναλλάγματος 3,5 δις δολαρίων και μια μέρα μετά την υποτίμηση τοποθετήθηκαν στις φτηνές μετοχές του μετοχοποιημένου δημοσίου (Τράπεζες Μακεδονίας–Θράκης, Κρήτης και Ιονικής) οι οποίες ιδιωτικοποιήθηκαν, στις προς εκποίηση ΔΕΚΟ, (ΟΤΕ -τρίτη φάση μετοχοποίησης τότε- πρώην ΔΕΠ, ΚΑΕ καθώς και ΕΥΔΑΠ, ΚΕΔ, ΔΕΘ, “Ολυμπιακή Τουριστική”, “Ολύμπικ Κέτερινγκ”, ΔΕΠ -νυν “Ελληνικά Πετρέλαια”, Διώρυγα της Κορίνθου, ΞΕΝΙΑ) και στην αλματώδη αγορά ομόλογων του δημοσίου. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε το ΠΑΣΟΚ δεν ιδιωτικοποιούσε. Μόνο μετοχοποιούσε! Μετά η χώρα εντάχθηκε στο ευρώ.
Ωστόσο, όταν η Ελλάδα του Σημίτη υποτίμησε τη δραχμή «για να ενταχθεί στον προθάλαμο του ευρώ» το Χρηματιστήριο πήρε τα πάνω του, προδιαγράφοντας ένα θαυμάσιο μέλλον… H άνοδος του δείκτη και η πορεία προς τις 6.400 μονάδες ξεκίνησε στις αρχές του 1999 και ολοκληρώθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου, οπότε και άρχισε το σταδιακό ξεφούσκωμα της φούσκας. Όπως είναι γνωστό σχεδόν στους πάντες, τα χρηματιστήρια είναι κατά κύριο λόγο ιδρύματα άντλησης φτηνών και χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις κεφαλαίων για όσους επιχειρηματίες έχουν εισηγμένες μετοχές, ενώ παράλληλα αποτελούν χώρο, όπου παλαιόθεν, ο κάθε κεφαλαιοκράτης προσπαθεί να αφαιρέσει συσσωρευμένα κεφάλαια από τους συναδέλφους του. Ο κύκλος όμως αυτός παραμένει στενός και χάνει σε αποτελεσματικότητα στο βαθμό που συναλλασσόμενοι είναι μόνο οι διάφοροι μεγαλοεπιχειρηματίες, οι περιβόητοι “θεσμικοί επενδυτές”, τα τραπεζικά συγκροτήματα και οι χρηματοοικονομικές εταιρίες. Γι’ αυτό ακριβώς, για την “απρόσκοπτη λειτουργία του χρηματιστηρίου”, οι χρηματιστηριακές συναλλαγές “πρέπει” να αναζωογονούνται με την εισροή “νέων κεφαλαίων”. Επειδή, όμως, όσοι λόγω της κοινωνικο-ταξικής τους θέσης διαθέτουν κεφάλαια έτσι κι αλλιώς εμπλέκονται στον τζόγο των χρηματαγορών, η κατά καιρούς “αιμοδοσία” του χρηματιστηριακού τζόγου αναζητείται στο χώρο των λαϊκών αποταμιεύσεων. Έτσι στη χώρα μας στήθηκε ένας απίστευτος μηχανισμός διαφήμισης του χρηματιστηριακού τζόγου όπου παπαγάλοι δημοσιογράφοι, χρηματιστηριακά στελέχη και πολιτικοί προέβλεπαν άλλοι τον δείκτη να φθάνει στις 10 χιλιάδες μονάδες άλλοι στις 15 χιλιάδες, ενώ Γ. Παπαντωνίου δήλωνε πως ο δείκτης πάει για τις 7.000 μονάδες και ο Σημίτης δήλωνε πως το χρηματιστήριο είναι ο «καθρέπτης της ισχυρής οικονομίας μας». Άνθρωποί του άλλωστε ήταν στη διοίκηση του Χρηματιστηρίου, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας, δικοί του υπουργοί με δηλώσεις τους φούσκωσαν το χρηματιστηριακό μπαλόνι, δηλητηριάζοντας μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας με την ιδέα του «εύκολου», του «γρήγορου» και του «σίγουρου» πλουτισμού. Χιλιάδες απλοί άνθρωποι καταθέσαν εκεί τις όποιες οικονομίες τους.
Η ενασχόληση με το Χρηματιστήριο αποκτά σταδιακά διαστάσεις επιδημίας. Εκατομμύρια εργατοώρες σπαταλιούνται καθημερινά μπροστά στις οθόνες των ηλεκτρονικών υπολογιστών που είναι απευθείας συνδεδεμένοι με τις συνεδριάσεις του ΧΑΑ. Παίζουν με τις αγοραπωλησίες, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για το μεγάλο κόλπο. Με τις ευλογίες των κυβερνώντων, το σύνολο των υπηρεσιών στα υπουργεία και τους Οργανισμούς «νεκρώνει» από τις 10.30 το πρωί μέχρι το κλείσιμο της συνεδρίασης… Χιλιάδες εργαζόμενοι θα ασχοληθούν με τις μετοχές. Οι τραπεζίτες τρίβουν τα χέρια τους, αφού πέραν των άλλων κερδών, αρχίζουν να τσεπώνουν και κέρδη από δάνεια που προορίζονται για την αγορά μετοχών. Ανυποψίαστοι και αφελείς ανά τη χώρα πουλάνε τα χωράφια και τα σπίτια τους για να ρίξουν το ρευστό στη χρηματιστηριακή χοάνη. Και στο τέλος έμειναν να κοιτούν τα χαρτιά των μετοχών και να μην πιστεύουν στα μάτια τους. Να μην πιστεύουν πώς είναι δυνατόν τα “χαρτιά”, εκεί που τους έλεγαν πως αξίζουν ολόκληρη περιουσία, να αποτιμώνται τελικά ψίχουλα.
H πτώση των μετοχικών αξιών όμως σταδιακά άρχισε να μετατρέπεται σε χιονοστιβάδα που απειλούσε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο κατεσπευσμένα και με το δίλημμα της ONE, οδηγήθηκε στις εκλογές της 9ης Απριλίου. Οι εκλογές εκείνες κερδήθηκαν από το ΠAΣOK και ουδείς αμφιβάλλει ότι σοβαρό ρόλο στο αποτέλεσμα έπαιξε η διαβεβαίωση: ότι οι Έλληνες δεν θα χάσουν από το Χρηματιστήριο! H κυβέρνηση ως χορωδία παλλόμενη διαβεβαίωνε τους πολίτες ότι η νευρικότητα στη Σοφοκλέους θα έληγε την επομένη των εκλογών, δηλαδή στις 10 Απριλίου 2000. Όλοι γνωρίζουν σήμερα ότι σ’ εκείνη την προεκλογική περίοδο ο δείκτης επιχειρούνταν να διατηρηθεί τεχνικά στα επίπεδα των 5.000 μονάδων. H στήριξη του δείκτη γινόταν με χρήματα των φορολογουμένων μέσω της ΔEKA, κρατικών τραπεζών, αλλά και ασφαλιστικών ταμείων, που ανερυθρίαστα και με στόχο την εκλογική νίκη του ΠAΣOK, τοποθετούσαν στη Σοφοκλέους χρήματα των ασφαλισμένων τους.
Ταυτόχρονα, δημιουργείται η «Επιτροπή Ελέγχου και Εποπτείας της διαχείρισης της περιουσίας των ασφαλιστικών οργανισμών». Η Επιτροπή αποτελούνταν από: Nικ. Aλεξόπουλο, εκπρόσωπο της Τράπεζας της Ελλάδος (ο Παπαδήμας ήταν πρόεδρος), Aναστ. Kαραγιάννη, εκπρόσωπο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Aθαν. Σάγο, εκπρόσωπο του υπουργείου Οικονομικών, Nικ. Παπαδόπουλο, εκπρόσωπο του υπουργείου Εργασίας και Kοιν. Ασφαλίσεων, Kων. Συριόπουλο, εκπρόσωπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Aλέξ. Παπαδάτο, εκπρόσωπο του IKA, Aθαν. Mπακαλέξη, εκπρόσωπο του Οργανισμού Γεωργικών Aσφαλίσεων, Γ. Bουδούρη, εκπρόσωπο του Ταμείου Σύνταξης και Aυτ. Υγειονομικών, και Σάββα Pομπόλη, εκπρόσωπο της ΓΣEE, ως μέλη.
Το έργο της Επιτροπής συνιστάται σύμφωνα με το νόμο που ψηφίστηκε μόλις το χρηματιστήριο παρουσίασε κάμψη:
α. Στον έλεγχο των πάσης φύσεως επενδύσεων που πραγματοποιούν οι Ασφαλιστικοί Φορείς, με εξαίρεση αυτές που αφορούν τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, ομόλογα τραπεζών και μετοχές εταιρειών που ιδιωτικοποιούνται.
β. Στον Τακτικό ή περιοδικό έλεγχο των στοιχείων στα οποία στηρίζονται οι επενδυτικές επιλογές των πάσης φύσεως διαχειριστών της περιουσίας των ανωτέρω Ασφαλιστικών Φορέων και της εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας.
γ. Σε εισηγήσεις προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για επενδύσεις σε κινητές αξίες καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων από την παράγραφο 1 του άρθρου 40 του παρόντος ποσοστών και για ρευστοποιήσεις τραπεζικών μετοχών.
δ. Στον καθορισμό των κανόνων επενδυτικής συμπεριφοράς για την αξιοποίηση της κινητής περιουσίας των Ασφαλιστικών Οργανισμών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων οι ανωτέρω κανόνες καθίστανται υποχρεωτικής εφαρμογής για τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς.
Έτσι, με νόμο ανοίγει διάπλατα η πόρτα του «χρηματοκιβωτίου» των Ταμείων, τα οποία μπορούν να επενδύσουν το σύνολο των αποθεματικών, χωρίς οροφή, στο Χρηματιστήριο. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα αποθεματικά των Ταμείων, τα οποία αιμοδότησαν το Χρηματιστήριο. Ταυτόχρονα εξέδωσε τα «ανταλλάξιμα ομόλογα»: Τα εξέδιδε κατά συρροήν το Δημόσιο από το καλοκαίρι του 2000, όταν λόγω της μεγάλης πτώσης του Χρηματιστηρίου, σταμάτησαν οι πωλήσεις μετοχών ΔEKO. Και όταν τα πάντα κατέρρευσαν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης έκλεισε το θέμα λέγοντας μέσα στη Βουλή: «Ας πρόσεχαν».
Και από το «ας πρόσεχαν» με ενδιαμέσους σταθμούς -το φαγοπότι των Ολυμπιακών Αγώνων, που μετατράπηκε σε δημόσιο χρέος, την χορηγό του δικομματισμού και του αστικού συστήματος «Ζήμενς», το καθεστώς των προνομίων, των επιδοτήσεων, των επιχορηγήσεων, των «κινήτρων» και των δανείων που εισπράττουν οι κεφαλαιοκράτες, που όλα αυτά μετατράπηκαν σε χρέος, τη ρεμούλα του κτηματολογίου και των Βατοπεδίων, των «αναψυκτηρίων» και τα ομόλογα των «κουμπάρων», τα μυστικά κονδύλια και τις χορηγίες του υπουργείου Εξωτερικών προς τους εκλεκτούς των ΜΚΟ, τα «υποβρύχια που γέρνουν» τα λύτρα υπέρ εργολάβων στις εθνικές και λοιπές οδούς, την μετατροπή των δανείων του Μεγάρου Μουσικής του ΔΟΛ σε δημόσιο χρέος- φτάσαμε στο «όλοι μαζί τα φάγαμε»!
Εν κατακλείδι
Η καταγραφή αυτή θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο μεγάλη, με την ουσία να παραμένει πάντα η ίδια: Η ουσία έχει να κάνει με το ποια πολιτική εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις, ποια τάξη εξυπηρετούν και από ποια τάξη ζητάνε «θυσίες για να μπούμε στο ευρώ», «θυσίες για να μείνουμε στο ευρώ», «θυσίες για να μη βγούμε από το ευρώ».
Διότι για τα χάλια της χώρας:
«Φταίει» ο λαός του 1 εκατομμυρίου 250 χιλιάδων ανέργων.
«Φταίει» ο λαός των 2,5 εκατομμυρίων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
«Φταίει» ο λαός του 1 εκατομμυρίου συνταξιούχων που ζουν με 600 ευρώ και κάτω.
«Φταίει» ο ιδιωτικός υπάλληλος που αμείβεται με κάτω από 700 ευρώ.
«Φταίει» ο λαός της συντριπτικής πλειοψηφίας των δημοσίων υπαλλήλων – δασκάλων και καθηγητών (που λείπουν κατά χιλιάδες από τα σχολεία), των νοσοκομειακών γιατρών και νοσηλευτών (που λείπουν κατά χιλιάδες από τα νοσοκομεία) και που ζουν με «τρεις κι εξήντα».
«Φταίει» ο λαός των 11 εκατομμυρίων, γιατί oι 500.000 από αυτούς (το χαμηλότερο κατ’ αναλογία πληθυσμού ποσοστό στην ΕΕ) διορίστηκαν στο Δημόσιο και οι κρατούντες, αυτοί που «τους διόρισαν», οι ίδιοι που επιχειρούν να χτίσουν πάνω στο δικαίωμα για δουλειά τους κομματικούς τους στρατούς, οι ίδιοι που αναφωνούσαν «εσείς είστε το κράτος», έρχονται σήμερα και ισχυρίζονται: «Όλοι μαζί τα φάγαμε»…
«Φταίει» η συλλογική σύμβαση των εργαζομένων.
«Φταίει» το ΠΑΜΕ που κλείνει εργοστάσια.
«Φταίει» η ύπαρξη των μαϊμού τυφλών και των μαϊμού συνταξιούχων.
«Φταίει» η «λαθρομετανάστευση» και οι «ξένοι» οι μαύροι, οι κίτρινοι, οι μελαψοί που μας παίρνουν τις δουλειές και εξαγάγουν τα λεφτά μας.
«Φταίει» που υπάρχουν «άκρα» εντός της δημοκρατίας.
«Φταίει» η κομματικοποίηση των φοιτητικών παρατάξεων.
«Φταίει» η κάθε πράξη αντίστασης, από το δικαίωμα του λαού να αντιπαλεύει την άδικη αντιλαϊκή ταξική πολιτική, ως τα πανό στην Ακρόπολη.
«Φταίει» ο μισθός γενικά, το αναπηρικό επίδομα, το βοήθημα του ΟΑΕΔ τα δώρα των γιορτών, οι αναρρωτικές άδειες, οι άδειες σκέτα, το πεντάλεπτο διάλειμμα από την εργασία, ο τεμπέλης άνεργος, ο συνταξιούχος που ζει πολλά χρόνια, ο διαβητικός που δεν θέλει να του κόψουν τα πόδια αλλά προτιμά τα «ακριβά» ειδικά παπούτσια, ο εξαρτημένος που πάει και τεμπελιάζει σε δημόσια κέντρα απεξάρτησης.
«Φταίει» που η παροχή νερού είναι δημόσια, που η παροχή υγείας είναι δημόσια, που τα σχολεία και τα πανεπιστήμια είναι δημόσια.
«Φταίει» η Σοβιετοποίηση του Κράτους.
Ήταν αναμενόμενο να μας λένε πλέον κατάμουτρα : «Είστε μαλάκες»!
Ναι, είμαστε …γιατί δεν σηκώνουμε την γροθιά μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.