Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

ΕΛΣΤΑΤ: Ραγδαία φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας


Δραματικές αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες των νοικοκυριών επέφερε η οικονομική κρίση, καθώς οξύνθηκαν τα προβλήματα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αφού ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά αδυνατούν να ανταποκριθούν σε βασικές τους υποχρεώσεις, όπως η σωστή διατροφή και οι πληρωμές δανείων προς τις τράπεζες.
Οι διαπιστώσεις αυτές προκύπτουν από τις έρευνες εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών και οικογενειακών προϋπολογισμών που πραγματοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.).
Ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι οι διαπιστώσεις πως η έρευνα αφορά σε εισοδήματα του έτους 2010, όταν η κρίση στην ελληνική οικονομία ήταν ακόμα στα «σπάργανα», ενώ είχε αρχίσει να αγγίζει όχι μόνο τα φτωχά τμήματα του πληθυσμού αλλά και τα μεσαία που δηλώνουν πως δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και υποχρεώσεις.
Καταγράφεται επίσης ραγδαία μείωση των δαπανών για είδη μη πρώτης ανάγκης, έξοδα, όπως διακοπές, αυτοκίνητα, τηλέφωνα, αλλά και για ένδυση-υπόδηση, καθώς μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματος μετατοπίζεται στη διατροφή.
Προφανώς σήμερα, δύο χρόνια μετά το έτος βάσης της έρευνας, η κατάσταση στην ελληνική κοινωνία είναι πολύ χειρότερη και θα επιδεινωθεί περαιτέρω το 2013, αφού η ύφεση θα συνεχιστεί (υπολογίζεται από το ΥΠΟΙΚ σε -4,5%) και επιβεβαιώνονται οι ανησυχίες και η αβεβαιότητα του εμπορικού κόσμου.
Αναλυτικότερα, από τις διαπιστώσεις της ΕΛ.ΣΤΑΤ. προκύπτει:
* Το 42,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 0,3%.
* Το 69,5% του φτωχού πληθυσμού και το 24,9% του μη φτωχού έχει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες αξίας, περίπου 600 ευρώ.
* Το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που δηλώνει οικονομική αδυναμία να έχει ικανοποιητική θέρμανση ανέρχεται σε 18,7%, ενώ είναι 38,9% για το φτωχό πληθυσμό 13,7% για το μη φτωχό πληθυσμό.
* Το 38,8% του πληθυσμού που έχει λάβει καταναλωτικό δάνειο δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων για αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
* Το 41,4% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου κ.λπ.
* Το 48,9% του φτωχού πληθυσμού αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
* Το 30,0% του μη φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι επιβαρύνεται πάρα πολύ από τις συνολικές δαπάνες στέγασης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το φτωχό πληθυσμό εκτιμάται σε 55,7%.
* Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 25,9% για το σύνολο του πληθυσμού, ενώ είναι 23,2% για το μη φτωχό πληθυσμό και 35,8% για το φτωχό πληθυσμό.
* Τα νοικοκυριά που επιβαρύνονται από το κόστος στέγασης ανέρχονται σε 24,3% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 9,4% για το μη φτωχό πληθυσμό και 79,0% για το φτωχό πληθυσμό.
* Το μέσο ελάχιστο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας, κατά δήλωσή τους, ανέρχεται σε 2.235 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.808 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 2.350 ευρώ.
* Το 17,1% του φτωχού πληθυσμού, το 6% του μη φτωχού πληθυσμού και το 8,3% του συνολικού πληθυσμού δεν διέθεταν τουλάχιστον ένα Ι.Χ. επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 17,9% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,4% των μη φτωχών και το 8,9% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διέθεταν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τα χρειάζονταν, λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας.
* Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή κυκλοφορία αυτοκινήτων αντιμετωπίζει το 25,6% του συνολικού πληθυσμού, ενώ ποσοστό 20,3% του ίδιου πληθυσμού αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.
Μεταβολή του προτύπου μέσω μετατόπισης δαπανών
Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών ανήλθε το 2010 σε 1.956,42 ευρώ και ήταν μειωμένη κατά 5,3% σε σύγκριση με το 2009, ενώ, λαμβανομένης υπόψη και της επίδρασης του πληθωρισμού, μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 9,3%.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (18%) και ακολουθούν οι μεταφορές (13,5%) και η στέγαση (11,7%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,3%).
Δηλαδή όπως σημειώνει η ΕΛ.ΣΤΑΤ., με τη μείωση της μηνιαίας δαπάνης, μεταβλήθηκε και το καταναλωτικό πρότυπο των νοικοκυριών λόγω της κρίσης.
Για την περίοδο 2009-2010 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, σημαντική μετατόπιση των δαπανών που αφορούν στην ένδυση-υπόδηση, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, επικοινωνίες, αναψυχή-πολιτισμό, προς τις δαπάνες που αφορούν στη διατροφή, στη στέγαση και στα οινοπνευματώδη ποτά. Ειδικότερα, καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών σε τρέχουσες τιμές, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2009), για ένδυση-υπόδηση (-13,5%), επικοινωνίες (-12,5%), αναψυχή και πολιτισμό (-8,6%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (-8,1%), υγεία (-7,3%) και διαρκή αγαθά (-6%). Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για λοιπά αγαθά και υπηρεσίες (-4,8%), εκπαίδευση (-3,9%), στέγαση (-1,4%) και διατροφή (-1,4%), ενώ οι δαπάνες για τα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό παρέμειναν σχετικά σταθερές.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.481,57 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 2.099,49. Δηλαδή τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν λιγότερο κατά, 29,4% σε μέσο όρο, από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές. Ταυτόχρονα παρατηρείται:
- Σημαντική αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (+8,7%).
- Αύξηση από 37% σε 38% των νοικοκυριών που διαθέτουν πλυντήριο πιάτων (+3,3%).
- Αύξηση του αριθμού νοικοκυριών που κατέχουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (+2,5%).
- Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν, τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (+2,2%).
- Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μείωση 4,9%).
- Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που κατέχουν τουλάχιστον ένα επιβατικό αυτοκίνητο Ι.Χ. (μείωση 2%) και του αριθμού των αυτοκινήτων μείωση κατά 4,2%.
- Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που έχουν σταθερό τηλέφωνο (μείωση 2,5%).
Ακόμη από την έρευνα σχετικά με τις συνθήκες ανισότητας μεταξύ του πληθυσμού προκύπτει ότι το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Παράλληλα, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 20% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η δαπάνη με τρόπο κτήσεως αγορά (19,6% το 2009), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 15,6% του πληθυσμού (15,3% το 2009), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,3% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών.
Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 17%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κ.λπ.), η δαπάνη για υγεία ανέρχεται στο 8,7% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,4%.
Τα μισά νοικοκυριά με Ιντερνετ
Περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά της χώρας (53,6%), με ένα τουλάχιστον μέλος ηλικίας 16-74 ετών, διαθέτουν το 2012 σύνδεση στο Διαδίκτυο από την κατοικία τους, ενώ στη συντριπτική πλειονότητά τους (98,4%) οι συνδέσεις αυτές είναι ευρυζωνικές, σύμφωνα με την έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.).
Από την ίδια έρευνα προκύπτει επίσης πως έξι στους δέκα χρησιμοποίησαν Η/Υ και το διαδίκτυο κατά το α' τρίμηνο 2012, ενώ τακτική χρήση του διαδικτύου, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, διενεργεί το 91,4% όσων χρησιμοποίησαν το Διαδίκτυο (ποσοστό σταθερό σε σχέση με το 2011, που ήταν 91,7%), ενώ το ποσοστό όσων χρησιμοποιούν καθημερινά το Διαδίκτυο παρουσιάζει αύξηση κατά 4,6% σε σχέση με αυτό που καταγράφηκε το 2011.
Δύο στους δέκα συνδέονται στο Διαδίκτυο, εν κινήσει, από φορητή συσκευή, ενώ το 26,9% πραγματοποίησε ηλεκτρονικές αγορές, σημειώνοντας αύξηση 14% σε σύγκριση με το 2011.
Με βάση τα ισχύοντα στην Ευρώπη παρατηρείται ότι οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,2% στη Νορβηγία και 0,8% στη Γερμανία και έως 4,4% και 3,3% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα αντίστοιχα. Ενώ η Βουλγαρία και η Ελλάδα καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 6,6% και 6,4% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αντίστοιχα.
Οι συνθήκες ανισότητας
Από την έρευνα της ΕΛ.ΣΤΑΤ. σχετικά με τις συνθήκες ανισότητας μεταξύ του πληθυσμού, προκύπτει ότι το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Δαπάνες για διατροφή υγεία
Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 17%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κ.λπ.), η δαπάνη για υγεία ανέρχεται στο 8,7% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,4%.
Πάνος Κακούρης - pkak@naftemporiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.