Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Επιστροφή στην διατροφική αυτάρκεια


Οι επισιτιστικές κρίσεις αποκαλύπτουν τι πρέπει να κάνουν χώρες όπως η Ελλάδα

Πέρα από τις χρηματοπιστωτικές, ενεργειακές, περιβαλλοντικές και πολιτικές κρίσεις, η ανθρωπότητα βιώνει συνεχώς επιδεινούμενες επισιτιστικές κρίσεις. Όλες αυτές οι κρίσεις συναρτώνται απόλυτα και αλληλοκαθορίζονται μεταξύ τους. Δεδομένου ότι η σίτιση αποτελεί την πρωταρχική ανάγκη για την επιβίωση της ανθρωπότητας, η επισιτιστική κρίση είναι μία από τις κρισιμότερες παραμέτρους τόσο σε κρατικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Αποτέλεσμα της τεράστιας ανάπτυξης στους τομείς φυτοπροστασίας, σποροπαραγωγής, ζωικής παραγωγής και γενετικής των τελευταίων 60 ετών είναι το γεγονός ότι η γη μπορεί να θρέψει τουλάχιστον 12 δισ. παγκόσμιου πληθυσμού έναντι πληθυσμού 7 δισ. που ζουν στον πλανήτη τώρα. Παρ’ όλα αυτά , σήμερα 1 δισ. άνθρωποι υποφέρουν μόνιμα από την πείνα και προβλέπονται αυξητικές τάσεις αυτού του πληθυσμού στο άμεσο μέλλον. Το φαινόμενο αυτό είναι άμεσα συνυφασμένο με την εξάρτηση πολλών χωρών από ανεπτυγμένα κράτη και από πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της αγροτικής παραγωγής και τροφίμων. Η αναποτελεσματική διαχείριση των υδάτινων πόρων επιβαρύνει επίσης την όλη κατάσταση όσον αφορά το θέμα της ερημοποίησης μεγάλων εκτάσεων αγροτικής γης.
Επί του παρόντος το επισιτιστικό πρόβλημα εμφανίζεται σαν πρόβλημα τιμών και όχι σαν πρόβλημα έλλειψης σε βασικά είδη διατροφής. Η άνοδος των τιμών των αγροτικών προϊόντων επηρεάζει και το επίπεδο ζωής των ανεπτυγμένων χωρών με έμμεσο τρόπο, μέσω της αύξησης του πληθωρισμού. Ο βαθμός έκθεσης μιας χώρας σε πιθανή επισιτιστική κρίση εξαρτάται από παράγοντες όπως το κατά κεφαλή εισόδημα των κατοίκων της, το ποσοστό δαπάνης για τρόφιμα στον οικογενειακό προϋπολογισμό και το ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών τροφίμων ως ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσο αυξάνεται το κατά κεφαλήν εισόδημα τόσο ελαττώνεται το ποσοστό δαπάνης για τρόφιμα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και κατά συνέπεια μειώνεται ο βαθμός έκθεσης μιας χώρας σε πιθανή επισιτιστική κρίση.
Η βασικότερη, όμως, αιτία που το επισιτιστικό πρόβλημα έχει πάρει οικουμενικές διαστάσεις είναι η σταδιακή απώλεια της διατροφικής αυτοδυναμίας όλων των εθνικών οικονομιών. Αυτό έχει προκύψει βαθμιαία μέσα από μια διαδικασία πολιτικο-οικονομικής ολοκλήρωσης όπου η παραγωγή, η διανομή, η ανταλλαγή προϊόντων καθώς και η κατανάλωση γίνονται πλέον σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με την δημιουργία διεθνών φορέων και οργανισμών, όπως η ΕΟΚ και η NAFTA, που ως στόχο είχαν την σταδιακή φιλελευθεροποίηση της διακίνησης προϊόντων και υπηρεσιών σε μια διεθνοποιημένη αγορά. Μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη το φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο αντικατέστησε το μοντέλο της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας των πρώην κομμουνιστικών χωρών.
Στην σημερινή παγκοσμιοποιημένη αγορά η διαμόρφωση τιμών καθορίζεται πλέον από παράγοντες όπως η ζήτηση που, ανεξάρτητα από συγκυρίες, αυξάνει συνεχώς. Σε αυτό συντελεί η αύξηση κατανάλωσης τροφίμων από τις αναπτυσσόμενες χώρες καθώς και από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση της ζήτησης στην Κίνα του 1,2 δισ. κατοίκων και του κεντρικά ελεγχόμενου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης.
Όσον αφορά την παγκόσμια αγροτική παραγωγή, ο όγκος της παρουσιάζει μια πτωτική τάση που οφείλεται σε κλιματικές αλλαγές, φυσικές καταστροφές, αναποτελεσματική διαχείριση των υδάτινων πόρων και την δέσμευση ευφόρων εκτάσεων για μη διατροφική χρήση, συγκεκριμένα για την παραγωγή προϊόντων που χρησιμοποιούνται ως βιοκαύσιμα (καλαμπόκι, σόργο, ελαιοκράμβη).
Κυρίαρχο ρόλο πλέον στη διαμόρφωση των τιμών των τροφίμων έχει η αγορά των χρηματιστηριακών παραγώγων τροφίμων. Η μεταφορά κεφαλαίων από τον χρηματοπιστωτικό τομέα στον τομέα των παραγώγων τροφίμων τον τελευταίο χρόνο παρουσίασε μια αύξηση της τάξης του 40% – 80%,ανάλογα με το προϊόν, σε σχέση με το 2008. Τα συμβόλαια με τους παραγωγούς μετατρέπονται σε χρηματιστηριακούς τίτλους και επηρεάζουν την διαμόρφωση του γενικού επιπέδου τιμών των αγροτικών προϊόντων.
Αν στα ανωτέρω προστεθούν και οι διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου, των λιπασμάτων και άλλων εισροών στην αγροτική οικονομία, το συμπέρασμα είναι ότι οι παραγωγοί τροφίμων ελάχιστη συμμετοχή έχουν στην διαμόρφωση της τελικής τιμής των προϊόντων τους.
Η ανθρωπότητα επιβίωσε δια μέσου των αιώνων, ενάντια σε κάθε αντιξοότητα , χάρις στην εφευρετικότητά της και στην ικανότητα να μετατρέπει την κάθε κρίση σε ευκαιρία. Έτσι και στην επισιτιστική κρίση, υπάρχουν κράτη, πολυεθνικές εταιρείες, χρηματοπιστωτικοί και ασφαλιστικοί φορείς που εκμεταλλεύονται προς όφελός τους την όλη κατάσταση και διαμορφώνουν σε μεγάλο ποσοστό τις γεωπολιτικές ισορροπίες του πλανήτη μας.
Τα εργαλεία ελέγχου αγροτικής παραγωγής που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη κέρδους από την κρίση και για τον επηρεασμό των γεωπολιτικών ισορροπιών είναι κοινά για όλους τους ανωτέρω φορείς. Ζωτικότερο εργαλείο, όσον αφορά και τον έλεγχο της διατροφής της ανθρωπότητας, είναι η αποξένωση των παραγωγών από την παραγωγή τους. Η κατοχή και διάθεση πολλαπλασιαστικού υλικού δεν ανήκει πλέον στους παραγωγούς αλλά αποτελεί αποκλειστικότητα των εταιρειών εκείνων που έχουν την τεχνογνωσία να το παράγουν και να εξασφαλίσουν την παγκόσμια αποκλειστικότητα για όλο το κύκλωμα παραγωγής – διάθεσης. Ως φυσική συνέχεια για την ολοκλήρωση του διατροφικού ελέγχου της ανθρωπότητας παρατηρούμε ότι επεκτείνονται τόσο ο έλεγχος του εδάφους, του υδάτινου και ενεργειακού πλούτου από ιδιωτικές εταιρείες όσο και ο έλεγχος της παραγωγής τροφίμων μέσα από πολυεθνικούς μηχανισμούς εμπορίας και διακίνησης.
ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ
Εμπλεκόμενοι σ’ αυτό το κερδοσκοπικό παιχνίδι είναι τράπεζες, συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, κρατικοί οργανισμοί και όμιλοι ιδιωτικών εταιρειών.
Αρχής γενομένης από την δημιουργία χρηματιστηρίων αγροτικών προϊόντων, οι συμβάσεις μεταξύ παραγωγών και εμπόρων μετατράπηκαν σε παράγωγα. Έτσι το κέρδος επί της παραγωγής αγροτικών προϊόντων σταδιακά μετατράπηκε σε κέρδος επί της προσδοκώμενης παραγωγής αγροτικών προϊόντων.
Άμεση συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν η ραγδαία εξάπλωση εταιρικών συμφωνιών για αγορά καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Αυτό οδήγησε στην σταδιακή απώλεια πρόσβασης των παραγωγών στους φυσικούς πόρους καθώς και στην δυνατότητα πλήρους κάλυψης των διατροφικών τους αναγκών.
Η δημιουργία και ανάπτυξη της αγοράς βιοκαυσίμων συνετέλεσε στην αποψίλωση των δασών και στην μείωση διαθεσιμότητας σόγιας και καλαμποκιού για διατροφή. Το «όραμα» της Ε.Ε. για συμμετοχή των βιοκαυσίμων σε ποσοστό 10 % έως το 2020 στις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης, σημαίνει ότι το 70% της ευρωπαϊκής καλλιεργήσιμης γης θα δεσμευθεί σε καλλιέργειες απόδοσης βιοκαυσίμων. Με γεωπολιτικούς όρους, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θα πρέπει να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες των χωρών του Βορρά.
Οι μεγαλύτεροι επενδυτές στα χρηματιστήρια αγροτικών προϊόντων, στην συμβολαιακή γεωργία και στην αγορά βιοκαυσίμων προέρχονται από τον χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό χώρο (Deutsche Bank, Barclays, ABP, Allianz, BNP Paribas, Generali, HSBC, Lloyd’s, Unicredit, AXA, Credit Agricole), από τον χώρο παραγωγής γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (Monsanto, Syngenta), από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην διακίνηση πρώτων υλών και τροφίμων (Cargill, ADM, Con-Agra, Bunge, Charoen, Noble Group, Sinochem), από τις αλυσίδες διανομής τροφίμων (Tesco, Carrefour, Wal-Mart) και από τις εταιρείες φυτοπροστατευτικών προϊόντων όπως DuPont, Chevron κ.α.
Σημαντική παράμετρος στην παγκοσμιοποιημένη μορφή ελέγχου της διατροφής είναι ότι το ενεργειακό και διατροφικό ζήτημα συμπλέκονται μεταξύ τους, γιατί οι πηγές ενέργειας και διατροφής εξαρτώνται όλο και περισσότερο από ένα ολιγοπώλιο εταιρειών.
Ήδη έχουν δημιουργηθεί τραστ στον ενεργειακό/διατροφικό τομέα , όπως ADM –Monsanto, Chevron – Volkswagen, BP-DuPont-Toyota. Με αυτό τον τρόπο η αλυσίδα έρευνας-παραγωγής-διανομής τροφίμων και καυσίμων συνιστά ένα κεντρικό διατροφικό και ενεργειακό έλεγχο της αγοράς.
Στον αντίποδα των ανωτέρω εξελίξεων, κράτη που αναζητούν εκτάσεις γης για να μην εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές εμπόριο (Εμιράτα, Κορέα), ο ΟΗΕ μέσω του Παγκοσμίου Οργανισμού Τροφίμων και το ΔΝΤ, προσπαθούν να επεξεργασθούν κανόνες συμπεριφοράς και κατευθυντήριες γραμμές για αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες τόσο για παραγωγούς όσο και για εταιρείες. Τα αποτελέσματα είναι αμφίβολα ειδικά μετά την δηλωμένη επιλογή του ΔΝΤ για περισσότερη εταιρικά ελεγχόμενη παραγωγή τροφίμων προς εξαγωγή με την εγκατάσταση γεωργικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας παντού.
Πέρα από τους μεγάλους παίκτες, στην διατροφική αγορά δραστηριοποιούνται ακόμα και μικρότεροι επενδυτές όπως ιδιωτικές εταιρείες μετοχικού κεφαλαίου και επενδυτικές τράπεζες. Κίνητρό τους είναι η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων τους με επενδύσεις σε μια αγορά χαμηλής τεχνολογίας και διαχειριστικής ικανότητας, με εξασφάλιση έναντι πληθωρισμού και εγγυημένες αποδόσεις, κυρίως από την αξία γης.
Ο διατροφικός και ενεργειακός έλεγχος του παγκόσμιου πληθυσμού από ολιγοπώλια του χρηματοπιστωτικού, ενεργειακού και διατροφικού τομέα είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισαν ποτέ στην ιστορική τους διαδρομή κράτη και λαοί, όσον αφορά την ανεξαρτησία τους από αλλότριες μορφές εξουσίας. Η εκχώρηση αυτής της ανεξαρτησίας δεν σημαίνει εξάλειψη του φαινομένου της πείνας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χρονιές διατροφικής κρίσης είναι ταυτόχρονα και οι χρονιές που εταιρείες διατροφικών προϊόντων σημειώνουν κέρδη – ρεκόρ.
Μια από τις μεγαλύτερες ιστορικές αντιφάσεις όλων των εποχών είναι το γεγονός ότι ο έλεγχος επί των μέσων παραγωγής και της διανομής των διατροφικών αγαθών ήταν βασική πολιτική προτεραιότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων αρχής γενομένης από το 1917 στην τότε μπολσεβικική Ρωσία μέχρι και την κατάρρευση αυτών των καθεστώτων την δεκαετία του ’80 – ’90. Ο κεντρικός έλεγχος αυτού του τύπου εξακολουθεί να υφίσταται απόλυτα στην Β. Κορέα και, με κάποιο βαθμό φιλελευθεροποίησης, στην Κίνα. Σήμερα βλέπουμε ότι ο έλεγχος επί των μέσων παραγωγής και διανομής των διατροφικών αγαθών έχει « εξελιχθεί» και έχει γίνει πιο κερδοφόρος για τις εταιρείες – στυλοβάτες της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας. Το κοινό ζητούμενο τόσο στο κομμουνιστικό όσο και στο καπιταλιστικό σύστημα ήταν και είναι η εκμετάλλευση όλων των πηγών διατροφής της ανθρωπότητας και η χρησιμοποίηση τους ως μέσο ελέγχου της ίδιας της επιβίωσης της.
Ο διατροφικός έλεγχος που έχει επιτευχθεί επί του συνόλου σχεδόν του παγκόσμιου πληθυσμού δεν συμβαδίζει με την διατροφική αυτάρκειά του, ούτε ακόμα και στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Με αρωγό τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης που με διάφορες ονομασίες υιοθέτησε η Ε.Ε. ( Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, Κοινή Αγροτική Πολιτική), εξαφανίστηκαν ιστορικές και προσοδοφόρες καλλιέργειες από τις λιγότερο ισχυρές χώρες της Ε.Ε. χάριν της κερδοφορίας των εταιρικών ομίλων που ελέγχουν την παραγωγή και την διακίνηση αγροτικών προϊόντων στην Ε.Ε. από τις αναπτυσσόμενες χώρες Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής. Αυτή η κατευθυνόμενη αναδιάρθρωση καλλιεργειών και ζωϊκής παραγωγής ωφέλησε οικονομικά τα κράτη που διαθέτουν ένα ανεπτυγμένο βιοτεχνολογικό και χρηματοοικονομικό τομέα. Μεγάλα σε έκταση κράτη όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία αλλά και μικρότερα κράτη όπως η Ολλανδία (εντός Ε.Ε.) και η Ελβετία (εκτός Ε.Ε.) έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη γεωπολιτική βαρύτητα λόγω της δυναμικής παρουσίας τους στον τομέα ελέγχου των πηγών διατροφής.
Η επιρροή που μπορούν να ασκήσουν αυτά τα κράτη στην διαμόρφωση των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στις εξαρτώμενες από αυτά χώρες είναι καθοριστική. Ελέγχοντας μέσω των ιδιωτικών ή και κρατικών εταιρειών τους τις πηγές διατροφής μεγάλων αριθμητικά πληθυσμών διαμορφώνουν ένα νέο και εξαιρετικά ασφυκτικό πλαίσιο διεθνών σχέσεων με τις εξαρτώμενες χώρες.
Η ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ ΧΩΡΩΝ ΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία και με δεδομένο ότι οι κρίσεις πάντα δημιουργούν ευκαιρίες, υπάρχουν περιθώρια διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής για διατροφική αυτάρκεια και γεωπολιτική επέκταση.
Η γεωπονική, όπως και η επιστήμη των τροφίμων – ποτών, έχει εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η αυτάρκεια τροφίμων από την τοπική παραγωγή για τις περισσότερες χώρες του κόσμου να είναι εφικτή. Η τοπικοποίηση τόσο της παραγωγής όσο και του εμπορίου τροφίμων απεγκλωβίζει τις κρατικές οικονομίες από τις αρνητικές συνέπειες του διεθνούς εμπορίου. Αρκεί να αναλογισθούμε ότι η Ελλάδα μετά την δεκαετία του ’50 και πριν την υλοποίηση των διαφόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων (αποσύρσεις, Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, Κοινή Αγροτική Πολιτική) των δεκαετιών του ’80 και μετά, όχι μόνο ήταν διατροφικά αυτάρκης, αλλά μεγάλο ποσοστό συναλλάγματος εισέρεε από εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Αν με την τεχνολογία του ’50 η Ελλάδα ήταν αυτάρκης , με την σημερινή τεχνολογία το ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών στα προϊόντα διατροφής θα είχε θετικό πρόσημο, μειώνοντας σε σημαντικό βαθμό τόσο το έλλειμμα στον προϋπολογισμό, όσο και τις διάφορες εξαρτήσεις από ξένα κέντρα αποφάσεων.
Πέραν τούτου, με διασφαλισμένη την επάρκεια τροφίμων, θα μπορούσε να χαραχθεί μια καθαρά εθνική στρατηγική γεωπολιτικής επέκτασης επενδύοντας σε εκτάσεις γης σε περιοχές στρατηγικού ενδιαφέροντος , όπου θα παράγονταν προϊόντα για λογαριασμό των Ελλήνων επενδυτών που θα απευθύνονταν στην διεθνή αγορά. Το παράδειγμα των ολλανδικών συμφερόντων αγροκτημάτων ανθοκομικών προϊόντων στην Αφρική ή των Ισραηλινών συμφερόντων θερμοκηπίων κηπευτικών στην νότια Τουρκία είναι χαρακτηριστικό του πώς μπορεί ένα κράτος να ενισχύσει τόσο την οικονομική όσο και την γεωπολιτική του θέση στον κόσμο.
Οι κρίσεις πάντα κρύβουν ευκαιρίες. Για ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για την ίδια την ύπαρξη των ανθρώπων, όπως το επισιτιστικό, οι αποφάσεις σε στρατηγικό και γεωπολιτικό επίπεδο που πρέπει να παίρνουν οι ηγεσίες των κρατών είναι κυριολεκτικά αποφάσεις ζωής ή θανάτου για τους λαούς τους.
Η διεθνής κοινότητα στο θέμα της διατροφικής επάρκειας θα πρέπει να εστιάσει στην ανάπτυξη της έρευνας για την μέγιστη απόδοση της φυτικής και ζωικής παραγωγής, στην ανάπτυξη της τεχνολογίας για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των υδάτινων πόρων και την αναστροφή του φαινομένου της ερημοποίησης πρώην εύφορων εκτάσεων γης.
Η ανάπτυξη αυτή, όμως, που θεσμικά προέρχεται από Ινστιτούτα Ερευνών και Πανεπιστήμια, ελάχιστη συμβολή θα έχει στην διασφάλιση της διατροφικής επάρκειας για την ανθρωπότητα αν ο έλεγχος των πηγών διατροφής εξακολουθήσει να συγκεντρώνεται στα χέρια όλο και λιγότερων εταιρικών συμπράξεων του διατροφικού και ενεργειακού τομέα. Στο θέμα της διατροφής, ένα θέμα κυριολεκτικά ζωής ή θανάτου για όλους τους εμπλεκόμενους, αυτός ο συγκεντρωτισμός στον έλεγχο των διατροφικών πηγών εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους τόσο για την ίδια την ύπαρξη όσο και για τις ελευθερίες που κατέκτησε η ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια.
Θα πρέπει πλέον να εξετασθούν σοβαρά από τα κράτη οι στρατηγικές απεμπλοκής από τις συνέπειες του διεθνούς εμπορίου, έτσι όπως διαμορφώνονται μέσα από τα μεγάλα εταιρικά και πολυεθνικά σχήματα. Χωρίς τις στρεβλώσεις του προστατευτισμού, αλλά και χωρίς τις δεσμεύσεις και την εκχώρηση των διατροφικών πηγών τους σε λίγους πολυεθνικούς οργανισμούς, τα κράτη μπορούν να εξασφαλίσουν την αξιοπρεπή διαβίωση και διατροφή των πολιτών τους, συμβάλλοντας έτσι στην αυτάρκεια και στο δικαίωμα της ελευθερίας των επιλογών τους.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.