Η απαξίωση της δημόσιας τηλεόρασης φαίνεται ότι στην Ελλάδα είναι ένα βαρέλι δίχως πάτο, και αν δεν αντιδράσουμε άμεσα, θα έχουμε σύντομα άλλη μια πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία: θα είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που οι πολίτες της σε ενδεχόμενη έρευνα –και δεν είναι καθόλου κακή ιδέα για να μάθουμε επιτέλους την αλήθεια- θα απαντήσουν χωρίς πολύ σκέψη, ότι δεν χρειάζονται καθόλου τη δημόσια τηλεόραση και ότι μια χαρά πορεύονται με τα ιδιωτικά κανάλια, τις τούρκικες σειρές τους, και τα φτηνά πρωινάδικα.
Το καλύτερα οργανωμένο σχέδιο δεν θα μπορούσε να έχει τόσο επιτυχημένα αποτελέσματα. Χρόνια τώρα, από σκοπιμότητες πολιτικές και άλλες, αλλά και από εγκληματική αδιαφορία και δυστυχώς άγνοια των υπευθύνων- πολιτικών προϊσταμένων, προέδρων, διευθυντών της ΕΡΤ κλπ (φυσικά έχουν υπάρξει μικρές φωτεινές εξαιρέσεις αλλά δυστυχώς δεν έχουν καθορίσει την εικόνα), οδηγηθήκαμε σε μία πλήρη απαξίωση του «ελλειμματικού» και χωρίς χαρακτήρα προγράμματος της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης.
Πρώτον, εν μία νυκτί και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις η ΕΡΤ έγινε ΔΕΚΟ, για να ακολουθήσει την δύσκολη αλλά και αμαρτωλή πορεία των δημόσιων αυτών Οργανισμών.
Δεύτερον και με την παρέμβαση της τρόικας, συνεχώς από το 2010 και μετά, απαιτείται η συρρίκνωση των λειτουργικών της εξόδων, λες και μπορεί ένας Ραδιοτηλεοπτικός Οργανισμός να δουλέψει και να παράγει πρόγραμμα -γιατί αυτή είναι η δουλειά του και εδώ απλά το έχουμε ξεχάσει- με ψίχουλα, μόνη κι έρημη απέναντι στα μεγάλα δημόσια κανάλια της Γαλλίας της Γερμανίας της Ιταλίας κλπ και στους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς. Και πρόσφατα, όταν ήρθε για άλλη μια φορά η ώρα και η μόνιμη πια δικαιολογία της «κρίσης», πολύ εύκολα και με μία απλή ανακοίνωση «κόπηκε» το 25% από το ανταποδοτικό τέλος που εισπράττεται από το Έλληνα πολίτη υπέρ της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, για να καλυφθεί μέρος του ελλείμματος της ΛΑΓΗΕ ΑΕ (Λειτουργός Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕ).
Κι αφού δεν κάνει τη δουλειά της η ΕΡΤ μήπως και να καταργηθεί εντελώς η «εισφορά» αυτή ως μη απαραίτητη; Ήδη η συζήτηση έχει ατύπως ανοίξει και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Τρία χρόνια τώρα, κανείς υπουργός ή άλλος υπεύθυνος για την ΕΡΤ δεν είδε σοβαρά την ανάγκη για μια πραγματική αναγέννηση της δημόσιας τηλεόρασης, ώστε να μπει στο χάρτη και να «συνομιλήσει» με τις σοβαρές δημόσιες τηλεοράσεις της Ευρώπης.
Η νέα διοίκηση του καναλιού, που ορίστηκε πρόσφατα, βρέθηκε προ ενός άνευ προηγουμένου , διπλού αδιεξόδου. Πρώτον, βρήκε τα κανάλια άδεια -χωρίς πρόγραμμα, αφού η προηγούμενη διοίκηση για διάφορους λόγους, δεν φρόντισε να σχεδιάσει και να αναθέσει την παραγωγή προγράμματος, ώστε να προετοιμάζεται η νέα σεζόν, όπως συμβαίνει σε ολόκληρο τον τηλεοπτικό κόσμο. Και δεύτερον, το περίφημο «πλεόνασμα» που διατυμπάνιζαν υπουργοί και αρμόδιοι της ΕΡΤ, εξανεμίστηκε από την πρόσφατη περικοπή του 25% του ανταποδοτικού τέλους.
Μία συζήτηση λοιπόν που δεν έχει ποτέ ανοίξει σοβαρά και ήρθε η ώρα να τη βάλουμε στο τραπέζι, αφορά στο ρόλο και τις ανάγκες που οφείλει να καλύπτει η Δημόσια Τηλεόραση στην Ελλάδα. Ποιος ο ρόλος του ανταποδοτικού τέλους που εισπράττεται μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ; Και γιατί όλες οι δημόσιες τηλεοράσεις στην Ευρώπη, στον Καναδά και αλλού χρηματοδοτούνται έμμεσα ή και άμεσα από το κράτος;
Θα διαβαστεί ως πρόταση εκπαιδευτικού περιεχομένου, αλλά οι πρωτοετείς φοιτητές που σπουδάζουν Μέσα Επικοινωνίας, αυτό το μαθαίνουν από την αρχή των σπουδών τους. Η πληρωμή του ανταποδοτικού τέλους είναι η συμβολή των πολιτών στο δικαίωμα να συμμετέχουν σε μια δημόσια, ανεξάρτητη ραδιοτηλεόραση που επιτελεί τον ιδρυτικό της σκοπό και αξιοποιεί τις δυνατότητες της πολλαπλής ανεξαρτησίας της: από τα πολιτικά κόμματα, από τα οικονομικά συμφέροντα, από την συγκέντρωση της δύναμης που μπορεί να επιφέρει το ολιγοπώλιο στα ιδιωτικά μέσα επικοινωνίας .
Το πρώτο άρθρο του γαλλικού περί τα ραδιοτηλεοπτικά νόμου της 7ης Αυγούστου 1974 καθόριζε πολύ καθαρά το ρόλο της δημόσιας τηλεόρασης: «Το δημόσιο εθνικό δίκτυο της ραδιοτηλεόρασης συγκεντρώνει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της την αποστολή του να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις προσδοκίες του λαού, σε ότι αφορά την ενημέρωση, την επικοινωνία, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, την διασκέδαση και το σύνολο των αξιών του πολιτισμού της χώρας».
Η ανεξάρτητη ενημέρωση λοιπόν και το πρόγραμμα που επιλέγεται να παραχθεί, είναι αυτό που επιβάλει την αξιοπιστία και την ταυτότητα του καναλιού ή των καναλιών, ως μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς του πολιτισμού μιας χώρας.
Ως εκ τούτου, η παραγωγή του προγράμματος- ως δεύτερος σημαντικός πυλώνας ενός τηλεοπτικού προγράμματος, αν θεωρήσουμε πρώτο την ενημέρωση- και φυσικά ο σωστός προγραμματισμός είναι το στρατηγικό όπλο του κάθε καναλιού.
Και εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα της ΕΡΤ που κάθε φορά χάνεται και οι ελπίδες εξανεμίζονται. Σήμερα το στοίχημα είναι μπροστά στην τρικομματική κυβέρνηση που έχει τη δυνατότητα να αποκτήσουμε επιτέλους μία δημόσια τηλεόραση ανεξάρτητη, πλουραλιστική και ποιοτική, αντάξια του ρόλου της και της αποστολής της.
Και μερικά συγκριτικά παραδείγματα σχετικά με τη χρηματοδότηση των δημόσιων τηλεοράσεων στην Ευρώπη
Στη Μεγάλη Βρετανία, τα έσοδα του BBC, είναι 3,27 δισεκατομμύρια λίρες, δηλαδή 4,38 δισ. ευρώ και προέρχονται εξ ολοκλήρου από το ανταποδοτικό τέλος. Στην Ιταλία, η RAI χρηματοδοτείται παραπάνω από το 50% με το ανταποδοτικό τέλος και κατά 40% από τη διαφήμιση.
Στη Γερμανία, η ARD και η ZDF χρηματοδοτούνται κατά 80% από την επιχορήγηση και κατά 5% από τη διαφήμιση, ενώ στην Ισπανία δεν υπάρχει ανταποδοτικό τέλος αλλά τα δύο δημόσια κανάλια, TVE1 και TVE2, χρηματοδοτούνται απ’ ευθείας από το κράτος και από τα διαφημιστικά έσοδα.
Στη Γαλλία τα 2/3 των εσόδων του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα (6 τηλεοπτικά κανάλια, ραδιόφωνο, ΙΝΑ –Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Αρχείο) προέρχονται μέχρι το 2009 από το ανταποδοτικό τέλος και το 1/3 από τη διαφήμιση. Ο «Νόμος Σαρκοζί» του 2009 που προέβλεπε τη σταδιακή μείωση έως την ολική κατάργηση της διαφήμισης στα κρατικά κανάλια απεδείχθη, στο βαθμό που ίσχυσε (απαγόρευση προβολής διαφημίσεων από τις 8μμ -6 πμ) ,καταστροφικός για τα έσοδα και τις δυνατότητες παραγωγής τηλεοπτικού προγράμματος.
Η κυβέρνηση Ολάντ προτίθεται να καταργήσει άμεσα το νόμο και συγχρόνως συζητά την επέκταση του ανταποδοτικού τέλους και στους κατέχοντες ηλεκτρονικό υπολογιστή με την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιείται ως δέκτης τηλεοπτικών προγραμμάτων. Ο κάτοχος τηλεοπτικού δέκτη στη Γαλλία πληρώνει 125 ευρώ το χρόνο ως ανταποδοτικό τέλος μέσω της φορολογικής δήλωσης κατοικίας, στην Ελλάδα μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ εισπράττονται αντίστοιχα και για τον ίδιο σκοπό 51,60 ευρώ το χρόνο.
Το καλύτερα οργανωμένο σχέδιο δεν θα μπορούσε να έχει τόσο επιτυχημένα αποτελέσματα. Χρόνια τώρα, από σκοπιμότητες πολιτικές και άλλες, αλλά και από εγκληματική αδιαφορία και δυστυχώς άγνοια των υπευθύνων- πολιτικών προϊσταμένων, προέδρων, διευθυντών της ΕΡΤ κλπ (φυσικά έχουν υπάρξει μικρές φωτεινές εξαιρέσεις αλλά δυστυχώς δεν έχουν καθορίσει την εικόνα), οδηγηθήκαμε σε μία πλήρη απαξίωση του «ελλειμματικού» και χωρίς χαρακτήρα προγράμματος της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης.
Πρώτον, εν μία νυκτί και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις η ΕΡΤ έγινε ΔΕΚΟ, για να ακολουθήσει την δύσκολη αλλά και αμαρτωλή πορεία των δημόσιων αυτών Οργανισμών.
Δεύτερον και με την παρέμβαση της τρόικας, συνεχώς από το 2010 και μετά, απαιτείται η συρρίκνωση των λειτουργικών της εξόδων, λες και μπορεί ένας Ραδιοτηλεοπτικός Οργανισμός να δουλέψει και να παράγει πρόγραμμα -γιατί αυτή είναι η δουλειά του και εδώ απλά το έχουμε ξεχάσει- με ψίχουλα, μόνη κι έρημη απέναντι στα μεγάλα δημόσια κανάλια της Γαλλίας της Γερμανίας της Ιταλίας κλπ και στους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς. Και πρόσφατα, όταν ήρθε για άλλη μια φορά η ώρα και η μόνιμη πια δικαιολογία της «κρίσης», πολύ εύκολα και με μία απλή ανακοίνωση «κόπηκε» το 25% από το ανταποδοτικό τέλος που εισπράττεται από το Έλληνα πολίτη υπέρ της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, για να καλυφθεί μέρος του ελλείμματος της ΛΑΓΗΕ ΑΕ (Λειτουργός Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕ).
Κι αφού δεν κάνει τη δουλειά της η ΕΡΤ μήπως και να καταργηθεί εντελώς η «εισφορά» αυτή ως μη απαραίτητη; Ήδη η συζήτηση έχει ατύπως ανοίξει και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Τρία χρόνια τώρα, κανείς υπουργός ή άλλος υπεύθυνος για την ΕΡΤ δεν είδε σοβαρά την ανάγκη για μια πραγματική αναγέννηση της δημόσιας τηλεόρασης, ώστε να μπει στο χάρτη και να «συνομιλήσει» με τις σοβαρές δημόσιες τηλεοράσεις της Ευρώπης.
Η νέα διοίκηση του καναλιού, που ορίστηκε πρόσφατα, βρέθηκε προ ενός άνευ προηγουμένου , διπλού αδιεξόδου. Πρώτον, βρήκε τα κανάλια άδεια -χωρίς πρόγραμμα, αφού η προηγούμενη διοίκηση για διάφορους λόγους, δεν φρόντισε να σχεδιάσει και να αναθέσει την παραγωγή προγράμματος, ώστε να προετοιμάζεται η νέα σεζόν, όπως συμβαίνει σε ολόκληρο τον τηλεοπτικό κόσμο. Και δεύτερον, το περίφημο «πλεόνασμα» που διατυμπάνιζαν υπουργοί και αρμόδιοι της ΕΡΤ, εξανεμίστηκε από την πρόσφατη περικοπή του 25% του ανταποδοτικού τέλους.
Μία συζήτηση λοιπόν που δεν έχει ποτέ ανοίξει σοβαρά και ήρθε η ώρα να τη βάλουμε στο τραπέζι, αφορά στο ρόλο και τις ανάγκες που οφείλει να καλύπτει η Δημόσια Τηλεόραση στην Ελλάδα. Ποιος ο ρόλος του ανταποδοτικού τέλους που εισπράττεται μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ; Και γιατί όλες οι δημόσιες τηλεοράσεις στην Ευρώπη, στον Καναδά και αλλού χρηματοδοτούνται έμμεσα ή και άμεσα από το κράτος;
Θα διαβαστεί ως πρόταση εκπαιδευτικού περιεχομένου, αλλά οι πρωτοετείς φοιτητές που σπουδάζουν Μέσα Επικοινωνίας, αυτό το μαθαίνουν από την αρχή των σπουδών τους. Η πληρωμή του ανταποδοτικού τέλους είναι η συμβολή των πολιτών στο δικαίωμα να συμμετέχουν σε μια δημόσια, ανεξάρτητη ραδιοτηλεόραση που επιτελεί τον ιδρυτικό της σκοπό και αξιοποιεί τις δυνατότητες της πολλαπλής ανεξαρτησίας της: από τα πολιτικά κόμματα, από τα οικονομικά συμφέροντα, από την συγκέντρωση της δύναμης που μπορεί να επιφέρει το ολιγοπώλιο στα ιδιωτικά μέσα επικοινωνίας .
Το πρώτο άρθρο του γαλλικού περί τα ραδιοτηλεοπτικά νόμου της 7ης Αυγούστου 1974 καθόριζε πολύ καθαρά το ρόλο της δημόσιας τηλεόρασης: «Το δημόσιο εθνικό δίκτυο της ραδιοτηλεόρασης συγκεντρώνει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της την αποστολή του να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις προσδοκίες του λαού, σε ότι αφορά την ενημέρωση, την επικοινωνία, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, την διασκέδαση και το σύνολο των αξιών του πολιτισμού της χώρας».
Η ανεξάρτητη ενημέρωση λοιπόν και το πρόγραμμα που επιλέγεται να παραχθεί, είναι αυτό που επιβάλει την αξιοπιστία και την ταυτότητα του καναλιού ή των καναλιών, ως μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς του πολιτισμού μιας χώρας.
Ως εκ τούτου, η παραγωγή του προγράμματος- ως δεύτερος σημαντικός πυλώνας ενός τηλεοπτικού προγράμματος, αν θεωρήσουμε πρώτο την ενημέρωση- και φυσικά ο σωστός προγραμματισμός είναι το στρατηγικό όπλο του κάθε καναλιού.
Και εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα της ΕΡΤ που κάθε φορά χάνεται και οι ελπίδες εξανεμίζονται. Σήμερα το στοίχημα είναι μπροστά στην τρικομματική κυβέρνηση που έχει τη δυνατότητα να αποκτήσουμε επιτέλους μία δημόσια τηλεόραση ανεξάρτητη, πλουραλιστική και ποιοτική, αντάξια του ρόλου της και της αποστολής της.
Και μερικά συγκριτικά παραδείγματα σχετικά με τη χρηματοδότηση των δημόσιων τηλεοράσεων στην Ευρώπη
Στη Μεγάλη Βρετανία, τα έσοδα του BBC, είναι 3,27 δισεκατομμύρια λίρες, δηλαδή 4,38 δισ. ευρώ και προέρχονται εξ ολοκλήρου από το ανταποδοτικό τέλος. Στην Ιταλία, η RAI χρηματοδοτείται παραπάνω από το 50% με το ανταποδοτικό τέλος και κατά 40% από τη διαφήμιση.
Στη Γερμανία, η ARD και η ZDF χρηματοδοτούνται κατά 80% από την επιχορήγηση και κατά 5% από τη διαφήμιση, ενώ στην Ισπανία δεν υπάρχει ανταποδοτικό τέλος αλλά τα δύο δημόσια κανάλια, TVE1 και TVE2, χρηματοδοτούνται απ’ ευθείας από το κράτος και από τα διαφημιστικά έσοδα.
Στη Γαλλία τα 2/3 των εσόδων του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα (6 τηλεοπτικά κανάλια, ραδιόφωνο, ΙΝΑ –Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Αρχείο) προέρχονται μέχρι το 2009 από το ανταποδοτικό τέλος και το 1/3 από τη διαφήμιση. Ο «Νόμος Σαρκοζί» του 2009 που προέβλεπε τη σταδιακή μείωση έως την ολική κατάργηση της διαφήμισης στα κρατικά κανάλια απεδείχθη, στο βαθμό που ίσχυσε (απαγόρευση προβολής διαφημίσεων από τις 8μμ -6 πμ) ,καταστροφικός για τα έσοδα και τις δυνατότητες παραγωγής τηλεοπτικού προγράμματος.
Η κυβέρνηση Ολάντ προτίθεται να καταργήσει άμεσα το νόμο και συγχρόνως συζητά την επέκταση του ανταποδοτικού τέλους και στους κατέχοντες ηλεκτρονικό υπολογιστή με την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιείται ως δέκτης τηλεοπτικών προγραμμάτων. Ο κάτοχος τηλεοπτικού δέκτη στη Γαλλία πληρώνει 125 ευρώ το χρόνο ως ανταποδοτικό τέλος μέσω της φορολογικής δήλωσης κατοικίας, στην Ελλάδα μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ εισπράττονται αντίστοιχα και για τον ίδιο σκοπό 51,60 ευρώ το χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.