Ο «θησαυρός των πετρελαίων», τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και το «παραμύθιασμα» του ελληνικού λαού
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Τα τελευταία δύο χρόνια η Ελλάδα ανακάλυψε ξαφνικά, τριάντα χρόνια μετά την ψήφιση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, την έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Η ΑΟΖ, μια εξειδικευμένη έννοια του δίκαιου της θάλασσας μεταβλήθηκε σε «ιδεολογία», αλλά και σε όχημα παραπλάνησης, γεγονός που υπό τις δεδομένες ελληνικές και διεθνείς συνθήκες, και με τον τρόπο που ασκείται και η εξωτερική-αμυντική πολιτική στη χώρα εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους για την Ελλάδα. Μαζί με την ΑΟΖ, η Ελλάδα ανακάλυψε και έναν από μηχανής Θεό, για να λύσει τα προβλήματά της, τον θρυλούμενο «θησαυρό των πετρελαίων». Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ας τα πάρουμε με τη σειρά και ας εξετάσουμε τους πέντε «μύθους» για την ΑΟΖ, που ενσταλλάχθηκαν ανεπαίσθητα στην κοινή γνώμη.
Πρώτον, έχει καλλιεργηθεί ευρέως στην κοινή γνώμη και στην πολιτική τάξη της χώρας, η απολύτως εσφαλμένη, παραπλανητική εντύπωση ότι ανακήρυξη ΑΟΖ συνεπάγεται απόκτηση τίτλων κυριότητας επί τυχόν υποθαλάσσιων ενεργειακών κοιτασμάτων. Λέγεται από πολιτικούς αρχηγούς και πάσης φύσεως σχολιαστές, ότι η ανακήρυξη της ΑΟΖ είναι απαραίτητη για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι, άπαξ και ένα κράτος ανακηρύξει ΑΟΖ, μπορεί, νομικά, να εκμεταλλευθεί τυχόν κοιτάσματα, άνευ ετέρας.
Ουδέν αναληθέστερον. Την κυριότητα επί των κοιτασμάτων παρέχει ήδη η έννοια της υφαλοκρηπίδας, φυσικό δικαίωμα των κρατών. Είτε ένα κράτος έχει, είτε δεν έχει ανακηρύξει ΑΟΖ, έχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα επί των υδρογονανθράκων κάτω από τον βυθό.
Δεύτερο, συσκοτίζεται από πολλούς «ΑΟΖολογούντες» το γεγονός ότι το πραγματικό πρόβλημα με την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων δεν έχει να κάνει με την ανακήρυξη της ΑΟΖ, αλλά με την οριοθέτηση, είτε της ΑΟΖ, είτε της υφαλοκρηπίδας, με τα γειτονικά κράτη. Οι κανόνες για την οριοθέτηση και της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας είναι ταυτόσημοι και η αρμοδιότητα, σε περίπτωση διαφοράς, είναι διεθνών δικαστηρίων. Τα προβλήματα που έχει σήμερα η Ελλάδα με την Τουρκία αναφορικά με την διανομή της υφαλοκρηπίδας είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά που θα είχε για την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Επ’ αυτού, η ανακήρυξη ΑΟΖ δεν συνεισφέρει τίποτα.
Τρίτο, καλλιεργείται εντέχνως η εντύπωση ότι η ΑΟΖ καλύπτει μεγαλύτερη θαλάσσια ζώνη από την υφαλοκρηπίδα. Το ακριβώς αντίστροφο είναι το αληθές. Η υφαλοκρηπίδα μπορεί να επεκτείνεται και πέραν των 200 μιλίων της ΑΟΖ, αν υφίσταται γεωλογική συνέχεια.
Στην περίπτωση των θαλασσίων ζωνών που αφορούν την Ελλάδα η διαφορά είναι θεωρητική, γιατί ταυτίζονται τα όρια υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Τέταρτο, έχει δημιουργηθεί η επίσης παραπλανητική εντύπωση ότι η έννοια της ΑΟΖ κάπως κατοχυρώνει την επήρρεια του Καστελλόριζου και, επίσης, ότι η έννοια της ΑΟΖ κατοχυρώνει και τη χάραξη των θαλασσίων ζωνών στη βάση της «μέσης γραμμής», χαραζομένης ανεξαρτήτως του αν χαράσσεται μεταξύ νήσων και ηπειρωτικών εδαφών.
Εδώ πρόκειται για δύο απάτες ταυτόχρονα. Το Καστελλόριζο έχει όντως επήρρεια επί της διανομής των θαλασσίων ζωνών, είτε μιλάμε για υφαλοκρηπίδα, είτε για ΑΟΖ και η επήρρεια αυτή δεν επηρρεάζεται από την ανακήρυξη ή μη ΑΟΖ. Αλλά η επήρρεια αυτή δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τη μέση γραμμή, όπως υποδεικνύει η πρόσφατη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Η μέση γραμμή είναι ένα σοβαρό κριτήριο σε ότι αφορά τη διανομή, όχι όμως το αποκλειστικό. Οι πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις παίρνουν υπόψιν τους και την αρχή της αναλογικότητας. Στην Ανατολική Μεσόγειο είναι πολύ πιθανό, επί τη βάσει της νομολογίας, το δικαστήριο να αποδώσει επήρρεια στο Καστελλόριζο, να λάβει όμως υπόψιν του και την αρχή της αναλογικότητας, το γεγονός δηλαδή ότι η Τουρκία διαθέτει μια τεράστια ακτή, ενώ το Καστελλόριζο είναι ένα μικρό νησί.
Ακριβώς για τον λόγο αυτό, η Τουρκία δεν θέλει να συμπεριληφθεί στις «διερευνητικές επαφές» το Καστελόριζο. Επιδιώκει, πιέζοντας, να αποσπάσει πολιτική λύση στο Αιγαίο, λύση που να αναιρεί τα πολύ ευνοϊκά για την Ελλάδα νομικά δεδομένα. Δεν θέλει όμως να εντάξει σε τέτοια πολιτική λύση το Καστελλόριζο γιατί εκεί έχει ισχυρή νομική θέση.
Πέμπτο, η Κύπρος κατάφερε να λύσει το πρόβλημα και να προχωρήσει την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, επειδή ανακήρυξε ΑΟΖ, ενώ η Ελλάδα δεν ανακήρυξε και δεν προχώρησε στην εκμετάλλευση. Παραπλανητική μεταφορά δεδομένων σε διαφορετική πραγματική κατάσταση.
Δεν είναι η ανακήρυξη ΑΟΖ που επέτρεψε στην Κύπρο να προχωρήσει στην εκμετάλλευση, είναι οι συμφωνίες για την οριοθέτηση της ΑΟΖ που συνέπηξε με την Αίγυπτο, τον Λίβανο και το Ισραήλ (θα μπορούσε δε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα και με συμφωνίες οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας). Οι συμφωνίες αυτές επέτρεψαν στη Λευκωσία να προχωρήσει στην έρευνα σε θαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου που βρίσκονται μεταξύ Κύπρου, Αιγύπτου και Ισραήλ. Η Κύπρος δεν προχώρησε σε καμία έρευνα βορείως του νησιού ή σε περιοχές που είναι πλησιέστερα στα κατεχόμενα, εκεί δηλαδή που θα έθιγε τον πυρήνα των τουρκικών διεκδικήσεων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα τυχόν κοιτάσματα νοτίως της Κρήτης εικάζεται ότι είναι αρκετά κοντά στο νησί, ώστε να μπορεί να αμφισβητηθεί η εκεί εκμετάλλευση από την Λιβύη. Ασφαλώς θα ήταν προτιμότερο να γίνει συμφωνία οριοθέτησης με τη Λιβύη, αλλά αυτό δεν εξαρτάται μόνο από την Αθήνα. Σε ότι αφορά τα κοιτάσματα έξω από τις ακτές της Δυτικής Ελλάδας καλύπτονται από τη συμφωνία διανομής της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας και ήδη, επιτέλους, ο κ. Μανιάτης προχώρησε σε διεθνή διαγωνισμό.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι υπάρχουν ενδεχομένως σημαντικά κοιτάσματα στην περιοχή του Καστελόριζου, μεταξύ δηλαδή Κύπρου, Τουρκίας, Αιγύπτου και Ελλάδας. Δεν γνωρίζουμε αν είναι ακριβές, η εκμετάλλευσή τους όμως προσκρούει στο συνολικό πρόβλημα που θέτει η Τουρκία στην Ελλάδα από το 1973-74 και το οποίο έχει οδηγήσει στον ανταγωνισμό εξοπλισμών και σε δύο παρολίγον συρράξεις. Αλλά και περιορίζεται από την αρχή της αναλογικότητας που χαρακτηρίζει τις τελευταίες αποφάσεις της διεθνούς δικαιοσύνης.
Επειδή αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί πιθανότατα να λυθεί με συμφωνία οριοθέτησης, είτε της ΑΟΖ, είτε της υφαλοκρηπίδας, με την ‘Αγκυρα, πρέπει να εξαναγκασθεί η Τουρκία, εφόσον το επιθυμεί η Αθήνα, σε αποδοχή της Χάγης. Είναι συζητήσιμο αν συμφέρει την Ελλάδα να το κάνει.
Ο άλλος τρόπος είναι να αναθεωρήσει η Ελλάδα όλο το «πακέτο» που διέπει, επισήμως και «άτυπα», τις σχέσεις της με την Τουρκία τις τελευταίες δεκαετίες. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε αίφνης να χρησιμοποιήσει και το πολύ ισχυρότερο της ΑΟΖ όπλο της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, που της παρέχει το διεθνές δίκαιο και το οποίο θα έλυνε, προς όφελος της Ελλάδας, το σύνολο των «διαφορών» στο Αιγαίο. Παραδόξως όμως, ουδείς των ΑΟΖολογούντων και τόσο πολύ ασχολουμένων εσχάτως με το δίκαιο της θάλασσας προτείνει κάτι τέτοιο, γιατί αυτό σημαίνει να αγνοήσει η Ελλάδα το τουρκικό κάζους μπέλι. Αντίθετα, όταν λέμε στο ελληνικό λαό ότι θα ανακηρύξει ΑΟΖ και θα αποκτήσει τα πετρέλαια, είναι βέβαια πιο εύκολο να τον «παραμυθιάζουμε», τη βασική λειτουργία δηλαδή που ξέρει να κάνει η ελληνική πολιτική τάξη, έχοντας φέρει τη χώρα με αυτά και με κείνα στο χείλος της αβύσσου.
Ενδεχομένως πρέπει, να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, να αναθεωρηθεί όντως ο τρόπος αντιμετώπισης της Τουρκίας. Πόσο συνετό είναι όμως να το πράξουμε εμείς, με δική μας πρωτοβουλία, σε μια από τις χειρότερες περιόδους της εθνικής μας ύπαρξης και όταν, ντε φάκτο, έχει τεθεί σε αμφισβήτηση η θέση μας στην Ευρώπη, άρα έχει ανοίξει και η όρεξη παντός ενδιαφερόμενου να καλύψει το τυχόν «γεωπολιτικό κενό» που θα άφηνε η Ευρώπη στην Ανατολική Μεσόγειο; Πόσο λογικό θα ήταν ο Μεταξάς, όταν του επέδωσε το τελεσίγραφο ο Ιταλός Πρέσβης, να καλούσε στη συνέχεια τον Γερμανό και τον Τούρκο και να τους κήρυσσε τον πόλεμο;
Η επανατοποθέτηση του συνόλου των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε άλλη, τελείως διαφορετική βάση, είναι σκόπιμη. Αλλά αυτό προύποθέτει ανεξάρτητο και σοβαρό κράτος, δεν μπορεί να γίνει με ανακηρύξεις ΑΟΖ από τα μπαλκόνια.
Οι πραγματικοί ειδικοί τα γνωρίζουν αυτά. Και ο Καθηγητής ‘Αγγελος Συρίγος (Επίκαιρα) π.χ. και ο Πρύτανης του Παντείου κ. Τσάλτας (ελληνική έκδοση του Foreign Affairs) και άλλοι έχουν υπογραμμίσει στα άρθρα τους ότι είναι δύο διαφορετικά και άσχετα θέματα η ανακήρυξη ΑΟΖ και η εκμετάλλευση των υγρογονανθράκων, διασώζοντας έτσι την επιστημονική τους εντιμότητα, κάτι διόλου αυτονόητο στην Ελλάδα.
Τα πλεονεκτήματα της ΑΟΖ
Μπορείτε να διερωτηθείτε σε αυτό το σημείο: Η ΑΟΖ δεν έχει κανένα πλεονέκτημα; Ασφαλώς και έχει είναι η απάντηση, όχι όμως αυτά που καταλαβαίνει ο υποκείμενος στην έντεχνη πλύση εγκεφάλου πολίτης, ότι ξαφνικά δηλαδή θα πάρουμε τα πετρέλαια που δικαιούμεθα και θα γίνουμε Κουβέιτ, λύνοντας και το απελπιστικό οικονομικό μας πρόβλημα.
Μεταξύ άλλων πλεονεκτημάτων είναι ότι το παράκτιο κράτος δια της ΑΟΖ έχει την ευθύνη έρευνας και διάσωσης, την ευθύνη φροντίδας του περιβάλλοντος και εκμετάλλευσης όλων των θαλάσσιων πόρων, όπως της αλιείας. Η ΑΟΖ είναι μια ευρύτερη της υφαλοκρηπίδας έννοια, ένα υπερσύνολο, τα δικαιώματα όμως επί υποθαλασσίων κοιτασμάτων τα διασφαλίζει ήδη η υφαλοκρηπίδα, δεν απαιτούν την ανακήρυξη ΑΟΖ.
Η ΑΟΖ είναι οπωσδήποτε ένα χρήσιμο εργαλείο, για σκοπούς όμως ανεξάρτητους της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και υπό τον όρο ότι η Ελλάδα έχει μια συγκροτημένη εθνική και θαλάσσια στρατηγική. ‘Αλλωστε, ήδη ο νόμος του κ. Μανιάτη, που πέρασε το περασμένο καλοκαίρι, καλύπτει εν μέρει και το θέμα της ανακήρυξης, αναγνωρίζοντας, ελλείψει συμφωνιών οριοθέτησης, τη μέση γραμμή ως γραμμή οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.
‘Ένα πλεονέκτημα της ΑΟΖ είναι ότι, άπαξ και αναγνωρισθεί, δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η διέλευση υποθαλάσσιων αγωγών και καλωδίων, χωρίς όμως να σημαίνει ότι είναι και αναγκαία προϋπόθεση για αυτό. Τα καλώδια που συνδέουν Κύπρο με Ελλάδα έχουν ποντισθεί χωρίς ΑΟΖ και χωρίς οι δύο χώρες να ζητήσουν την άδεια τρίτου. Και αντίστροφα, μια χώρα που έχει έλεγχο της ΑΟΖ μπορεί μεν να θέσει προσκόμματα ως προς τη συγκεκριμένη διαδρομή ενός υποθαλάσσιου αγωγού ή καλωδίου, όχι όμως και να απαγορεύσει τη διέλευσή του.
Μια παράξενη «ΑΟΖ»ολογία
Αξίζει να ανοίξουμε στο σημείο αυτό μια παρένθεση και να σημειώσουμε μια, κατά τη γνώμη μας, παραδοξότητα. Η μεγάλη πλειοψηφία των ΑΟΖολογούντων επέδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον, επί πολλά χρόνια, για όλα τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Βαριές επιλογές, με μεγάλες συνέπειες (μη επέκταση χωρικών υδάτων, ‘Ιμια, Οτσαλάν, S300, Μαδρίτη, Ελσίνκι, πράσινο φως για τουρκική ένταξη άνευ ουσιαστικού ανταλλάγματος, απαγόρευση στην Ελλάδα να έχει σχέσεις με τη Ρωσία κλπ.), ουδόλως τους ενόχλησαν.
Δεν τους ενόχλησε καν το μείζον των μειζόνων, η εμφάνιση δηλαδή, το 2002, ενός σχεδίου «λύσης» του κυπριακού, που κατέλυε το κυπριακό κράτος (σχέδιο Ανάν), όπως ημικατελύθη αργότερα το ελληνικό εμμέσως με τη Δανειακή και το Μνημόνιο. Οι περισσότεροι άλλωστε από τους «ΑΟΖολογούντες» δεν επέδειξαν στο παρελθόν κανένα ενδιαφέρον, ούτε το επαγγελματικό τους αντικείμενο είναι το δίκαιο της θάλασσας ή η εξωτερική πολιτική. Ποιά μύγα τους τσίμπησε ξαφνικά και γίνονται τουλάχιστο δύο ημερίδες κάθε μήνα στην Αθήνα, ενώ άλλα σοβαρά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής παραμένουν απολύτως απαρατήρητα και ασχολίαστα στον δημόσιο διάλογο;
Τα μειονεκτήματα της ΑΟΖ
Αν τα πλεονεκτήματα της ΑΟΖ ως προς τους υδρογονάνθρακες είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα, δεν είναι ανύπαρκτα και ορισμένα μειονεκτήματα αυτής της ιδέας. Διπλωματικά, η ‘Αγκυρα μπορεί να εκλάβει την ΑΟΖ ως απόπειρα αναθεώρησης του modus vivendi μεταξύ των δύο χωρών. ‘Ολη αυτή η φασαρία περί την ΑΟΖ, ιδίως αν οδηγήσει σε απερίσκεπτους και ανεπαρκώς προετοιμασμένους χειρισμούς, κάτι που είναι σχεδόν βέβαιο με το πολιτικό προσωπικό που έχουμε και σε συνθήκες προϊούσας εθνικής παραφροσύνης, μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός επιπλέον μηχανισμού έντασης με την Τουρκία, που δεν τον χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ελλάδα.
Δεύτερον, καλλιεργείται εντέχνως στον εν απελπισία τελούντα ελληνικό λαό, η ψευδής αλλά χρησιμοποιήσιμη εντύπωση ότι υφίσταται μια μαγική λύση στα προβλήματά του, τα «τεράστια» δηλαδή αποθέματα υδρογονανθράκων που αρκεί μια στοιχειωδώς μαχητική ελληνική πολιτική για να τα πάρει.
Στη χώρα όμως της «φαιδράς πορτοκαλέας», ουδείς έχει παρουσιάσει το παραμικρό στοιχείο για την ύπαρξη αυτών των τεραστίων αποθεμάτων. Μπορεί και να υπάρχουν, απλώς εμείς δεν το γνωρίζουμε.
Πριν από δύο χρόνια, η κυβέρνηση δήλωνε ότι δεν υπάρχουν άξια λόγου κοιτάσματα, τώρα όλοι ή σχεδόν το θεωρούν βέβαιο. Και ενώ συζητάμε για τα κοιτάσματα αυτά, διαλύουμε τη στοιχειώδη ερευνητική βάση που διαθέταμε για τον ορυκτό μας πλούτο!
Η Κύπρος πάντως, που έχει αποδεδειγμένα μεγάλα αποθέματα, δεν της έλυσαν το πρόβλημα, και είναι τώρα στον προθάλαμο του μνημονίου.
Επιπλέον όμως, η Δανειακή Σύμβαση και το Μνημόνιο, έχουν δέσει την Ελλάδα κατά τέτοιο τρόπο, που τα κοιτάσματα αυτά να κινδυνεύουν να περιέλθουν περίπου αυτομάτως στη ιδιοκτησία των πιστωτών.
Δυστυχώς, όσο κι αν είναι δύσκολο, μόνο η αποδέσμευση από αυτό το καθεστώς δανειακών συμβάσεων και μνημονίων μπορεί πλέον να επαναφέρει τον εθνικό πλούτο στην κυριότητα του ελληνικού κράτους και να αποκαταστήσει την δυνατότητα ύπαρξης στοιχειωδώς ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και αξιοπρεπούς, κυρίαρχης επιβίωσης του ελληνικού λαού εντός αυτού του κράτους. Αυτή είναι η θλιβερή
πραγματικότητα και μόνο κινδύνους για το έθνος μπορεί να σωρεύσει η προσπάθεια παράκαμψης αυτής της σκληρής αλήθειας. Αν εθνικό είναι το αληθές, όπως δίδασκε ο Διονύσιος Σολωμός, θα μπορούσαμε να πούμε και ότι αντεθνικό είναι το αναληθές.
Το άρθρο αυτό, με ελάχιστες περικοπές, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο», στις 13.6.2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.