Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Η έκρηξη της «μεταμικρομεσαίας κοινωνίας»



Η ομιλία του καθηγητή στην παρουσίαση του βιβλίου του Σταύρου Λυγερού «Από την κλεπτοκρατία στη χρεοκοπία»

Ο κύκλος της Μεταπολίτευσης, γράφει ο Σταύρος Λυγερός, είναι ο κύκλος της μικρομεσαίας θάλασσας. Αυτόν ακριβώς τον κύκλο περιγράφει, ανατέμνοντας τις τύχες του, καταγγέλλοντας την απόληξή του και αναλύοντας το «κοινωνικό συμβόλαιο» που τον θεμελίωσε. Ο χαρακτηρισμός είναι, νομίζω, απολύτως εύστοχος. Και σε ό,τι με αφορά προσωπικά, είναι επίσης και ιδιαίτερα ευπρόσδεκτος. Θυμάμαι ότι όταν, το 1984, πριν από είκοσι οχτώ χρόνια, είχα γράψει ένα απαισιόδοξο άρθρο με τίτλο «Η δομή της απασχόλησης και το μικρομεσαίο θαύμα», οι αντιδράσεις της αισιόδοξης τότε Κεντροαριστεράς και Αριστεράς υπήρξαν ομόφωνα επικριτικές.

Αισθάνομαι λοιπόν διπλά ευχαριστημένος που ο συγγραφέας του βιβλίου μού έκανε την τιμή να μου ζητήσει να μιλήσω γι' αυτό. Πρώτον, εξ αντικειμένου, επειδή πιστεύω ότι το βιβλίο είναι εξαιρετικό, πρωτότυπο, καλογραμμένο και σε πολλά σημεία αποκαλυπτικό. Και δεύτερον, εξ υποκειμένου, επειδή οι ενδελεχείς αναλύσεις του Σταύρου Λυγερού φαίνεται να επιβεβαιώνουν πολλά απ' όσα ήδη τότε φοβόμουν, δίχως βέβαια να μπορώ να προβλέψω τη θεαματικά απρόσμενη πορεία τους.
Ετσι, θα επικεντρωθώ στον μικρομεσαίο χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που φαίνεται να πνέει τα λοίσθια. Εν μια νυκτί, μια Ελλάδα που κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει τι ακριβώς «ήταν» καλείται να μεταμορφωθεί σε «κάτι» του οποίου τη βιωσιμότητα κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί. Πρέπει, μας λένε όλοι, να προσαρμοστούμε. Η χώρα μας πρέπει να γίνει σαν τις «άλλες». Ο χαμένος παράδεισος των οκνηρών και διεφθαρμένων χαραμοφάηδων οφείλει να μεταμορφωθεί σε μια χώρα ανιδιοτελών και υπεύθυνων πολιτών. Μαζί με τη σκηνή που αλλάζει, νέα πρόσωπα και προσωπεία και νέοι υποβολείς πρέπει να κάνουν την εμφάνισή τους. Exit ο παράλογος αυτάρεσκος νεοορθόδοξος Αλέξης Ζορμπάς, enter ο ορθολογικός καλβινιστής σουμπετεριανός επιχειρηματίας.
Με αυτή την έννοια, το αναγκαίο «θεραπευτικό σοκ» δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι επικοινωνιακό, πολιτιστικό, ιδεολογικό και ηθικό. Γονυπετής ενώπιον των εταίρων, των πιστωτών της και των απανταχού θεατών, η χώρα καλείται να ζητήσει κατανόηση, επιδεικνύοντας έμπρακτη μετάνοια για όλα εκείνα για τα οποία, καλώς ή κακώς, είχε συνηθίσει να επαίρεται.
Τα κριτήρια της μεταμόρφωσης παραμένουν όμως ανομολόγητα. Κανείς δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι η επιθυμητή αλλαγή συνεπάγεται πως την ίδια στιγμή που πρέπει να καταξιώνονται απερίφραστα οι ανάλγητες «ορθολογικές μεγαλο-ιδιοτέλειες» των κεφαλαιούχων και των «αγορών», πρέπει να απαξιώνονται με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση οι «ευτελείς και ανορθολογικές μικρο-ιδιοτέλειες» εκείνων που δεν επιδιώκουν παρά την επιβίωσή τους. Οπως ακριβώς συμβαίνει με την εκμετάλλευση, την εξαπάτηση και την κλοπή, έτσι και η αναλγησία εμφανίζεται αξιοκατάκριτη μόνο στις μικροκλίμακες.
Δεν προτίθεμαι βέβαια να φιλοσοφήσω. Θέτω το ζήτημα αποκλειστικά και μόνον επειδή μέχρι πρόσφατα η Ελλάδα φαινόταν να μπορεί να συνδυάζει τα καλά και των δύο αυτών κόσμων. Για μια σειρά λόγους, στους οποίους είναι βέβαια αδύνατον να εισέλθω, είναι γεγονός ότι η χώρα μπόρεσε να διογκώνει συνεχώς το εισόδημά της δίχως ταυτόχρονα να εξελίσσεται με βάση τις δυτικές προδιαγραφές. Οπως υπογραμμίζει ο Λυγερός, για πολλές δεκαετίες, οι ρυθμοί αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν οι υψηλότεροι ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Και έτσι ακριβώς δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση των εθνικών μας ψευδαισθήσεων. Η πρόσβαση στη γη της καπιταλιστικής επαγγελίας φαίνονταν εφικτή δίχως την εξάλειψη των παραδοσιακών προκαπιταλιστικών δομών. Αυτό ακριβώς ήταν το υλικό, οικονομικό και ιδεολογικό υπόβαθρο του νεοελληνικού «μικρομεσαίου θαύματος».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας εμφανίζει εντελώς ιδιαίτερα, ίσως και μοναδικά χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι Ελληνες εξακολουθούν να επιζούν ως ανεξάρτητοι μικροεπαγγελματίες, μικροεπιτηδευματίες και μικροπαραγωγοί. Ακόμη και στην αρχή του 21ου αιώνα, οπότε και ήταν ήδη φανερό ότι το σύστημα είχε αγγίξει τα ακραία του όρια, οι αυτοαπασχολούμενοι ξεπερνούσαν το 40% του ενεργού πληθυσμού. Την ίδια εποχή, οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα δεν ξεπερνούσαν το 35%, οι περισσότεροι από τους οποίους εργάζονταν σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις. Η απόκλιση σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου το μισθωτό σώμα φθάνει ή ξεπερνά το 90% ή ακόμη και το 95% του ενεργού πληθυσμού, φαίνεται λοιπόν τεράστια. Απομένει το 25% που απασχολείται στον κατασυκοφαντημένο ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το ποσοστό αυτό δεν είναι όμως αφ' εαυτού μεγάλο.

Είναι σαφές ότι η ιδιαιτερότητα της δημόσιας απασχόλησης στην Ελλάδα δεν οφείλεται στο μέγεθός της αλλά στην άνευ όρων κυριαρχία της σε μια κοινωνία που δεν παρέχει «άλλες» ευκαιρίες μισθωτής εργασίας. Σφραγίζοντας τους όρους της εξαρτημένης εργασίας εν γένει, η δημόσια απασχόληση αφήνεται να επιβάλλει την ιδιαίτερη συστημική λογική της σε ολόκληρη την κοινωνία. Και υπό τους όρους αυτούς η λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας στο σύνολό της παραμένει ατελής.
Πάνω σε αυτή τη βάση διαμορφώθηκαν οι κυρίαρχες μορφές κοινωνικής κινητικότητας και μαζί με αυτές οι ιδεολογικές και φαντασιακές σταθερές που στηρίζονται επάνω τους. Πράγματι, με δεδομένη τη συνεχιζόμενη ισχνότητα του ιδιωτικού τομέα, η πλειονότητα του πληθυσμού οργάνωνε την επιβίωσή του μέσα από αυτοσχέδιες και ανεξάρτητες δραστηριότητες σε συνδυασμό με προσδοκίες πρόσβασης στη δημόσια απασχόληση. Οι δύο αυτοί άξονες δεν εμφανίζονταν όμως διαζευκτικοί αλλά συμπληρωματικοί. Ως «οιονεί επιχείρηση», η πυρηνική οικογένεια προγραμμάτιζε την κοινή της στρατηγική επιβίωση προσπαθώντας να πατάει σε όσο το δυνατόν περισσότερες βάρκες.
Οι προεκτάσεις είναι γνωστές σε όλους. Η εκ πρώτης όψεως ακατανόητη εμμονή στη διατήρηση της ιδιοκτησίας των συχνά ακαλλιέργητων αγροτικών κλήρων, η συστηματική πολυαπασχόληση, η θεμελιώδης «αντασφαλιστική» λειτουργία της οικογενειακής αλληλεγγύης και ο φετιχοποιημένος προγραμματισμός της εκπαίδευσης με κύριο στόχο την απασχόληση ενός τουλάχιστον μέλους της οικογένειας στο Δημόσιο δεν είναι παρά όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό ακριβώς είναι το φαινόμενο που είχα κάποτε ονομάσει «πολυσθένεια».
Στο πλαίσιο αυτό, οι παρενέργειες που επισύρουν την ομόφωνη μήνη των ορθοφρονούντων εκσυγχρονιστών εμφανίζονται αναπόφευκτες, ίσως μάλιστα και νομοτελειακές. Θα αναφερθώ μόνο στην εκτεταμένη μικροδιαφθορά, το αναποτελεσματικό πελατειακό κράτος από το οποίο όλοι κρύβονται και ταυτόχρονα όλοι προσδοκούν ανταλλάγματα, τη συστηματική φοροδιαφυγή, την άνθηση την υπόγειας οικονομίας που υπολογίστηκε σε 30% - 40% του ΑΕΠ και την κατίσχυση «τζαμπατζήδικων» μορφών συμπεριφοράς. Αυτά ακριβώς είχε στο κεφάλι του ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν κατήγγειλε το «κατεστημένο» στο όνομα των «μη προνομιούχων μικρομεσαίων». Και επάνω στην ίδια βάση θεμελιώθηκε ο πασοκικός μικρομεσαίος λαϊκισμός. Είναι γεγονός ότι το σύνθημα που επινόησε ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ αντιστοιχούσε με απόλυτη ακρίβεια στη νεοελληνική ιδιαιτερότητα. Οι μικρομεσαίες κοινωνίες εκτρέφουν μικρομεσαίες ιδεοληψίες.
Το δράμα είναι ότι, όπως όλα τα θαύματα, έτσι και το ελληνικό μικρομεσαίο θαύμα είχε ημερομηνία λήξεως. Αν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '90 και πέρα η έκρηξη του συστήματος εμφανιζόταν πιθανή, δέκα χρόνια μετά ήταν ίσως αναπόφευκτη. Με αυτή την έννοια, η τρέχουσα κρίση δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επιταχύνει και να οξύνει τις έρπουσες αντιφάσεις. Μολονότι το οριστικό «τέλος εποχής» εμφανίστηκε σε άμεση συνάρτηση με τη δημοσιονομική εκτροπή και την έκρηξη του δημοσίου χρέους και παγιώθηκε ως αποτέλεσμα των εσφαλμένων, αλυσιτελών ή ακόμη και εγκληματικών χειρισμών των πολιτικών ηγεσιών, οι ρίζες αυτού του «τέλους» βρίσκονται στην αντικειμενική αδυναμία του κοινωνικού συστήματος να αναπαραχθεί ανταγωνιστικά όπως και οι «άλλες» καπιταλιστικές χώρες.
Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η τραγική απόληξη του δράματος. Αίφνης, εν μια νυκτί, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας φαίνεται να αποστερείται βιαίως απ' όλες τις ως τώρα διαθέσιμες επιβιωτικές διεξόδους. Από τη στιγμή που ο ιδιότυπος νεοελληνικός μικρομεσαίος καπιταλισμός έφθασε τα όριά του, είναι εύλογο ότι οι ανάλγητες αγορές θα εκδικούνταν αλύπητα όσους επέμεναν να πιστεύουν πως μπορεί να πορεύονται εις πείσμα των οικουμενικά πλέον αποδεκτών προδιαγραφών. Οι εξουσίες καλούνται λοιπόν να παραδειγματίσουν όλες τις αποκλίνουσες μορφές. Η συνταγή είναι γνωστή και ιστορικά δοκιμασμένη. Προσαρμοστείτε ή λιμοκτονήστε.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η σημασία της εξέλιξης του διεθνούς παράγοντα που αποτέλεσε το αντικείμενο συστηματικών αναλύσεων στο βιβλίο του Λυγερού. Δεν έχω πολλά να προσθέσω. Θα υπογραμμίσω απλώς και πάλι ότι υπό τις τρέχουσες συνθήκες, θεωρείται πια αυτονόητο ότι η δημοσιονομική πειθαρχία και η σκληρή λιτότητα συνιστούν τη μόνη απάντηση στη σοβούσα κρίση. Αυτό ακριβώς επαγγέλλεται η θεωρία και πρακτική των μονοδρόμων. Σύσσωμες πλέον οι πολιτικές ηγεσίες φαίνεται να έχουν αποδεχθεί ότι η χώρα δεν έχει άλλη λύση από το να ξαπλώσει «οικειοθελώς» στην ανατομική κλίνη πάνω στην οποία θα δοκιμασθούν «πειραματικά» οι «αναγκαίες» νεοφιλελεύθερες μεταλλάξεις.

Ακόμη και αν τα σώματα των κοινωνιών υποφέρουν, δυσφορούν, αντιδρούν και αντιστέκονται, η συνταγή, σωστή ή εσφαλμένη, πρέπει να τηρηθεί. Παντού τα κέρδη πρέπει να αυξάνονται και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων πρέπει να συρρικνώνεται. Και στα πλαίσια αυτά, οι κατ' εξοχήν παρεκκλίνοντες, ιστορικά άφρονες και αυθάδεις Ελληνες είναι οι πρώτοι που θα πρέπει να τιμωρηθούν επανερχόμενοι διά της βίας στην ευθεία οδό. Μιλώντας εξάλλου για τους Ελληνες μιλάμε και για όλους όσοι πέπρωται να ακολουθήσουν. «De te fabula», λοιπόν, «narratur», ω Ευρώπη, μιλάμε για τη δική σου ιστορία. Απ' ό,τι φαίνεται, σύντομα θα μάθεις και εσύ ότι για να ευδοκιμήσουν οι αγορές πρέπει να υποφέρουν οι άνθρωποι.
Ισως βέβαια οι εξελίξεις αυτές να ήσαν αναπόφευκτες. Ούτως ή άλλως η οικοδόμηση μιας νέας αλληλέγγυας Ευρώπης θα απαιτούσε πολύ χρόνο και αδιάλειπτη πολιτική βούληση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ύστερα από ενάμιση αιώνα το πρόβλημα του ιταλικού νόμου παραμένει ακόμη άλυτο και ότι, σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι περιοχές που ανήκαν σε μια DDR που δεν έζησε παραπάνω από σαράντα τέσσερα χρόνια «υπολείπονται» ακόμη θεαματικά και από πολλές πλευρές από την υπόλοιπη Γερμανία. Ενώ το κόστος μιας πραγματικής ενοποίησης είναι σε κάθε περίπτωση τεράστιο, δεν ωφελεί πάντα όλους τους ενεχομένους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σε περιόδους ύφεσης και κρίσης η ενοποιητική και ομογενοποιητική βούληση τείνει να εκλείψει εντελώς. Από καιρό ήδη, η Ευρωπαϊκή Ενωση εμφανίζεται σαν μια κοινοπραξία όπου το κάθε μέλος προωθεί τα δικά του συμφέροντα. Η Ευρώπη που γνωρίζαμε, και στην οποία ελπίσαμε, δεν υπάρχει πια παρά ως αποκύημα μιας νοσταλγικής φαντασίας.
Το πολιτιστικό τίμημα είναι όμως μεγάλο. Δεν είναι τυχαίο ότι το αξιακό νόημα όλων των «μεγάλων λέξεων» που κινητοποιούν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό από την εποχή του Διαφωτισμού μεταλλάσσεται στο αντίθετό του. Ολα συμβαίνουν εφεξής ως εάν η ελευθερία συνοψίζεται στην ελευθερία τού επιχειρείν και του κερδαίνειν, η ισότητα εξαντλείται στην εξασφάλιση της διαδικαστικής ισονομίας, η αδελφότητα, η αμοιβαιότητα και η αλληλεγγύη μπήκαν στο ψυγείο της Ιστορίας, η ουσιαστική δικαιοσύνη εκφυλίζεται σε διαδικαστική ακριβοδικία και το δικαίωμα στη ζωή εκτρέπεται σε κάποιο απροσδιόριστο δικαίωμα στη διαφορά.

Ταυτόχρονα, η δημοκρατία φαίνεται να περιορίζεται στη συντήρηση ενός πολιτικού θεάτρου όπου όλες οι καίριες αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην των «λαών», ενώ η πολιτική μετατρέπεται σε απλή διαχείριση των συμφερόντων των ασύδοτων «αγορών». Η εποχή της οικουμενικής ανταγωνιστικότητας σηματοδοτεί την επιστροφή σε έναν πρωτόγνωρα άκρατο και «αυτορρυθμιζόμενο» κοινωνικό δαρβινισμό. Ο χομπσιανός homo homini lupus δεν έχει μόνο κατατροπώσει τον Μαρξ και ανασκολοπίσει τον Κέινς. Επιπλέον δεν φαίνεται πια να χρειάζεται καν να προσφεύγει στις υπηρεσίες του Λεβιάθαν. Θα έλεγε κανείς ότι το τέλος του κοινωνικού κράτους και το τέλος της Ιστορίας συνεπέφεραν το τέλος του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Δεν είναι βέβαια της παρούσης να προβλέψει κανείς τι είναι πιθανόν να συμβεί και ακόμη λιγότερο να προτείνει κανείς λύσεις στα σωρευόμενα αδιέξοδα. Η αξία του βιβλίου του Σταύρου Λυγερού είναι ότι, παρά τη μαχητικότητά του, παρέχει σε όλους τη δυνατότητα να αντλήσουν τα δικά τους συμπεράσματα. Απομυθοποιεί, καταγγέλλει και βάλλει προς όλες τις κατευθύνσεις. Ακόμη και αν δεν εισηγείται συγκεκριμένες λύσεις, είναι άτεγκτος στην κριτική όλων των υπεύθυνων ηγεσιών που στην πιο κρίσιμη στιγμή της πρόσφατης ιστορίας βρέθηκαν ελλιποβαρείς και μοιραίες.
Οπως τονίζεται από τον Λυγερό, «η υπέρβαση του πολιτικού συστήματος» είναι αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο από τα αδιέξοδα. Από μόνη της όμως η υπέρβαση αυτή δεν εγγυάται τίποτε και δεν οδηγεί πουθενά. Η φαινόμενη αποδιοργάνωση του κινήματος των «αγανακτισμένων πολιτών» που σηματοδοτούσε τη ρήξη της κοινωνίας με το σάπιο πολιτικό σύστημα δεν είναι κατ' ανάγκην ευοίωνη. Η εξακολουθητικά διάχυτη οργή και αγανάκτηση ούτε εκτονώνεται ούτε υποχωρεί, ούτε όμως παράγει δικό της αυτόνομο πολιτικό λόγο και δικές της κοινωνικές προοπτικές. Κανείς δεν μπορεί λοιπόν να προδικάσει τη μοίρα της επερχόμενης «μεταμικρομεσαίας κοινωνίας». Πιθανότατα δε, σε κάθε περίπτωση το φάντασμα βίαιων εκρήξεων και ανατροπών βρίσκεται μπροστά μας. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, η μη ελεγχόμενη βία απειλεί πάντα να έχει απρόσμενες ή και τραγικές συνέπειες. Οι μνήμες του Μεσοπολέμου είναι ακόμη μαζί μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.