Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Περιοδεύων Θίασος



Ένα διήγημα του Νίκου Μπατσικανή 

Είχαν ένα καρότσι της λαϊκής˙ απ’ τα μεγάλα, τα γερά, και δυο μπόγους. Ο Σπύρος όλα. Να τραβάει το όχημα, τίγκα ως επάνω, και με τους μπόγους αγκαζέ, αγκομαχώντας. 
Εκείνη; Μόνο μια μικρή τσάντα λουστρίνι. Μαύρη. 
Βαμμένη της κακιάς ώρας, προχωρούσε μπροστά, με το τσιγάρο στο στόμα, κι έδινε οδηγίες. 
-Προχώρα, έγινα μούσκεμα, και πού θα στεγνώσω νυχτιάτικα; 
-Βόηθα λιγάκι, την «τύχη μου». Τι προχώρα; Δε βλέπεις ότι κόλλησα; 
-Τα έχουμε  συμφωνήσει  αυτά  –εσύ τα πράγματα κι εγώ το νοικοκυριό. Το ξέχασες; 
-Ποιο νοικοκυριό, Λευτεράκι; Εδώ χανόμαστε, έρχεται μπόρα. Σπρώξε κι εσύ, να τελειώνουμε. Να εδώ, σε λίγο, στην Αγία Φωτεινή, είναι μια στοά μούρλια. 
-Πρώτον, δε θα με λες Λευτεράκι, ούτε Ελευθερία, σου το είπα εκατό φορές.  Φρίντα με φωνάζουν.  Και δεύτερον, σπρώχνω, αλλά μ’ έναν όρο. Θα μου κουβαλήσεις νερό, για να πλύνω αύριο. Ζεστό. Δεν ξέρω πού θα το βρεις, θέλω ζεστό.  Να κόψεις το λαιμό σου. Δεν μπορώ εγώ να χαλάω τα χέρια μου στα κρύα, με τα σκουτιά σου. 
-Εντάξει, έλα τώρα, δώσ’ ένα χεράκι να φτάσουμε. 
-Έεελεγες κοντά, κι εμείς φάγαμε το μισό λεκανοπέδιο. Έπρεπε να  μου πεις στον Ιλισό, να καταλάβω. Είπες Αγία Φωτεινή, και νόμισα Νέα Σμύρνη μεριά. 
-Αχ, κοψομεσιάστηκα, ο έρμος. Να καθίσω λίγο, να πάρω μια ανάσα. Εδώ˙ βλέπεις τι είναι δω; Παράδεισος! Αύριο που θα ξημερώσει, θα δεις –παγκάκια,  βρύση με νερό. Όχι παίξε-γέλασε. Ας είναι καλά ο Μπέης. 
-Τι μπέης και πασάς, μου τσαμπουνάς; Μίλα σαν άνθρωπος. 
-Μπέης, μάτια μου, ο  δήμαρχος.  Ξέρεις,  ότι  όλα  τα παγκάκια της Αθήνας τα έβαλε εκείνος, σε μια νύχτα;  Ξύπνησα ένα πρωί, και είχε γεμίσει ο τόπος. Ήταν για να πάρει τις εκλογές,  είπαν  μερικοί, μα  τι με κόφτει εμένα;  Βρίσκει ο  φτωχός κάπου ν’ ακουμπήσει… ν’ ανασάνει, βρε αδελφέ, να ξαποστάσει. Έβαλαν και οι άλλοι, δε λέω. Μα ο Μπέης; άλλο πράμα.  Όμως, από τότε, δεν τον ξανάκουσα.  Όλοι οι καλοί χάνονται˙ κρίμα. 
Ενώ τούτος, εδώ, όλο κάγκελα παντού. Στάσου, ρε φίλε, κι από πού θα περάσει το καροτσάκι; Σκέφτηκες; Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς, επαγγελματίες είμαστε. 
-Και γιατί τον λες μπέη; Τούρκος ήταν; 
-Α, εσύ δεν τρώγεσαι. Εσένα, το Φρίντα πώς σου ήρθε, μου λες; Σε γνωρίζω μια βδομάδα… και δε μου ’χεις πει. 
-Από το θέατρο. Ξέρεις ότι εμένα με ζήτησε κάποιος θιασάρχης να με κάνει ηθοποιό; 
-Ποιος θιασάρχης; Πού σε βρήκε σένα ο θιασάρχης; 
-Ήταν ένας περιοδεύων θίασος˙ του Διαμαντή.  Είχε  έλθει  μια  φορά στο χωριό μου, τη Μηλίτσα, κι έμειναν στο σπίτι μας τρία βράδια. Με άκουσε που τραγούδαγα. Είχα βάλει τη σκούπα στον ώμο για να ξεκουραστώ λίγο. Καθόμουν σ’ ένα  μεγάλο κούτσουρο στην αυλή κι έλεγα ένα τραγούδι: «Η  Ρόζα η ναζιάρα». Μεγάλο  σουξέ της εποχής, αν  θυμάσαι. 
Οι  άλλοι είχαν πάει να στήσουν τη σκηνή στο καφενείο. Στάθηκε δίπλα μου, με χάιδεψε στο κεφάλι, λέγοντάς μου: «Έχεις ωραία φωνή. Αν θέλεις, σε λίγα χρόνια θα ξανάρθω να σε πάρω μαζί μου στην Αθήνα, να σε κάνω πρωταγωνίστρια. Πόσο χρονών είσαι;» 
Έντεκα, είπα, τον  άλλο  μήνα μπαίνω στα δώδεκα˙ ανήμερα της 25ης Μαρτίου. Η μάνα μου έλεγε ότι μετά  τη δοξολογία, την ώρα που όλοι έλειπαν από το σπίτι στη γιορτή του σχολείου, την έπιασαν οι πόνοι και δεν είχε πώς να ειδοποιήσει τη μαμή. Φώναζε, μα δεν την άκουγε κανείς. 
Ζέστανε το νερό μόνη της, έβρεξε  καθαρές πετσέτες του αργαλειού, της προίκας της, αχρησιμοποίητες, και κάθισε στο κρεβάτι, για να κρατιέται από τα σίδερα και να σφίγγεται. Τρία παιδιά είχε κάνει, ήξερε απ’ αυτά.  
Όταν οι αδελφές μου γύρισαν στο σπίτι, εγώ ήμουν γεννημένη, και γι’ αυτό μ’ έβγαλαν Ελευθερία. Ένα η μέρα, κι ένα που η μάνα μου έταξε στην Ελευθερώτρια να βγω με το καλό, γιατί ήρθα πρόωρα. Οι γιαγιάδες είχαν βγάλει τα ονόματά τους στις δύο πρώτες, και για τη θεία μου, που χάθηκε από κακιά αρρώστια, λέγανε τη Σταυρούλα, την τρίτη μας. 
Εκείνος μ’ έβγαλε έτσι. Φρίντα, μου είπε, θα σε λένε στο θέατρο. 
-Και γιατί, τελικά, δεν έγινες; 
-Κουτός είσαι;  Άφηνε ο πατέρας μου να με πάρει μαζί του για τέτοια δουλειά; Να σηκώνω τα ρούχα μου, όπως οι άλλες στο έργο; Άλλωστε, δεν ήξερα πολλά Γράμματα. Μόνο στο Δημοτικό είχα προλάβει να πάω. Ένα χρόνο ακριβώς μετά –το ’40, έκλεισαν τα σχολεία. 
Οι αδελφές μου παντρεύτηκαν κάποια στιγμή, εγώ ήμουν η νοικοκυρά  του σπιτιού˙  οι γονείς μου έλειπαν όλη μέρα στα χωράφια. 
  
-Καλά. Έλα έξω τώρα, η βροχή σταμάτησε. 
-Εδώ; Τι θέλει; 
Τι εδώ, πανάθεμά σε; Μυαλό από λάχανα έχεις;  Η βροχή είπα, όχι το τρόλεϊ. 
-Δεν άκουσα, ένεκα τα χαρτόνια. Σκίζω, να στρώσουμε. Το χαρτόνι; Ένα κι ένα, σου λέει, για το κρύο. Να, πάρε κι εσύ μια εφημερίδα να βάλεις από μέσα. Πρώτο πράγμα, από τις μεγάλες. Αν σου τυχαίνει καμιά τέτοια να τη φυλάς, δε βρίσκονται τη «σήμερον». Εγώ άκουσα Ζωή, και λέω, πού βρέθηκε αυτή τέτοια ώρα εδώ; Τυχερή η ρουφιάνα! Της αγόρασε ο Σάκης μονοκατοικία και την έχει  βασίλισσα˙  με το πλυσταριό της, με τον καμπινέ της, με τα όλα της. Ενώ εγώ; 
-Έλα, τώρα, να στεγνώσουμε, άναψα τα κεριά. Πώς θα πέσουμε έτσι, νοτισμένοι; Θα πλευριτώσουμε. Ο Σάκης ήταν τυχερός. Βρήκε κείνο το μαρμάρινο κεφάλι και την «έκαναν». Πού τέτοια τύχη; Ξέρεις εσύ κανένα, να πάω να το φέρω;  Όλο μποτίλιες και μπακίρια. Πάλι καλά, δε λες; Έπειτα,  το δακτυλίδι δε στο ’δωσα; Φοράει άλλη τέτοιο μονόπετρο; Δε σε ρωτάνε, όλες, πού το βρήκες; Δε σε σέβονται; Κράτησα εγώ τίποτα; Το ρολόι της τσέπης, δεν το πασάρισα, αμέσως, προχθές; Αν μας δώσουν καλή τιμή, πάντως, να το δώσουμε.  Θα σου φύγει καμιά μέρα στο πλύσιμο, και θα ψαχνόμαστε. Δώσ’ το, να πάρει ο κόρακας, θα σου πάρω άλλο, πιο φτηνό. Έρχεται χειμώνας. Πώς θα τη βγάλουμε; Μ’ αυτούς τους καταραμένους κάδους, δε βρίσκει κανείς τίποτα –χοάνη. Τα ρίχνουν όλα μέσα, κι άντε να τ’ ανακαλύψεις. Παλιά ξέραμε… Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, και σε σακούλες. Καθαρά πράματα. 
Τώρα το Κολωνάκι δε βγάζει «πράμα», όπως παλιά. Έμαθαν, λέει, ότι οι αντίκες έχουν αξία και τα μοστράρουν στους τοίχους. Άσε, πια, που τα «δεύτερα» τα δίνουν στις Φιλιππινέζες. Χαρίζουν, κυρά μου, οργάτζα κιπούρ στο φτωχό; Πού θα το φορέσει; 
Αμ’, το άλλο;  Όλες οι  «Κατίνες», εκεί μένουν τώρα. Τα μάθαμε.  «Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι» κι αγόρασαν τα υπόγεια πέριξ της Δεξαμενής. 
Οι πλούσιοι ανηφόρισαν για Εκάλη. Πού να τους φτάσεις; 
Γι’ αυτό ήρθαμε δω. Παγκράτι, Κουκάκι, φουλ στο εμπόρευμα, λέει. 
Αύριο θα πλύνεις, και  μετά  θα το πάρουμε με το πόδι. Δεν έχει και κάγκελα εδώ, τριγύρω. Περάστε ελεύθερα. 

Μ’ ακούς; Μπα, αυτή κοιμήθηκε, να δεις. 
-Δεν κοιμήθηκα… σκέπτομαι.  Θυμάμαι τον Αντώνη. Το ’49, που ήρθαμε με τη συχωρεμένη τη μάνα μου  στην Αθήνα, πήγα και τον βρήκα στην Ομόνοια, σ’ ένα καφενείο. Μου είχε πει: «Αν ρωτήσεις, εκεί μαζευόμαστε και κλείνουμε τις δουλειές». Άλλος άνθρωπος˙ είχε γεράσει, είχε ασπρίσει. Πού ο Αντώνης που ήξερα; Ήταν παντρεμένος και με δυο κόρες. Δε δούλευε, παρά μόνο σε καμιά «αρπαχτή». 
Με συνέστησε σ’ έναν άλλο θιασάρχη, μα πού δουλειά; Δυο φορές, όλες κι όλες, πάτησα στο σανίδι, κι αυτές κρυφά απ’ τη μάνα μου. 
Έπειτα, ο Ζήκος -έτσι τον λέγανε- ήθελε άλλα… ξέρεις. Μπούχτισα, τον σιχάθηκα. 
Εγώ, τότε, ήμουν ακόμα στα είκοσι δύο˙ παρθένα. Αγαπούσα κρυφά το Δήμο˙ ένα παιδί στο Μεταξουργείο, τη γειτονιά μου. Ήταν στρατιώτης στο Χαϊδάρι κι ερχόταν καμιά φορά τα Σαββατοκύριακα. 
Η μάνα του, η κυρα-Ζωή, έστηνε αμέσως μπουγάδα στην αυλή, να τον παστρέψει. 
Είχε μια αδελφή˙ την Άννα, ένα χρόνο  μικρότερή  μου,  που δουλεύαμε μαζί στου «Κεράνη». Από τότε το έμαθα το καταραμένο και δε λέω να το κόψω…  βάλε, τώρα, σαράντα-πέντε χρόνια. Η μάνα μου δεν τον ήθελε. Ήταν «αδημιούργητος»,  έλεγε, και με αδελφή της παντρειάς. «Τι να το κάνεις το νιάνιαρο; Αυτός είναι δυο χρόνια μικρότερός σου» Όταν απολύθηκε, έφυγε στην Αμερική. Είχαν ένα συγγενή εκεί, και του είχε κάνει πρόσκληση για δουλειά. Ποιος ξέρει τι ν’ απόγινε; Εμείς φύγαμε μετά. Η μάνα μου μπήκε εσωτερική μαγείρισσα σ’ ένα σπίτι απέναντι απ’ την Ακρόπολη, κι εγώ συγύριζα και σιδέρωνα. 
Παντρεύτηκα τον οδηγό τους, τον Άγγελο… αλλά μόνο τέτοιος δεν ήταν. Ό,τι παίρναμε το έπαιζε στα χαρτιά. Ακόμα και τα χρυσαφικά του αρραβώνα μας έφαγε, ο αχαΐρευτος. Άστα. Τι να σου λέω, τώρα; 
-Όχι, να μου πεις. Να μου τα πεις όλα, να ξέρω… Τι; έτσι θα σε πάρω; 
-Καλέ, στα λέω. Όλα θα τα ξέρεις. Εγώ, τρομάρα μου, τι ξέρω για σένα; 
Θέλησα μια Κυριακή να τα φορέσω, που θα πηγαίναμε στην κουνιάδα μου την Ντίνα, για φαγητό, και δεν υπήρχε τίποτα στο κουτί. 
-Σοβαρά; Α, το παλιοτόμαρο… Τι άνθρωποι υπάρχουν, Θεέ μου! 
-Ναιιι. Έκλαιγα όλη μέρα. Έπεσα στο κρεβάτι με τα καλά μου ρούχα, κλειδώθηκα και δεν άνοιγα σε κανέναν. Εκείνος πήγε και τους είπε ότι έχω ημικρανίες. Πώς να δικαιολογηθεί ο άχρηστος; Εγώ ημικρανίες; Όταν είπα τι είχε συμβεί, η Ντίνα τού έτριξε τα δόντια, μα κείνος το βιολί του. 
Γι’ αυτό, σου λέω, άστο το μονόπετρο, το καλό που σου θέλω. Μόνο αν μου κόψεις το δάκτυλο θα το πάρεις. 
Πιάσε τώρα λίγο ψωμί με ζάχαρη, να στανιάρεις, και το πρωί, είπαμε  –ζεστό νερό. 
-Φέρ’ το. Σιγάαα˙ θα χυθούν οι ζάχαρες και θα μας φάνε τα μυρμήγκια. 
Πέσε τώρα, κι αύριο τα λέμε. Μυρίζουν οι νεραντζιές και ζαλίστηκα˙ άνοιξη βλέπεις. 
Έχω κι εγώ τα δικά μου. Εσύ, τουλάχιστον, παντρεύτηκες. Εγώ έχασα τη γυναίκα που αγαπούσα, τη Λέλα μου, στα είκοσι. Πέθανε στην πείνα του ’41. Ήμουν στο βουνό τότε. Α! ένα κορίτσι «να το πιεις στο ποτήρι! Σαν τα κρύα τα νερά»! Όταν με ειδοποίησαν, και κατέβηκα, δεν τη γνώρισα. Πού είχαν πάει εκείνα τα κάλλη; Όλο τη σκέφτομαι… τα μάτια της…!  Όταν ήρθατ’ εσείς,  εγώ ήμουν εξορία.  Εκεί αρρώστησα. 
-Τι; κλαις, πάλι; Εμένα τι μ’ έχεις; Θα δεις…  Αύριο θα βρούμε εμπόρευμα και θα κατηφορίσουμε να το μοσχοπουλήσουμε, την Κυριακή, στο Μοναστηράκι. 
Θα φύγουμε το Σάββατο, πριν έλθουν οι παπάδες για τον Εσπερινό. Δε θ’ αφήσουμε τίποτα πίσω, και το δουν και μας τη «φυλάνε». Έχεις ιδέα απ’ αυτούς; Εγώ θα σκουπίσω, για να μπορούμε να ξανάρθουμε, χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι. 
Είν’ ωραία εδώ, δίκιο είχες. Μπέηδες θα ’μαστε. Θα περάσουμε καλά, δε θα γκρινιάζω, δε θα σε αποπαίρνω… πια. Αν είναι και οι άλλοι εκεί, μην τους πεις το μέρος, κι αριβάρουν προς τα  δω. Έτσι  μπράβο, σώπα. Και το νου σου, μην τους αφήσεις να μας πάρουν ούτε έναν πόντο, απ’ το πόστο. Ούτε χιλιοστό. 

Το πρωί, «χαρά Θεού»˙ ήλιος, λουλούδια, παγκάκια, νερό. Βρήκε έναν τενεκέ, άναψε φωτιά με κάτι λιανόκλαδα, και της ζέστανε αρκετό. Άπλωσαν τα ρούχα στους θάμνους. Σε μια ώρα έγιναν «ξύλο». 
Κίνησαν για το Παγκράτι. Ήταν τυχεροί. Λίγο πιο πάνω, ένα ξενοδοχείο έκανε ανακαίνιση. Βρήκαν μερικές απλίκες.  Κάτι  γυαλιά φανταστικά˙ οπαλίνες. Φορτηγό να είχαν, θα  το γέμιζαν. Ταμπλό, κουρτίνες, πορτατίφ!  Πήγαν  δυο-τρεις στράτες, μέχρι που πήραν και οι άλλοι χαμπάρι˙ αυτοί με τα τρίκυκλα, και τα σάρωσαν όλα. 
Πίνακες, ανεμιστήρες, πιάτα!  Όλα, σου λέω! Τραβούσε ο ένας από ’δώ κι ο άλλος από κει. Είναι να μην πάρουν είδηση αυτοί… πέφτουν σαν τα κοράκια. 

Γύρισαν κατάκοποι. Ο  Σπύρος πήγε  απέναντι  στην «ΕΒΓΑ» κι αγόρασε σαλάμι, κασέρι και ψωμί. Έφαγαν σαν Μπέηδες. Στο σπίτι του δεν ήταν; Να, αφού το λέει και η πινακίδα: «Κατασκευάστηκε επί Δημαρχίας Μπέη». Και κείνο το νερό; Διαμάντι, καλλίτερο από της «ΟΥΛΕΝ». * 
Την έπεσαν, ξεροί. Είχε δροσιά εκεί. Από τη ρεματιά ερχόταν μια ανάσα, ένα ψιλό αεράκι. Είναι και τα πολλά δέντρα, μαθές. Ο Αρδηττός,  το Ολυμπείο, ο Κήπος, το Ζάππειο. Μόνο αυτά τα καταραμένα τα τζιτζίκια, συναγωνίζονται τ’ αυτοκίνητα. Ζζζζζ… 
-Άι στο διάβολο! Τι δουλειά έχουν όλα τούτα καταμεσής στον παράδεισο; Δε βλέπουν εδώ; Όχημα άνευ θορύβου. Ούτε κορναρίσματα, ούτε μπενζίνα και αηδίες. Καροτσάκι και πάλι καροτσάκι! 
-Αηδίες;;; Ας το είχες, και μου άρεσ’ εμένα! 

Μετά ’πό λίγες μέρες, ο φίλος μου ο Κώστας, που τους  είχε συναντήσει σε διάφορα σημεία της Αθήνας, και μου είχε πει γι’ αυτούς, τους είδε πάλι. Στα παγκάκια της «Κάνιγγος». Εκείνη σηκώθηκε  κι  έφτιαχνε  καφέ.  Έβαλε  τα υλικά  στο μπρίκι, τ’ ανακάτεψε μ’  ένα  μεγάλο κουτάλι, και τους σερβίρισε  στα κυπελλάκια. Έτσι, χωρίς φωτιά˙  νεροζούμι.  Έπιναν το τσιγάρο  και τον καφέ, στον ήλιο, σαν  θεριακλήδες. Η βρύση δίπλα…  «Μπέης» κι αυτή. Όπου  είχε νερό,  ήταν η  καλλίτερή τους. 
Μια άλλη φορά, μετά από καναδυό χρόνια, οδηγώντας στην άνοδο την «Κηφισίας», τους ξαναείδε. Πάνε για καλό «πράμα», σκέφτηκε. 
Η Φρίντα, ίδια κι απαράλλαχτα, πήγαινε μπροστά, μα ήταν πιο περιποιημένη. Τα μαλλιά, δεμένα φιόγκο, με μια πολύχρωμη κορδέλα, κι έτσι το πρόσωπό της φαινόταν καθαρά, πια. Είχε πολλές ρυτίδες, αλλά η θωριά της ήταν ήρεμη και γαλήνια. 
Ο Σπύρος -τιράντες πάνω από το πουκάμισο, να του κρατάει το παντελόνι, και ψάθινο καπέλο- έσερνε το καρότσι, ζαλωμένος και με το μπόγο. 
Ο Κώστας, με αναμμένα τα αλάρμ, καβάλησε το πεζοδρόμιο, περιμένοντας να φτάσουν κι εκείνοι, για να τους μιλήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Είχε φύγει μπροστά, και τους έχασε. Απ’ αλλού θα έστριψαν, σκέφτηκε. 
«Τα πουλάκια μου! Πάνε βόρεια, όπως τα χελιδόνια. Το έβαλαν για πιο δροσερά μέρη», είπε. Και τότε τον έπιασε το παράπονο. Κλάματα κι αναφιλητά μαζί. Τρανταζόταν ολόκληρος. Βγήκε έξω, κι ο κόσμος τον κοιτούσε περίεργα. Μα δεν έκλαιγε, μόνο, γι’ αυτούς. Έκλαιγε και για τον εαυτόν του… για μας, που τα έχουμε όλα, και δεν αρκούμαστε σε τίποτα. Εκείνοι, παρά τη φτώχεια και την ανέχεια, πορεύονται ευτυχισμένοι στη ζωή που τους στάθηκε άδικη. Έχουν ο ένας τον άλλον. Ενώ αυτός;… Ποιον έχει; Τον έφαγε η μοναξιά… Πάλι μόνος του πήγαινε για καφέ. Πάλι. 
«Πουτάνα ζωή», φώναξε δυνατά. «Πουτάνα, που τα φέρνεις τόσο ανάποδα, καμιά φορά, σε κάποιους. Άδικο. Μεγάλο άδικο. Γέροι άνθρωποι και να κοιμούνται στο ύπαιθρο, βρέξει-χιονίσει», ούρλιαξε. 

Κάποιος πλησίασε, να ρωτήσει τι του συνέβη. «Δεν ξέρετε, εσείς, κύριε», του είπε. «Δεν μπορείτε να ξέρετε. Το μόνο που ξέρετε είναι να κρίνετε τους ανθρώπους, δίχως να τους γνωρίζετε, και χωρίς να έχετε το δικαίωμα. Κατέχεις πως τα διαμάντια είναι στο βούρκο;» γυρίζει και του λέει. 
Ο άνθρωπος τα ’χασε. «Πάει αυτός, τρελάθηκε», θα σκέφτηκε, κι έκπληκτος, απομακρύνθηκε πισωπατώντας. 
Ο Κώστας σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό, για να τα βάλει με το Θεό, μα τους είδε, απέναντι, στην άλλη πλευρά του δρόμου, μέσα σε μια αυλή ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού, να κάθονται χάμω και να τρώνε. Χαμογέλασε. Ακόμα και για τα χελιδόνια, για όλα τα πουλιά τ’ ουρανού, ακόμα και για τα «φτωχά σπουργίτια», φροντίζεις, Κύριε, αναλογίστηκε. 
Κατευθύνθηκε προς το φανάρι, θέλοντας να στρίψει πιο πάνω, μπας και τους προλάβει, μα ώσπου ν’ ανάψει το πράσινο, και να βρει να γυρίσει, είδε, από μακριά, τη Φρίντα, που σηκώθηκε κι άνοιξε τη βρύση της αυλής, γεμίζοντας τα μπουκάλια. Μετά βάφτηκε στο καθρεπτάκι, στοίβαξε τις σακούλες στο καρότσι, και κίνησαν. Προς Κηφισιά - Εκάλη. Με όλη  την  πραμάτεια τους. Ένα σκηνικό  θαύμα!  Περιοδεύων θίασος. 

Αυτός όλα! Εκείνη; Μόνο μια μικρή τσάντα λουστρίνι. Κόκκινη αυτή τη φορά! 


* «ΟΥΛΕΝ»: Η παλιά, ιδιωτική, εταιρεία ύδρευσης της Αθήνας, πριν την «ΕΥΔΑΠ». 

Από το βιβλίο «ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ», Εκδόσεις «Γαβριηλίδης», 2009. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.